Further tags

άμπε λαλέ, αμπελαλέ

Ο όρος αποτελεί παραφθορά του Amber Alert, του γνωστού σήματος για τα εξαφανισμένα παιδιά, από τον έγκριτο δημοσιογαύρο Τάκη Τσουκαλά και χρησιμεύει, ιδιαίτερα στα συμφραζόμενα του σχολιασμού αθλητικών σάιτ, για να δηλώσει ότι κάποιος εξαφανιζόλ, μούγκαφον και τα τοιαύτα.

AEK ολέ και...ΑΜΠΕ ΛΑΛΕ!
[...]Στο γήπεδο, λοιπόν, υπήρξε η ΑΕΚ και οι… ΑΜΠΕ ΛΑΛΕ ντε. Ο αντίπαλος με εκτός τόπου και χρόνου προπονητή (ακόμη να καταλάβει τι, που και με ποιον έπαιζε) δεν παρουσιάστηκε ΠΟΤΕ, μα σε κανένα σημείο του αγώνα στο γήπεδο με κάποιο αγωνιστικό σχέδιο, ή έστω με κάτι σαν αγωνιστικό σχέδιο…
Απ'εδώ.

(από ThomasTheBarbarian, 12/02/15)(από ThomasTheBarbarian, 12/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ποιος είναι ετυμολογικώς ο γεροξούρας;

Βρίσκονται δύο εκδοχές στο ιντερνέτι:

α) Εκ του ἔξωρος < ἐκἔξω) + ὥρα, δηλαδή ο παράκαιρος, αυτός που είναι έξω από την ώρα του. Θυμίζουμε ότι στα αρχαία ελληνικά ο ωραίος είναι αυτός που είναι στην ώρα του, δηλαδή ο νέος, αυτός που είναι στην ώρα της ακμής, της θαλερότητας και του φυσικού του κάλλους, ή εν πάση περιπτώσει οποιοσδήποτε κάνει κάτι στην ώρα που πρέπει και όχι σε λάθος ώρα. Οπότε ο ἔξωρος είναι ακριβώς αυτός που κάνει κάτι σε λάθος ώρα. Ο γεροξούρας, λοιπόν, είναι, κατ' αυτήν την εκδοχή, αυτός που κάνει πράγματα που δεν ταιριάζουν στην ηλικία του, λ.χ. νεάζει, θέλει γεροντοκαψούρες, είναι γεροντότεκνο, γεροντομαλλιάς πουρόκερ κ.ο.κ. Η εκδοχή αυτή μοιάζει με πορτοκαλισμό, πάντως την βρίσκω εδώ, όπου ο γεροξούρας συσχετίζεται με το ρήμα εξωραΐζω, καθώς και στη Βικούλα και τη Livepedia.

β) Από την ξούρα, δηλαδή το ξύρισμα. Επειδή και καλά παλιότερα ξυρίζονταν οι νέοι, ενώ οι πρεσβύτεροι άφηναν γένια για να τους προσδίδουν κύρος, οπότε ο γεροξούρας είναι ο γέρος που προσπαθεί να νεάσει με το να ξυρίζεται χάνοντας όμως το κύρος του (δες ρεμπέτικο γλωσσάρι).

Δεν ξέρω τι συνέβη, αν είναι σωστή η πρώτη εκδοχή στην οποία ήρθε να προστεθεί η δεύτερη παρετυμολογικά από την ξούρα, ή αν η πρώτη είναι πορτοκαλισμός. Σε κάθε περίπτωση, η αρχική σημασία φαίνεται να είναι ο νεάζων και κομψευόμενος γέρος, το γεροντότεκνο που μπορεί να είναι και γεροντοκαψούρης. Σήμερα έχει πάντως αποκτήσει, όπως δείχνει και ο άλλος ορισμός, τη σημασία του τσαντίλα γέρου, του γεροπαράξενου, του σκατόγερου, του φλύαρου, κουτσομπόλη γέρου, του γέρου που αναπολεί τα περασμένα μεγαλεία και βρίζει την εποχή του. Δες και παραδείγματα για γλαφυρές περιγραφές.

Πάσα (Δ.Π.): Galadriel.

  1. Ορισμός του Mikeius εδώ: Γεροξούρας
    Ο κλασικός. Η πιο ευδιάκριτη από τις συνομοταξίες γέρων, ο γεροξούρας είναι ο τυπικός ημι-σαλεμένος στριμμένος καργιόλης γέρος! Συνήθως δούλευε ως αγρότης, ψαράς ή οινοπαραγωγός μικρού διαμετρήματος σε χωριά και ως χτίστης, ηλεκτρολόγος ή θυρωρός στην πόλη. Πλέον απαντάται στη βεράντα του, καθισμένος σε άσπρη πλαστική καρέκλα γύφτου ή σε δυο ψάθινες καρέκλες ταβέρνας (κώλος-πόδια). Η βεράντα βρίσκεται σε κομβικό σημείο του χωριού και καλύπτεται από πυκνή βλάστηση, η οποία προέρχεται από τα 2 εκατομμύρια γλάστρες με βασιλικό και κάρδαμο, καθώς κι από την κρεβατίνα από κληματαριά. Η βλάστηση είναι απαραίτητη για την κατασκοπευτική ζωή του γεροξούρα και δρα τόσο σαν καμουφλάζ, όσο και σαν σκοπό ζωής, καθώς αντικαθιστά τα παιδιά που δεν είχε ποτέ. Οπλισμένος μονίμως με μια μυγοσκοτώστρα, ο γεροξούρας γκρινιάζει επί παντός επιστητού. [...] Ο γεροξούρας έχει την τάση να χώνει τη μύτη του παντού. Θα κάνει παρατήρηση στα «κωλόπαιδα» να «φύγουν απ' το χωράφι» ακόμα κι αν το χωράφι δεν είναι δικό του.
    Ρουχισμός: Άσπρο τιραντέ φανελάκι μάρκας Palco ή από κάποια ελληνική βιομηχανία στην Καστοριά που έχει κατεβάσει ρολά, κουραδί υφασμάτινο παντελόνι που φτάνει μέχρι το στήθος με το φανελάκι από μέσα, δερμάτινη μαύρη ζώνη και από κάτω πλαστική καφέ παντόφλα «Πανερόπουλος» του χωραφιού. Κουπ: βασιλόφρονη γλιτσο-χωρίστρα, την οποία φροντίζει με την τσατσάρα που μονίμως βρίσκεται δίπλα στη μυγοσκοτώστρα.
    Αγαπημένες ατάκες: «Ουστ!», «Ασσστεεεάααλο» καθώς και οποιαδήποτε παρατήρηση περιλαμβάνει τη λέξη «εκεί»: «Εσύ εκεί!», «Φύγε από κει!», «Τι κάνεις εκεί;», «Άμα έρθω από κει....».
    Χαρακτηριστικό πρώην επάγγελμα: Σχολικός επιστάτης.
    Πώς θα τον εντοπίσετε: Δε χρειάζεται. Θα σας εντοπίσει αυτός. Απλά κάντε ότι πετάτε μια πέτρα σε ένα τζάμι. Ακόμα κι αν βρίσκεστε στην έρημο Γκόμπι και είστε βέβαιοι ότι δε σας βλέπει κανείς, τσουπ! Σε ντε τε ο γεροξούρας θα πεταχτεί απ' το πουθενά φωνάζοντας: «Ε! Τι κανείς εκεί;;;». Στο χωριό, σε περίπτωση που λείπει απ' τη βεράντα, μην πάτε στο καφενείο. Ελέγξτε για μια σκιώδη φιγούρα πίσω από τις κουρτίνες του παραθύρου που βρίσκεται διπλά στην εξώπορτα: είναι ο γεροξούρας σε stealth mode. Στην πόλη, είναι αυτός που θα ποδοπατήσει την έγκυο γυναίκα, τον ακρωτηριασμένο τυφλό και την 90αχρονη καλόγρια για να προλάβει την άδεια θέση στο λεωφορείο.
    Υποδείγματα γεροξούρα: Ευάγγελος Γιαννόπουλος, Μαθουσαλίξ, Αλέξης Κούγιας (ανερχόμενο μέλος).

2. Ο Ραλφ Γουόλντο Εμερσον είχε κάποτε γράψει ότι «κάθε ήρωας καταντά στο τέλος ένας γεροξούρας». Ο Ντανιέλ Κον-Μπεντίτ τον διαψεύδει απολύτως.

3. Ο Ψαθάς, πίστευε ότι και οι Beatles και οι Rolling Stones , ήταν άπλυτοι και ψειριάρηδες. Εκτόξευε μάλιστα τόσο συχνά, εναντίον κάθε τι νεανικού, τη λάσπη του, ώστε να καταγραφεί στην ιστορία, σαν ο κομπλεξικός γεροξούρας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ηλικιωμένος που εξακολουθεί να αφήνει χαίτη παρά το γεγονός ότι λόγω της προκεχωρημένης ηλικίας του το αισθητικό αποτέλεσμα δεν είναι και ό,τι καλύτερο. Λ.χ. μπορεί μαζί με τα μαλλιά να αφήνει και καράφλα, αναδεικνυόμενος σε καραφλομαλλιά, ή να έχουν γίνει ψαρά ή άσπρα ή αραιά με άσχημο τρόπο τα μαλλιά του. Ενίοτε πρόκειται για πουρόκερ too old to rock n' roll- too young to die. Γενικά, η αξίωσή του να ανήκει στη γερολαία δεν πείθει και μένει ένα γραφικό γεροντότεκνο.

Τὸ τρίτο βράδυ, πάω νὰ πλύνω τὰ δόντια μου, μὲ τὴν ὁδοντόβουρτσα στὸ χέρι, καὶ στὸ κάτω μέρος τῆς πλατείας συναντάω τὴν Κατερίνα, τούμπανο. Ἔχει περάσει ΤΕΙ ἀλλὰ δὲν γουστάρει, φτιάχνει χαϊμαλιὰ καὶ τὰ πουλάει στὴ Φολέγανδρο, καὶ δὲν ξέρει τί θὰ κάνει. Γυρνᾶμε μαζί, παίζουμε κιθαρίτσα μὲ κάτι παιδιὰ ἀπὸ τὴν καλλιτεχνικὴ ὁμάδα - μουσικοὶ καὶ ἠθοποιοί, ἀπὸ αὐτὰ τῆς κατασκήνωσης, ποὺ ἔχουν ἐδῶ, γιὰ νὰ μᾶς κρατᾶνε ἀπασχολημένους. Εἶναι μαζὶ καὶ ἕνας γεροντομαλλιάς, ἐπαγγελματίας τραγουδιστής, λέει, γαμῶ τὰ ἄτομα. (Από το διήγημα του Κωνσταντίνου Πουλή Αγανακτισμένος εδώ).

(από Khan, 26/12/14)(από Khan, 26/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ψηλός, μεγαλόσωμος άνθρωπος, που είναι και λίγο άχαρος αλλά και χειροδύναμος. Ο χαρακτηρισμός σκοπεύει κυρίως στο μεγάλο μέγεθος ή και κάποιες φορές στην ηλικία, λέγεται περιφρονητικά, όταν για παράδειγμα, ένας 25άρης φέρεται σαν έφηβος. Πολύ συχνά συντάσσεται με την λέξη «κοτζάμ» ή και «κοτζαμάν» όταν πρέπει να δοθεί περισσότερη έμφαση.

Σε μια πιο χωρική βερσιόν παραλείπεται το "-η-" στην λήγουσα οπότε έχουμε «λουγκούρς»!

Λέξη που χρησιμοποιείται στην βόρεια Ελλάδα, προφανώς φερμένη από τους πρόσφυγες, με πιθανές τουρκικές ρίζες.

1) Δες τον, δες τον... Κοτζαμάν λουγκούρς και ακόμα τον κόβει τα νύχια η μάνα του...

2) Παρήγγειλα έναν καναπέ και μου τον φέραν μέχρι τον τρίτο δυό λουγκούρηδες δύο μέτρα.. Ευτυχώς γιατί είναι ασήκωτος.

3) - Τι νέα από τον τάφο που σκάβουν στην Αμφίπολη; - Τι να σου πω ρε φίλε.. Άλλοι λένε πως μέσα είναι η Ρωξάνη, άλλοι λένε ο Μεγαλέξανδρος και άλλοι η Ολυμπιάδα...
- Μακάρι να είναι ο Λουγκούρ-Αλέκος μέσα, να γίνουν γνωστά και τα Σέρρας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μιλάμε για αντικείμενα ή καταστάσεις που στιλιστικά παραπέμπουν στην εποχή του Πάγκαλου, που ήταν μακριές οι φούστες.

Το ρετρό εσχάτως παίζεται περισσότερο κι απ' το πουλί: απ' τα δασυπώγωνα χιπστέρια που χτενίζουν κιτάπια για να βρούνε το ιδεατό σακάκι του παππού, τις πουδραρισμένες ατμοπάνκούδες που αναζητούν δαντέλες κ.ά κόλπα βικτωριανά σε βιντατζάδικα, τα πιπιναριά που σελφάρουν ποστάροντας κιτρινισμένες Retrica, τους ραστοφόρους κούριερ που εποχούνται με φιξάκια χωρίς ταχύτητες και φρένα καθώς ακούνε κασέτες στο Walkman τςη μαμάς, τους ιδεοψυχαναγκαστικούς φύτουκλες που ταξιδεύουν στο Leipzig σε αναζήτηση αναχρονιστικών χορδών από έντερα για τις κιθάρες τους, τους τελούντες σε κρίση μέσης ηλικίας μικροτσούτσουνους μανατζαραίους που σκάνε 19 χιλιάρικα για Leica M Edition 60 επειδή δεν έχει ψηφιακή οθόνη, τους γουαναμπή ζαν πρεμιέρ του κώλου που προσπαθούν αιμόφυρτοι να ξυριστούν με φαλτσέτα, και ταλιμπάν.

Οι βιντατζιές κρημνοβατούν ματαξύ του καλαίσθητου και του χυδαίου. Μη ξεχνάμε ότι μια αρχική έννοια του kitsch ήταν «μαζεύω σκουπίδια από τον δρόμο».

Εκ του παλιού καλού κρασιού vintage (< λατ. vinum < οἶνος) και του γαμοσλανγκοτέτοιου -ιά. Ασίστ: khan.

1.
Η βιντατζιά ταιριάζει στο «Star Trek»!

2.
«Ένα handsfree! Καλά, δεν είναι κυριολεκτικά hands-FREE γιατί πρέπει να το κρατάς, αλλά δεν έχει σημασία! Έχει ωραίο χρώμα και μια “βιντατζιά” που μου αρέσει τρομερά! Εμπρός....;;;»
(Δούκισσα Νομικού)

3.
Αρκετές μπύρες μετά, είδαμε ένα ραφείο (τρελή βιντατζιά) που φτιάχνει κορσέδες, ζαρτιέρες και άλλα τέτοια έξαλλα τύπου 18ου αιώνα. Έχει διάφορα αξεσουάρ και είναι όλα τόσο αθώα αλλά και σέξι. Τα θες όλα.

4.
Στην εμφάνιση έχει μια βιντατζιά πλην όχι σε χιπστερική τρέντι αλτέρνατιβ φάση, αλλά μάλλον σε πασέ λατέρνατιβ φάση, μια νεοσιξτίλα ένα πράμα τουλάχιστον ως προς το εσωτερικό μουντ.

5.
Αυτό δεν είναι ψώνια, αλλά sudoku για βαρυποινίτες. Για να ανακαλύψεις σύντομα πως από τη μια η κουστουμιά του μακαρίτη άξιζε τις ώρες και το ψάξιμο πριν βαφτιστεί «βιντατζιά» και αποκτήσει άλλα τρία μηδενικά ουρά στην τιμή της και από την άλλη πως τόσο χρόνο για ψάξιμο έχεις μόνο όταν είσαι φοιτητής ή πλούσιος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη από τις λέξεις πουρό & πιπίνι.

Κοντροβέρσιαλ και οξύμωρη σύνθετη λέξη που επιφανειακά τουλάχιστον δημιουργεί μεγάλης έκτασης κοντράστ, μιας και η λέξη πουρό αντιπροσωπεύει την ωριμότητα, το σίτεμα, το πατσούριασμα κτλ. σε αντιδιαστολή με την λέξη πιπίνι, που αντιπροσωπεύει την νεανικότητα και το σφρίγος του νεαρού θηλυκού ή αρσενικού γκομενακίου.

Κυριολεκτικά θα ήταν αδύνατον να συμπορευτεί η έννοια της πουροσύνης και της πιπινοσύνης εις το ίδιο πρόσωπον. Αν και θα μπορούσε να σημαίνει την εμφάνιση των πρώτων πουροσημαδιών ή πουροενασχολήσεων, ρυτίδων, ωρίμασης σε ένα νεαρό ή σχετικά νεαρό άτομο. Ωστόσο μεταφορικώς η λέξη έχει μάλλον ειρωνικό και σχετικά κοροϊδευτικό/μειωτικό χαρακτήρα προς τον δέκτη, μιας και θέλει να τονίσει με δραματικό αλλά και υπερβολικό τρόπο αυτά τα μικρά και ασήμαντα σημάδια της ωρίμασης, με σκοπό κάτι που μπορεί να ποικίλλει από ένα απλό (αλλά συνήθως όχι ιδιαίτερα αθώο) πείραγμα μέχρι το να μειώσει τον δέκτη.

Συνηθισμένες ηλικίες για να χαρακτηριστεί κάποιος/α ως πουροπίπινο μπορεί να είναι συνήθως μετά τα 25, όπου το άτομο έχει απολέσει και το τελευταίο ψήγμα της όποιας αθωότητάς του και ίσως μέχρι την μετά-milf / προ-mature ηλικία. Συνηθισμένα χαρακτηριστικά και ενασχολήσεις του πουροπίπινου είναι η παρέα με αρκετά μικρότερα σε ηλικία άτομα, η εμμονή με την εφηβική ζωή και την ανεμελιά που αυτή συνεπάγεται, η παντελής έλλειψη οποιονδήποτε υποχρεώσεων, το κατ' επιλογήν ή και όχι ράφι κτλ.

- Πάλι χώρισε η Εύα, την είδα να ξενυχτάει και να τα πίνει με κάτι πιτσιρίκες φίλες της στο Γκάζι. Και μας το έπαιζε φουλ ερωτευμένη με τον τύπο. Τον έστειλε κι αυτόν.
- Άσε ρε με το πουροπίπινο, αυτή αν δεν της τύχει ο Κλούνεϊ δεν παίζει να παντρευτεί.

(από Mpiliardakias, 28/09/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ανύπαντρη γυναίκα προχωρημένης ηλικίας (γεροντοκόρη) αλλά και η γυναίκα ανεξαρτήτου ηλικίας που δεν έχει σχέση γιατί δεν μπορεί να βρει σύντροφο.

- Ρε συ, τι κάνει η ξαδέρφη σου η Άννα; Χρόνια έχω να την δω. Παντρεύτηκε;
- Με τα μυαλά που κουβαλάει; Μπακουρόγατα κατάντησε.

(από Khan, 28/08/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από τα καλιαρντά, εκ του πουρό (< ρομανί phuro= γέρος, παππούς) και τεκνό, και σημαίνει κάποιον προχωρημένης ηλικίας, που φέρεται σαν νεαρός γκόμενος, προσέχει την εμφάνισή του, και ψάχνεται για ερωτικές περιπέτειες. Συνώνυμο: γεροντοτεκνό / γεροντότεκνο, πουροτινέιτζερ. Βλ. και πουρογκόμενα.

  1. Θα πάρω τηλέφωνο τον Γιώργο Παπανδρέου και θα του πω να ξαναφτιάξουμε το συγκρότημα που είχαμε στη Μασαχουσέτη. Για να μην ψάχνουμε για τα άλλα δύο μέλη, που μπορεί και να τα έχουν τινάξει, θα πάρουμε για μπασίστα τον Χρύσανθο Λαζαρίδη και για τραγουδιστή τον Σίμο Κεδίκογλου, που είναι πουροτεκνό και θα κάνει θραύση στις πενηντάρες. (Από το Κατὰ Πιτσιρίκον Ημερολόγιο του Αντώνη Σαμαρά στο Unfollow 29, Μάιος 2014, σ. 35-36).

2. Ουαουυυ, εγω με...πουροτεκνο;
Θα σκασω μουρη με το λαμε το πι το ξωπλατο κ θα στειλω τις γριες στο φαρμακειο με το καροτσι της λαικης...ασε που θα ριξω σ ολες τις λεμοναδες κατι χαπακια που βρηκα...σπασμενα...
Α, και να μην ξεχασω...να ξεχασω το χαπι για το παρκινσον, δεκαεφτα βαθμους εχω..

3. Kι όμως υπάρχει τοιούτος τύπος γκέουλα, που θυμίζει φαγιούμ, είναι πουροτεκνό, δεν τα έχει όλα τα μαλάκια του ,και ο δικός μας βγαίνει στο πιο ελληνοπρεπές του, όχι τόσο ευρωπαία φάση, έχει ......... μαυριδερό δέρμα, αλλά κάπως πιο αβρό, γενικά θυμίζει Μύρη κι έτσι, χαρακτηρίζεται και ως σιδώνιος νέος από το ποίημα του Καβάφη

(από Khan, 22/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται απ' το παλιός και γενικότερα, με αυτό το χαρακτηρισμό προσδιορίζεται ο έμπειρος, ο γνώστης εδώ και καιρό, σε οποιοδήποτε θέμα. Δεν είναι αναγκαίο να είναι μεγαλύτερης ηλικίας ο πάλιουρας, αλλά οπωσδήποτε με την συγκεκριμένη έκφραση του προσδίδουμε χρόνια εμπειρίας στο αντικείμενο.

  1. - Δες τον γέρο στη γωνιά πώς τα πίνει!
    - Πάλιουρας θα 'ναι...

  2. από φόρο
    Και επίσημα όσοι φοιτητές είναι πάλιουρες θα δώσουν όλα τα μαθήματα στην ερχόμενη εξεταστική ( και άρα και σε κάθε εξεταστική... ) !!!

  3. για έμφαση
    Καινούριοι πιλότοι σε καταιγίδα:
    - Ρε συ δεν βάζουμε το αυτόματο;
    - Δεν χρειάζεται, το κουμαντάρω. Είμαι πάλιουρας εγώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λολοπαίγνιο αμφίβολου γούστου και ελαφρώς σεξιστικό, εκ του μιλκομπούκαλο, δηλαδή του μπουκαλιού γάλακτος Milko, και του μιλφ, αρκτικολέξου του Mother I'd Like to Fuck, που λέγεται για πολύ όμορφη, σέξι και τρε κρεβατάμπλ γυναίκα, η οποία είτε έχει παιδί, είτε είναι σε ηλικία όπου την βλέπουμε και ως μητέρα (30-35 χρονών και μέχρι να γίνει τζιλφ).

Πρόκειται για λεξιπλασία νέας κοπής από αμφιβόλου χούμορ ανέκδοτα, που επιδέχεται πολλαπλές ερμηνείες: Στον καυλύτερο από όλους τους δυνατούς κόσμους, πρόκειται για μιλφού μπουκαλομούνα, με τρε κομιλφό σωματότυπο παρόμοιο με μπουκάλι κοακόλας, δηλαδή μεγάλα βυζιά, στένεμα στη μέση και πάλι πλούσια περιφέρεια, μια αμβλυμένη κλεψυδρομούνα με άλλα λόγια.

Σε λιγότερο καυλούς κόσμους μπορεί να πρόκειται για μιλφίδιο μίλκο, δηλαδή για κοντό μιλφέιγ με ύψος ένα κι ένα milko. Δεν μας χάλασε (καθόλου). Οι δυο ερμηνείες άλλωστε δεν αλληλοαποκλείονται.

Γενικά η παρομοίωση με γαλακτοκομικά προϊόντα είναι αναμενόμενη για μια μιλφομάνα που δύναται να κεράσει και μιλφ σέηκ. Εξάλλου αυτά τα ό,τι να 'ναι β΄ συστατικά λέξεων πολλές φορές δεν προσφέρουν τίποτα το συγκεκριμένο πέρα από το να επιμηκύνουν την λέξη καθιστώντας την πιο ο,τινανιστικώς εμφατική (βλ. παρατήρηση Βίκαρ για καραγκιοζοπαίκτη).

  1. Το ανέκδοτο:
    Ειναι μια παρεα 4-5 σ'ενα μπαρ και ψαχνουν για γκομενακια ρε παιδι μου. Γυρνανε απο δω, γυρνανε απο κει, τιποτα. Ξαφνικα σηκωνεται ενας και λεει «κουλ, αφηστε το πανω μου». Βγαζει απο την τσεπη του ενα μπουκαλι κακαο, πινει δυο γουλιες και ξαφνικα εμφανιζονται 2 βυζαρουδες 40αρες με ψιλοτακουνα, καθονται στα γονατα τους, τριβονται, μπλαμπλα, φικιφικι.
    Βγαινουν το επομενο βραδυ ξερωγω, παλι τα ιδια. Ξηρασια. Σηκωνεται παλι ο τυπος, «το χω», βγαζει το μπουκαλι με το κακαο, πινει δυο γουλιες, σκανε μυτη 3 τυπισσες στα 35 τους, μινι φουστιτσα, ταγερακι, κυριλε αλλα σεξυ, καριεριστριες σκυλες σεξουλιαρες, τους πλησιαζουν, λενε δυο κουβεντες και καρφι στην τουαλετα για κινκι στιγμες.
    Βγαινουν το επομενο βραδυ, πανε σ'ενα μπαρακι, τιποτα απο γυναικες. Κλασσικα σηκωνεται ο αλλος, βγαζει το κακαο, πινει και απο το πουθενα μια παρεα απο 40αρες τους πλησιαζει, τους χαϊδευει και τους παιρνει παραπερα να τους μαθει τα μυστικα του ερωτα. Αφου ανακτησουν τις δυναμεις τους, γυρναει ο ενας στον αλλο:
    -Ρε, τι πινει ο αλλος και ερχονται ολα αυτα;
    -Δεν ειδες;
    - Μιλφομπουκαλο.

2. Και ιδού γιατί ειμαι Μιλφομπούκαλο. Έτσι ειναι η ζωη μου!

  1. Λάνα, το... μιλφομπούκαλο.
    Το μισάωρο που περάσαμε στο δωμάτιο ήρθε απλά να επιβεβαιώσει ότι είναι ανάμεσα στο κορυφαία μιλφ που κυκλοφορούν εδώ και πολύ καιρό. Η γυναίκα βάζει κάτω πολλά νεανικά μουνάκια που που νομίζουν ότι θα κάνουν να χύσεις μόνο με την ομορφιά τους. [...] Αν μάλιστα κρίνω από τα βογγητά και τον τρόπο που πίεζε το κεφάλι μου πρέπει να απόλαυσε το γλυφομούνι που της πρόσφερα (δεν θα το έκανα αν δεν ήμουν ο πρώτος πελάτης της βάρδιας) και για «ευχαριστώ» ήρθε από πάνω μου, ήρθε στο πλάι, στήθηκε στα τέσσερα μέχρι να έρθει το τέλος σ' ένα ιεραποστολικό μόνο για... άθεους. Oσοι πιστοί προσέλθετε... (Από το μπουρντέλα ντοτ κομ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified