Further tags

Κυριολεκτικά:

α) ο καλικάντζαρος
β) ο αναρριχητής (εδώ)

Μεταφορικά: ο δίχως στυλ, ο κακομούτσουνος, ο περίεργος στην όψη, ο ατημέλητος άνθρωπος.

Χρησιμοποιείται επίσης και για γραφή που δεν είναι ευανάγνωστη (τα γράμματα λέγονται και καρκαντζούλια), αλλά και για πράξεις που δεν αρμόζουν στις περιστάσεις (καρκαντζαλιές).

  1. Κοίτα τον πως ντύθηκε ο γιαλαμάς, σαν καρκάντζαλος είναι πάλι...

  2. Τι γράμματα είναι αυτά παιδάκι μου; Σα καρκαντζούλια είναι, θα μου βγουν τα μάτια...

  3. Άρχισες πάλι τις καρκαντζαλιές; Για συμμαζέψου, το μαγαζί είναι κυριλέ...

  4. Καρκαντζουλέησιονς, πάλι μετεξεταστέος έμεινες ρε κούτσουρο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα Μαλτσέχ είναι σκυλόμορφα είδη Νεφελίμ, σύμφωνα με τις Θεωρίες του μέγιστου Δημοσθένη Λιακόπουλου. Λόγω όμως της σκυλόμορφης όψης τους ως Μαλτσέχ χαρακτηρίζουμε και τις σκυλομούρες γκόμενες.

  1. - Πω κοίτα καμάρι η Πελαγία, περνιέται και για γκόμενα η σκυλομούρα!!
    - Ναι, τρελό Μαλτσέχ είναι!!

  2. Κοίτα σκυλόφατσα!! Σωστό Μαλτσέχ, αφού νομίζω θα γαβγίσει!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ή μπαζοπίπινο. Το νεαρό κορίτσι που είναι μεν άσχημο, όμως αποπνέει μια αύρα νιάτου, οπότε προκαλεί οξύ δίλημμα σε άντρα μεγαλύτερης ηλικίας για το αν αξίζει να δοκιμάσει την τύχη του. Επίσης, είναι θέμα αν ο εραστής της αποτελεί σαβουρογάμη.

- Άκυρη η πρόσκληση γιατρέ μου. Η φωλιά με τις πιπινέζες απεδείχθη άντρο με πιπινόμπαζα.
- Γιατί, σε χαλούμι; Κάτσε να φχαριστηθούμε λίγο νιάτα...
- Καλός οικοδόμος είσαι και του λόγου σου...

(από Khan, 13/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση η οποία χρησιμοποιείται για χαρακτηρισμό σε άτομα με γελοία εμφάνιση. Κυρίως όταν αυτοί προσπαθούν να εντυπωσιάσουν και να προσελκύσουν το ενδιαφέρον, με αποτέλεσμα η προσπάθεια αυτή να είναι αποτυχημένη!

Συνήθως χρησιμοποιείται με προσβλητική σημασία.

  1. - Ρε μαλάκα πώς είσαι έτσι;
    - Γιατί ρε μαν, τι έχω;
    - Ρε σαν γλειμμένο μουνί είσαι!

  2. - Ποο φίλε, είδες χθες τον Αλέξη στον χορό;
    - Όχι γιατί;
    - Άσε, σαν γλειμμένο μουνί ήταν, 5 τόνους ζελέ έβαλε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνήθως άσχημο πρόσωπο (χωρίς και να αποκλείεται η ομορφιά) του οποίου όμως την ασχήμια ή ομορφιά δεν την εκλαμβάνουμε ως απλή, αλλά ως σημαίνουσα χίλια δυο για το άτομο που φέρει το πρόσωπο αυτό: ξεκωλαριλίκια, πρέζες, γαμημένη ζωή, βίτσια, στέρηση, κατάχρηση, καταπόνηση, τα πάντα όλα. Κάθε ρυτίδα (γιατί δεν μιλάμε για φράπα εννοείται) είναι και μια εμπειρία, συνήθως ερωτικοσεξουαλικής βάσης.

Μπορεί όμως να μην συντρέχει τίποτε απ' όλ' αυτά και να πρόκειται περί κληρονομημένων χαρακτηριστικών.

Λέγεται και για τα δύο φύλα. Προϋποθέτει δε κάποια «ώριμη» ηλικία. Δεν λες εύκολα εκφυλόφατσα κάποιον / -α κάτω των σαράντα.

Επίσης η εκφυλόφατσα μπορεί και να είναι ελκυστική, δεν είναι απαραιτήτως αποτροπαϊκό θέαμα. Εκεί γίνεται το μπέρδεμα και πολλοί νομίζουν ότι εκφυλόφατσα ίσον σκυλί. Αλλά δεν είναι μόνο σκυλί μια εκφυλόφατσα, όπως είπαμε.

Διάσημη και αποδεκτή και πολλά θετικά σημαίνουσα εκφυλόφατσα είναι ο Κλάους Κίνσκι. Άλλη όλος-ο-χρόνος-κλασική, ο κιθαρίτσαρντς. Απλές καθημερινές εκφυλόφατσες μπορεί κανείς να βρει στον αγοραίο έρωτα αλλά και στη γυναίκα / στον άντρα της διπλανής πόρτας.

  1. Έχεις ξαναδεί τέτοια εκφυλόφατσα με τόσο αισθησιακά κ υποσχόμενα χείλη;

  2. Παιδιά στο στρατό είχαμε πιάσει στο δούλεμα ένα παπαδοπαίδι και του είχαμε πουλήσει το σενάριο ότι ένας Κορίνθιος ήτανε φανατικός κτηνοβάτης.Η μεγάλη πλάκα είναι ότι οι περιγραφές του Κορίνθιου ήτανε τόσο πειστικές που σε συνδιασμό με την εκφυλόφατσα την οποία διέθετε,είχα αρχίσει να αναρωτιέμαι μήπως τελικά δεν ήταν όλα της φαντασίας του.

  3. Ο Ritchards είναι χαλαρά η πιο πρόστυχη εκφυλόφατσα που έχω δει σε άνθρωπο. Μπορώ άνετα να φανταστώ αυτό τον λάγνο γερο-βρυκόλακα ξαπλωμένο σε μπορντό βελούδινα μαξιλάρια με ένα τσούρμο λαγουδάκια του Playboy να του γλύφουν τα κάκαλα και την κωλοτρυπίδα του, ενώ από από τις φλέβες στο καυλί του (δηλαδή τις μοναδικές πάνω στο σώμα του που ακόμα δεν έχει κάψει από τις ηρωίνες) να πίνει 2-3 μονάδες αίματος στην καθισιά του.

όλα από το νέτι.

(από Khan, 09/03/11)(από Khan, 09/03/11)(από PUNKELISD, 09/03/11)

Δες και -φατσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άντρας ή γυναίκα με πρόσωπο όχι απαραιτήτως άσχημο, αλλά που μοιάζει με καρτούν, έχει δηλαδή κάτι το αστείο, ή που θυμίζει ζωάκι, ή που, απλά, είναι συνηθισμένο μέχρι αηδίας. Κυρίως όμως λέγεται για ασχημόπαπα.

- Τι λέει η καινούργια γειτόνισσα;
- Γαμώ τα παιδιά.
- Ωραίο μουνί;
- Συμπαθητική.
- Με άλλα λόγια: μπάζο.
- Όχι μωρέ, απλώς είναι λίγο φάτσα καρτούν.
- Μανάρα;
- Στρουμφ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Όπως λέει ο άλλος ορισμός, μουστάκι είναι «η γκόμενα που δεν βλέπεται με τίποτα». Θα προσέθετα ότι αυτό ενίοτε συμβαίνει, επειδή η γκόμενα όντως έχει μουστάκι, γιατί δεν της μίλησε κανείς για την αποτρίχωση. Αυτή η αξούριστη έντονη τριχοφυία μπορεί να συναντηθεί σε κυρα-περμαθούλες, θεούσες, ταγάρια, λεσβόγκες- αντρούτσους και λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις. Η τοιαύτη γκόμενα (ο θεός να την κάνει) μπορεί να αποκληθεί και Salvador Dali, κατ΄ αντιστοιχία προς την Φρίντα Κάλο.

  2. Μουστάκι ή κάτω μουστάκι (πρβλ. κάτω κεφάλι ) αποκαλείται και το τριχωτό της ηβικής περιοχής στους άντρες καθώς και στις γυναίκες που τυχόν δεν το έχουν ξυρίσει αλλά αφήσει ως Full Bush. Ενδιαφέρουσα έκφραση είναι και το μουστάκι του Χίτλερ που αναφέρεται στην συνήθεια γυναικών να ξυρίζουν μεν το εφηβαίο τους, αλλά να αφήνουν αξύριστη μία λεπτή κάθετη γραμμή κεντρικά πάνω από το μνι τους, θυμίζοντας τον μύστακα του στυγερού ομώνυμου δικτάτορα -μακριά από μας, ιδίως αν κάποιος τους κάνει γλειφομούνι. Το τοιούτο χιτλέριασμα είναι μάλλον παρώ, ενώ ως χαριτωμενιά είχε συνδεθεί με τα επιδειξιομανή παιδιά του σωλήνα, εξ ου και αμερικλανιστί ονομάζεται stripper stripe (αλλά και extended Hitler).

  1. - Τι κάνει ο Σάββας;
    - Αρραβωνιάστηκαν τελικά με την Αφροξυλάνθη...
    - Ποιαν; Τον μουστακαλή;
    - Τι να γίνει; Πάντα ήταν φιλότεχνος. Τώρα θα έχει Σαλβαντόρ Νταλί και Φρίντα Κάλο, δύο σε ένα!

  2. Η Λιανα ειναι αυτη που μου κανει αποτριχωση στο μουστακι (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ορισμοί:

  1. Το γνωστό ψάρι (δεν χρειάζεται περαιτέρω ανάλυση).

  2. Το υπόλοιπο του τελειωμένου τσιγάρου. Εξ ου και γόπινγκ (παράδειγμα 1).

  3. Η ανάξια λόγου γυναίκα. Συνήθως πολύ κοντή (έως 145 cm), άσχημη (βλ. σπάω καθρέφτες) και προκαλεί σεξουαλική αποστροφή (ντεκαβλέ), (παράδειγμα 2).

  4. Για όσους θυμούνται τον απίστευτο χαβαλέ στα συνοικιακά τσοντάδικα της νιότης μας: γόπες ονομάζαμε τους θεατές της πλατείας. Κι αυτό γιατί κατά τη διάρκεια της παράστασης συνηθίζαμε να ρίχνουμε αλεύρι από τον εξώστη στην πλατεία, με αποτέλεσμα όταν άναβαν τα φώτα να είναι οι από κάτω σαν αλευρωμένα ψάρια, έτοιμα για τηγάνι.

  1. Ρε μαλάκες, μην πετάτε τις γόπες κάτω. Γι αυτό μας έχουν σκίσει στο γόπινγκ.

  2. Ρε Βαγγέλη, πώς ήταν έτσι η φίλη της Λουκίας; Εντελώς γόπα δικέ μου.

  3. Στο τσοντάδικο (αφού τελείωσε η παράσταση):
    Από την πλατεία: - Ρε κωλόπαιδα, πάλι αλεύρι πετάγατε; Θα σας γαμήσω.
    Από τον εξώστη: - Θα μας κλάσεις τα αρχίδια μωρή γόπα !!!! ΜΟΥΑΧΑΧΑΧΑ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά αργκό, στα πρόθυρα της εξαφάνισης.

Αντιγράφω τον ορισμό από Το Λεξικό της Πιάτσας του Βρασίδα Καπετανάκη, πρώτη έκδοση 1950.

Βακέττα, ἡ = Τὀ έκ μὀσχου δέρμα. Μ.τ.φ.ρ. Ἡ ὑπερὠριμος γυνἠ. Ἠ δι' αλοιφὢν καί ψιμμυθἰων προσπαθοὓσα νά παρουσιάσῃ φρέσκον, τό γεγηρασμένον καί ρυτιδωμένον πρόσωπόν της.

Κάπως μου κάνει εμένα ότι ο Καπετανάκης έχει στο νου του ειδικά κάποιες αδύνατες που το πετσί τους, στα μπράτσα ας πούμε, έχει κρεμάσει και έχει ζάρες - ειδικά κι αν είναι στον ήλιο, μαυρισμένες και να γυαλίζουν από τις κρέμες, βακέττα είναι η σωστή λέξη και μακάρι να μη χαθεί.

Και το παράδειγμα είναι του Καπετανάκη.

«... Τὴν εἶδες νύχτα καί σοὒ φἀνηκε νἐα· ἄμα θὰ τὴν δῂς μἐρα, τὀτε θὰ καταλἀβῃς τὶ βακἐττα εἶναι...»

Σκίτσο από το Λεξικό της Πιάτσας (από poniroskylo, 12/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κοντός και άσχημος.

Σαν κοντοσιροπιασμένη ρέγκα είσαι ρε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified