Ημέρα που βγαίνουν όλες οι άσχημες γκόμενες (βλ. σαύρα).
Πάλι Σάββρατο βγήκαμε!
Ημέρα που βγαίνουν όλες οι άσχημες γκόμενες (βλ. σαύρα).
Πάλι Σάββρατο βγήκαμε!
Got a better definition? Add it!
Ρόλος στην ταινία Carlito's Way, ενσαρκωμένος από τον ηθοποιό Luis Guzmán. Χρησιμοποιείται υποτιμητικά για την πολύ άσχημη γυναίκα, ή αλλιώς το μπάζο.
- Τι είναι αυτή που μας έφερες βρε παιδί μου! Σκέτος Πατσάνγκα!
Got a better definition? Add it!
Ένας τύπος ο οποίος είναι κοντός και όταν κλάνει σηκώνει σκόνη. Συνήθως έχει σχήμα σόμπας και το κεφάλι του μοιάζει με μπουρί.
- Ρε Μαρίκα ξέχασες έξω από το σπίτι τη σόμπα.
- Όχι ρε Γεωργία, ποια σόμπα, ο ανηψιός μου είναι.
Got a better definition? Add it!
Αναφέρεται για να καταδείξει πολύ ασχήμια.
- Είναι τελικά τόσο άσχημη ρε παιδί μου; - Έσχος σου λέω, έσχος με έψιλον...
Got a better definition? Add it!
Ειναι Σαν Τον Πουτσο Μου Τον Ξενυχτη : Είναι πολύ άσχημη/ος
Παράδειγμα εδώ
- Την βλέπεις αυτή στο μπαρ που κάθεται πλάτη; -Πέρασα πριν να πάω τουαλέτα κι έχει κάτι μούτρα, σαν τον πούτσο μου τον ξενύχτη.
Got a better definition? Add it!
Ένα κράμα δυσάρεστου, άσχημου, αμήχανου, ανεπιθύμητου και περίεργου συναισθήματος, προσώπου ή κατάστασης. Παρόμοιο με το κρίντζ.(cringe)
Έφτιαξα ένα κέικ για πρώτη φορά. Βγήκε πολύ πνίκει.
Ήπιε πολύ χθές βράδυ και ηταν εντελώς πνίκει.
Got a better definition? Add it!
Published
Από το παρτάλι (< τουρκικό partal), που σημαίνει το φθαρμένο κουρελιασμένο ύφασμα και το -γκόμενα, σημαίνει τη γυναίκα που είναι εντελώς τελείως τελευταία, δεν βλέπεται, είναι χαμηλότατης κοινωνικής και πχοιοτικής υποστάθμης, που είναι μπάζο, σαβούρα, σκουπίδω, αλλά κυρίως που βγάζει μια κοινωνικο-πολιτισμική υπανάπτυξη. Που τέσπα για να πας μαζί της πρέπει να πιεις τόσο που τελικά δεν μπορείς να πας μαζί της ή με οποιαδήποτε άλλη φορ δατ μάτερ (το double-bind της παρταλογκόμενας).
Got a better definition? Add it!