Selected tags

Further tags

Η ξεπεσμένη πουτάνα, πρώην καλή και τώρα γρια-μάπα... Όταν κάποια ξεπεσμένη παριστάνει την όμορφη. Έκφραση λιμανιού Πειραιά του 50' και πιο πριν.

Ίσα μωρή βακέτα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επειδή τα μάτια του ροφού είναι χαρακτηριστικά μεγάλα, συνηθίζεται κατά δημώδη έκφραση ως ροφοί να χαρακτηρίζονται ομοίως άτομα με σακουλιασμένα, μεγάλα μάτια και γουρλωτά. Άτομα με αίσθηση μοσχαρίσιας απλανησιάς βλέμματος.

Παράδειγμα: Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, «το μετέωρο βλέμμα του ροφού».

Clopy paste Wikipedia, Mes, Hank, GATZMAN.

- Πώς να δεις το φως, όταν κυβερνά ροφός... (για την περίοδο 90-93, ο λόγος)

(από Dirty Talking, 10/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδίωμα της λέξης πατσούρα, δηλαδή η άσχημη γυναίκα κατά βάση πάνω από κάποια ηλικία (50+) η οποία ναι μεν βάφεται, πουδράρεται κτλ. αλλά το πρόσωπο ή σώμα της φαίνεται να κάνει ζάρες, το λεγόμενο πατσούριασμα...

Συνήθως γίνεται ευδιάκριτο τα καλοκαίρια που η πατσούρω βγαίνει στην έισοδο του σπιτιού της για να σκουπίσει και με την παλλινδρομική αυτή κίνηση του σκουπίσματος αναδεικνύονται τα ψεγάδια, τα πατσουριάσματα.

Φήμες αναφέρουν ότι αυτή η λέξη πολυχρησιμοποιήθηκε από οικοδόμους στο Κερατσίνι. Πραγματικά ένα ακόμα ιδίωμα απείρου κάλλους!

- Πώς την βλέπεις την κυρά Σούλα μάστορα;
- Έλα μωρέ πώς να την βλέπω , την πατσούρω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά:

α) ο καλικάντζαρος
β) ο αναρριχητής (εδώ)

Μεταφορικά: ο δίχως στυλ, ο κακομούτσουνος, ο περίεργος στην όψη, ο ατημέλητος άνθρωπος.

Χρησιμοποιείται επίσης και για γραφή που δεν είναι ευανάγνωστη (τα γράμματα λέγονται και καρκαντζούλια), αλλά και για πράξεις που δεν αρμόζουν στις περιστάσεις (καρκαντζαλιές).

  1. Κοίτα τον πως ντύθηκε ο γιαλαμάς, σαν καρκάντζαλος είναι πάλι...

  2. Τι γράμματα είναι αυτά παιδάκι μου; Σα καρκαντζούλια είναι, θα μου βγουν τα μάτια...

  3. Άρχισες πάλι τις καρκαντζαλιές; Για συμμαζέψου, το μαγαζί είναι κυριλέ...

  4. Καρκαντζουλέησιονς, πάλι μετεξεταστέος έμεινες ρε κούτσουρο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξευρωπαϊσμένος χαρακτηρισμός για γκόμενα πατσαβούρα.

-Χωρίς μεγάλα βυζιά η γκόμενα είναι πατσαβουρέισον.

Δες και -έισον, -έισιον.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γκόμενα που έχει κορμάρα που φουσκώνει παντελόνια αλλά μούρη που εκτροχιάζει τρένα από την ασχήμια της .... και ωσεκτουτού η χρησιμότητά της είναι αυτή της γαρίδας: τρως το σώμα και φτύνεις το κεφάλι ...

- Κολλητέ τσέκαρε κώλο το μωρό...!!
- Το είδα αλλά η τύπισσα είναι γαριδογκόμενα, άμα γυρίσει πρόσωπο θα πάθεις εγκεφαλικό!....

βλ. επίσης γαρίδα, γκόμενα-γαρίδα, γυναίκα-γαρίδα και πεσκανδρίτσα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γέρος και η γριά που μοιάζουν με τα πατημένα σταφύλια, από τα οποία βγαίνει ο μούστος.

Σήμερα μεγάλος αριθμός τέτοιων γερόντων αποφεύγουν να καταντήσουν μουστόγεροι κάνοντας χρήση μπότοξ.

Είδες ο μουστόγερος μάπα που έφτιαξε; Το τσίτωσε το μάγουλο και καμαρώνει σαν γύφτικο σκεπάρνι!

Έχουν όμως και τις αβάντες τους... (από Galadriel, 16/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η γυναίκα με άσχημο πρόσωπο και ωραίο σώμα.

Τσέκαρε μια γυναίκα-γαρίδα... Τέλεια οπίσθια αλλά απο φάτσα δεν λέει...

Δές και γκόμενα-γαρίδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτός από τo χαρακτηρισμό των γυναικείων βυζιών, το λέμε για έναν άνδρα όταν το στήθος του μεγαλώνει, συνήθως λόγω πάχους ή αγυμνασιάς, ή όταν σταματήσει τη γυμναστική μετά από μακροχρόνια λήψη κρεατίνης, αναβολικών κλπ και «κρεμάσει» στο στήθος.

- Ρε συ ο Νάσος μας το 'παιζε τρανός μποντιμπιλντεράς, αλλά τώρα που σταμάτησε τη γυμναστική έβγαλε βυζάκια! Προφανώς έπαιρνε αναβολικά.

(από Vrastaman, 06/12/08)Πας μια βόλτα κι από τα Βυζάκια, να πιεις έναν καφέ βρε αδερφέ... (από Galadriel, 23/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναίκα που δεν έχει τίποτα ωραίο πάνω της! (πάτος σε όλα)

- Ρε Σάκη, πώς σου φάνηκε η καινούρια;
- Άσε ρε φίλε, πολύ πατόλα!

Bλ. και σχετικά λήμματα μπάζο, το, μπαζόλα, μπαζόλι, το, μπαζολιό, το και μπαζόμπαζο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified