Further tags

Είναι αδερφή.

Είμαι σίγουρη οτι το γυαλίζει το πόμολο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Να πούμε ότι στην κλασική αργκό λουκία είναι (για να το θέσω παππουδίστικα) η γυναίκα ελαφρών ηθών ή ελευθερίων ηθών, που όχι μόνο είχε προγαμιαίες σχέσεις, αλλά και ησκείτο στο λιμπεγτινάααζζ, τύλιγε κανάν κανακάρη, ή και αποπλανούσε κανάν κύρη που την σπίτωνε. Μπορεί να ήταν ακόμη και καμπαρετζού, τροτέζα, τσαγού, ή και κομμώτρια έως και καλντεριμιτζού.

Νομίζω, λοιπόν, ότι δευτερευόντως εσήμανε τη λούγκρα, κυρίως στην πάγια φράση μωρή λουκία και πού 'σαι μωρή λουκία; Συνώνυμα: πού 'σαι μωρή μαριάννα και το χότζειο πού 'σαι μωρή πρέσβειρα καλής θελήσεως;.

Πάσα: Αἷας, Jeanoir.

  1. Ναι κυρα-περμαθούλα μου, όχι μόνο που τύλιξε τον Νώντα μας, αλλά και μάγεψε τον κυρ-Σεραφείμ, που της νοίκιασε μέχρι και ειδικό σπίτι της λουκίας!

  2. Πάμε μωρή Lucy επί το αγγλικότερον, γκρουπάκι στο φατσοβιβλίο.

  3. άντε απο εδώ μωρή τσουρομαρία ... μας πουλάς μούρη και άποψη περι αναρχίας και προβληματισμού .... πότε ήξερες μωρη λουκία περί αναρχίας μωρη ξεβρακωτη που το μοναδικο μπουκαλι που πέταξες ήταν κοκα κόλας και ήταν και πλαστικο ρε ανεγκέφαλε .... και πίτα στο αναψυκτικο
    (εδώ)

Δεξιά ο Pierre Bergé, πρέσβης καλής θελήσεως στην UNESCO. (από Khan, 03/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με -υ- σημαίνει: ο παλιόπουστας που έχει αποτύχει στο να τον χύσουν οι γαμιάδες του στη μάπα.

«...Εκτός από καραφλόπουστας σαπιοκοιλιάς, είσαι και αποτυχυμένος...»

(από την Μαύρη Φατρία)

αποτυχυμένη (από Marco De Sade, 30/09/10)Αθάνατες λαϊκές επιτυχίες! (από Khan, 01/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καλοβυρνιά. Η λούγκρα εμιγκρές, που φεύγει από χώρα με καθεστωτική ομοφοβία (σ.ς.: λ.χ. από την Ελλάδα για να φέρω ένα τυχαίο παράδειγμα), και σεξομεταναστεύει σε μεγαλούπολη της Δύσης, που διακρίνεται για την ομοφυλοφιλόφιλη αύρα της. Τόποι υποδοχής- παράδεισοι εμιλουγκρέδων είναι η Μπαρτσελόνα, το Σαν Φρανσίσκο (Castro), το Marais στο Παρίσι, ΟΛΗ η Αγγλία, διάφορες συνοικίες της Νέας Υόρκης και του Βερολίνου (ασφαλώς και άλλα μέρη που μου διαφεύγουν). Από εκεί τείνει ευήκοον ους προς τις καταπιέσεις ομο-ομοφυλοφίλων του και άλλα κρούσματα σεξουαλικής μισαλλοδοξίας στην χώρα προέλευσης και γρηγορεί για να τα καυτηριάσει, πάντα όμως εκ του ασφαλούς από τον λουγκροπαράδεισο, όπου λιάζεται τε και ξεκωλιάζεται. Η αναλογία είναι προφ προς τους πολιτικούς εμιγκρέδες από αυταρχικά καθεστώτα, όπως οι Ρώσοι εμιγκρέδες στο Παρίσι, ή οι Ιρανοί εμιγκρέδες τώρα στην Αμερική ένα πράμα.

- Πώς πήγε ρε Περιεργόπουλε το ταξίδι σου στο Σαν Φρανσίσκο;
- Καλά ήτανε, αλλά συνάντησα τον παιδικό μας φίλο, ξέρεις τον Τέλη τον Λομπαρδιάρη και πολύ με προβλημάτισε... Μού 'λεγε πώς αντέχω και κάθομαι στην Ελλάδα, όπου παραβιάζονται τα ανθρώπινα δικαιώματα και γενικά υπάρχει μια ασφυκτική ατμόσφαιρα στον αέρα...
- Νταξ μωρέ, τον εμιλουγκρέ κάθεσαι και ακούς;...

Jean Marais. Έχει και το όνομα και την χάρη. (από Khan, 30/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του πούστης.

Η λέξη δεν αποτελεί γλοιώδη καθωσπρεπισμό όπως το φούστης ή το μαμάω (τους οποίους και καταδικάζει πάραυτα ο γράφων), αλλά πρόκειται για υπερπαλιά και σλανγκικώς δόκιμη ορολογία.

Η ηχητική της ομοιότητα με το πούστης συνδυάζεται άριστα με την κυριολεκτική της σημασία (αυτός που λούζει, δηλ. ο κομμωτής, ή ακόμα χειρότερα, το τσουτσέκι του κομμωτή) και λόγω της υπερβολικά μεγάλης συγκέντρωσης ντιντήδων στους κόλπους τής κατά τα άλλα ευγενούς κάστας των κομμωτών, την καθιστά μια ιδιαίτερα εύστοχη επιλογή.

Καφενείο στα Πατήσα που συχνάζαμε προ εικοσαετίας. Μπαίνει ο Πλάτωνας, λαχειοπώλης και τρελός του καφενείου. Όλος ο καφενές αρχίζει να μουρμουρίζει πνιχτά:
- Λούστης! Λούστης! Λούστης!
Ο Πλάτωνας τα παίρνει κρανίο και ορμάει σε όποιον βρει μπροστά του. Όλο το καφενείο αρχίζει τότε να φωνάζει:
- Αριδάς! Αριδάς!
Ο Πλάτωνας σταματάει ακαριαία σαν να είχε κουμπάκι και ταυτόχρονα σκάει τρελό χαμόγελο μέχρι τ' αυτιά.
Η φάση επαναλαμβάνεται καθημερινά για χρόνια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σεξιστικός χαρακτηρισμός για γυναίκα που «όσο την πατάς τόσο στρώνει».

- Έχει πέσει σε γυναίκα-χαλί ο καληνυχτάκιας, κι ο μαλάκας το πάει με λουλούδια και ποιήματα...

Μαύρη Χάλι σε κόκκινο χαλί θα γίνω να με πατήσει (από Vrastaman, 21/09/10)

Βλέπε και γραμματόσημο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποκατηγορία ανθρώπων με μειωμένο αίσθημα ελευθερίας, που όταν περνάει κάνας σφίχτης αναστενάζουν, αλλά δηλώνουν ότι τα 'χουν με καμιά ψόφια για ξεκάρφωμα, δηλώνουν σίγουροι για τη σεξουαλικότητά τους και που φυσικά καταλήγουν να βρίζονται απ' όλους: απ' τους μεν straight, λόγω προτίμησης στα πισωγλεντζέδικα, απ' τους δε gay, που τους προκαλούν: «εκδηλώσου καλέ!»

Λειτουργούν παρασιτικά στους straight κύκλους και θυμίζουν τον τίτλο γνωστής cult ταινίας: «Ροκάκιας την ημέρα, το βράδυ καμαριέρα».

- Γιάννη, Τι θα κάνουμε το βράδυ;
- Ξέρω γω; Πάμε κάνα Escape;
- Ίσα μωρή Σπεράντζα Βρανά! Το γύρισες ρε;
- Τι ναι αυτά που λες; Πάω σε gay bar, γιατί έχει ωραία μουσική!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ενίοτε και νεράιδος.

Ένα από τα άπειρα συνώνυμα του πούστη.

- Καλέ πολύ ψαρωτικός ο διευθυντής! Τρόμαξα!
- Μη μασάς χρυσή μου! Νεράιδα είναι κι αυτός! Τον έχω πετύχει στο «Ε... Και;» να ξεσαλώνει με δύο τσιμπουκομικρούληδες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η βυζαρού (συνήθως όχι με την καλή έννοια).

Παρμένο από την κλασσική γαλακτοβιομηχανία.

Πωω!! Την είδες αυτήν που πέρασε; Απορώ πού βρίσκει βυζοθήκη η έβγα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μάτι, το μπανιστήρι.

Έκανα ένα φαγκρί!

Φαγκρί (από poniroskylo, 17/09/10)Ο Λογοθετίδης στο ρόλο του Φαγκρή (στο 00:04 ακούγεται το επώνυμο). Εχει ένα μάτι... μα τί μάτι, σκέτο φαγκρί (από GATZMAN, 17/09/10)Ινσέψιο. (από Khan, 10/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified