Further tags

Το αιδοίο.

Ο Μήτσος είπε στον άλλον «της μάνας σου το πρικιδώνι». Φαγώθηκε ο άλλος να μάθει τι σημαίνει πρικιδώνι. Σιγά μην το έμαθε!

από εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ματζαφλάρ = Γενικός χαρακτηρισμός αντικειμένου. Επίσης υπονοεί και το όργανο του άντρα.

Παράδειγμα: Ωρ' τιν τούτο το ματζαφλάρ α ;
Ούϊ μαναμ' εχ' ένα ματζαφλάρ, ναααα!

Got a better definition? Add it!

Published

Παράδειγμα: Ζμπούτσαμ = Στην πούτσα μου. Αδιαφορώ. Κιτι μι νιαζ΄ ιμένα πουτονει α; Ζμπούτσαμ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γκέι άνδρας, συνώνυμο του τρύπιος.

- Πως είναι η κατάσταση στο γραφείο; - Άστα μαν, 3/5 είναι τρυπάτοι.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο τύπος/η τύπισσα που καβατζώνει αναπτήρες.

Συνήθως, η λέξη χρησιμοποιείται σε θηλυκό γένος, δηλ. καβατζόπουστα.

Η διαδικασία καβατζώματος αναπτήρα είναι στάνταρ και είναι η εξής: αράζετε μαζί και κάνετε τσιγάρο, αυτός/ή ψάχνεται και δεν βρίσκει πάνω του φωτιά, ζητάει αναπτήρα, του/της δίνεις, ανάβει το τσιγάρο και, με γρήγορες κινήσεις, βάζει το χέρι του/της στην τσέπη. Αυτό ήταν, αποχαιρέτα τον αναπτήρα σου για πάντα.

Σε περίπτωση που ζητήσεις τον αναπτήρα σου πίσω, ο καβατζόπουσταςκαβατζόπουστα θα κάνει ότι δεν ξέρει τίποτα. Μάλιστα, ίσως σε προκαλέσει να τον/την ψάξεις κιόλας, αφού πρώτα επικαλεστεί τα θεία και ορκιστεί στη μάνα του/της.

- Ρε μαλάκα, που είναι ο αναπτήρας μου; Στον χέρι μου τον είχα πριν ένα λεπτό.
- Κι εγώ που θες να ξέρω, μωρέ μαλάκα;
- Ρε, τον καβατζώσες;
- Όχι ρε βλάκα, πας καλά; Στο ορκίζομαι. Ψάξ' τις τσέπες μου.
- Εσύ τον πήρες μωρή καβατζόπουστα; Δώσ' τον μου πίσω, δεν έχω άλλον.

Got a better definition? Add it!

Published

Οι τρίχες πάνω από τα γεννητικά όργανα της γυναίκας, το τρίχωμα του αιδοίου.

Ο αέρας σήκωσε την φούστα της και επειδή δεν φόραγε βρακί φάνηκε για λίγο ο μπούφος της.

Got a better definition? Add it!

Published

Όταν η γυναίκα που έχει καιρό να γευτεί παγωτό, κάνει απεγνωσμένα ότι και αν της ζητήσουν τα αρσενικά που έχει μπροστά της μπας και πέσει κάποιο στην παγίδα και της ρίξει ένα ευχαριστήριο.

<<Μάλιστα κύριε Παπαδόπουλε, βεβαίως και θα ρίξουμε τις τιμές για σας και μόνο.>>
<<Άκου ρε την γελοία, πάλι πιπεύει ότι βρει μπροστά της.>>

Got a better definition? Add it!

Published

(κλάτσαρα, στον πληθυντικό,)

Τα γυναικεία αυτά παπούτσια (λ.χ. τσόκαρα, πέδιλα, σαγιονάρες)
που κάνουν τον εκνευριστικό ήχο "κλάτς, κλατς, κλατς" σε κάθε βήμα αυτής που τα φοράει.

(Κλατς, κλατς, κλατς)
- Πού πας μωρή με τα κλάτσαρα ;!!

Got a better definition? Add it!

Published

Η γυναίκα που έχει χάσει την παρθενιά της - που δεν είναι πλέον παρθένα. Χρησιμοποιείται συνήθως από συντηρητικούς πατεράδες για να εκφράσουν την μειονεκτική (κατά την άποψη τους) θέση στην οποία βρίσκεται μια γυναίκα η οποία "έχει επιδοθεί σε άσεμνες πράξεις προτού παντρευτεί", "έχει χάσει την αγνότητά της", "δεν είναι πλέον παρθένα".

-Εγώ πάντως θα προτιμούσα η γυναίκα που θα παντρευτώ να είναι παρθένα...
-Βεβαίως! Τι; Τρυπημένη θα την πάρεις;

-Μπαμπά με της φίλες μου είχα βγει... Ο Τέλης μας βρήκε τυχαία.
-Δεν με ενδιαφέρει τι λες. Τρυπημένη πώς θα σε παντρέψω;

Got a better definition? Add it!

Published

Τρόπος ὁδήγησης ἀπὸ γυναῖκες κάποιας ἡλικίας ποὺ τραβοῦν τὸ κάθισμα ὅσο πιὸ μπροστὰ πάει, μέ ὰποτέλεσμα νὰ κολλᾶνε πάνω στὸ τιμόνι καὶ νὰ "ὁδηγοῦν μὲ τὰ βυζιὰ".

"Ζεστὸ-ζεστὸ"! Μόλις τ'ἄκουσα στὸ ραδιόφωνο.

Σπάσανε τὰ νεῦρα μου σήμερα στὸ δρὸμο. Εἶχα μπροστὰ μου μιὰ θείτσα, βυζοτὶμονο, μὲ εἴκοσι καὶ τέρμα ἀριστερὰ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified