Selected tags

Further tags

Από παλιά διαφήμιση των '80ς, που διαφήμιζε σαμπουάν με μπύρα στα συστατικά του. Και προειδοποιούσε χιουμοριστικά τον θεατή ότι είναι σαμπουάν από μπύρα για να λουστεί, κι όχι μπύρα για να την πιει. Πλέον χρησιμοποιείται στα πλαίσια διασπερμάτευσης, όπου προειδοποιείται ο παθητικός τι να κάνει με τα φλόκια. Μεταφορικά, για κάθε αναποδιά, δυσκολία. Δεν ξέρεις τι είναι χειρότερο, το λούσιμο είναι μεγαλύτερο μπλέξιμο, αλλά το πιοτό πάει σε μεγαλύτερο βάθος.

Ευχαριστώ τον Ειρωνικόλα, που μου το θύμισε...

- Θα πέσει έξω η εταιρεία τώρα με την κρίση;
- Θα είναι «μην την πιείτε, λουστείτε» φάση. Δεν θα πάει πολύ βαθιά.

(από jesus, 15/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άγιος των απανταχού της γης emo.

Παραδείγματα περιττεύουν.

Άη Λάινερ (από poniroskylo, 20/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κακής κάκιστης ποιότητας άρωμα, ιμιτασιόν εννοείται, αγορασμένο απο Νιγηριανό στο Μοναστηράκι, το οποίο βάζει η χαζοβιόλα σε τεράστιες ποσότητες, με αποτέλεσμα να προκαλεί έντονο ερεθισμό των ματιών, δύσπνοια, και πονοκέφαλο σε όποιον την πλησιάσει.

- Πόσο άρωμα έβαλες ρε Μαρία; Μας φλόμωσες με αυτήν την αηδία!
- Αν θες να ξέρεις φοράω το Allure και κάνει 80 ευρώ τα 50ml.
- Τι Allure και κατούρ μου λες μωρή; Αυτό είναι σκέτο δακρυγόνο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σαμπουάν, κατά Παπουτσάνη. Ουδέν σχόλιον.

από παλιά διαφήμιση, δεκαετίας 70:
«Ο Παπουτσάνης έχει βγάλει
για όλη σας τη φαμελιά
ένα τεράστιο μπουκάλι
λούσιμο για τα μαλλιά»
...
(για τις ανάγκες της μελωδίας τονίζεται λουσιμό...)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ένας εκκεντρικός συνήθως καλλιτέχνης ροκάς / μεταλλάς / γκοθάς κτλ. με θηλυπρεπή εμφάνιση, έντονο έως προκλητικά έντονο μακιγιάζ, προσεγμένη κόμη που πραγματικά μπορεί και να μην είναι ομοφυλόφιλος. Παραδείγματα τέτοια ο Marilyn Manson, ο Βrian Molko κ.α.

  2. Ο πούστης με έντονη θηλυπρέπεια και μακιγιάζ στο πρόσωπο, αλλά ταυτόχρονα και αντιφατικά μεν με περίσσια μαγκιά συνήθως σε μια απέλπιδα προσπάθεια του να πείσει τους επικριτές του ότι τουλάχιστον είναι μάγκας, ντόμπρος και βαρύς στα λόγια και στις πράξεις κι ας είναι πούστης. Βρίσκεται σε διαρκή άρνηση και μη αποδοχή της ομοφυλοφιλίας του και καταλήγει να γίνεται διπλή ρόμπα και ξεφτίλα μιας και δεν καταφέρνει να πείσει ούτε τον ίδιο του τον εαυτό ότι η καινοτομία που πάει να εισάγει (αυτή του μάγκα πούστη) θα του αποφέρει καρπούς / μερικούς πόντους για να ανέβει κατηγορία πάνω από τον κλασσικό πούστη. Στον Ελλαδικό χώρο καταξιωμένος πουδρόμαγκας είναι ο Ανδρέας Ευαγγελόπουλος a.k.a «Εθνικός Σταρ», trash είδωλο των 90's, που εισήγαγε την, τολμηρή ομολογουμένως, «μεγάλη Ιδέα» για την εποχή του μάγκα πούστη με πεταλουδέ μάτι(όπως τον έκραζε τότε ο ανταγωνιστής του και επίσης πουδρόμαγκας Μίστερ Μπούτιας σε μια διαμάχη που είχαν στην trash εκπομπή του Ερωτοδικείου).

Ο Εθνικός Σταρ σε πολλές εμφανίσεις του κρατούσε ένα κομπολόϊ από τα 90's μέχρι πρόσφατα. Σε μια του δήλωση είπε χαρακτηριστικά:

-«Εγώ χορεύω κορίτσι μου ζεϊμπέκικα, αυτό με εκφράζει εμένα. Είμαι βαρύς εγώ αγάπη μου κι ας φοράω πούδρα!»

Ο Λ.Λαζόπουλος σε εκπομπή του γκρέμισε το προφίλ/καινοτομία του πουδρόμαγκα πούστη ξεφτιλίζοντας δημοσίως τον εμπνευστή της μεγάλης αυτής Ιδέας και τότε μπήκε στο χρονοντούλαπο ο πρώτος και τελευταίος μεγάλος πουδρόμαγκας της εποχής μας...

-Είμαι βαρύς κι ας φοράω πούδρα. Ο πουδρόμαγκας...

(από Mpiliardakias, 06/04/14)(από Mpiliardakias, 06/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καλομαθημένος. Αυτός που τον έχουν στα «όπα-όπα» και «την περνάει πούδρα» (= ζει μια ζωή με ανέσεις).

Συνήθως χρησιμοποιείται ως περιπαικτικός χαρακτηρισμός για οποιονδήποτε απέχει από κάθε μορφή σκληραγώγησης.

- Απο το μισό μέτρο έπεσε ο μαλάκας και κατέληξε με 3 κατάγματα!!
- Πούδραααααας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φαρμακευτικό σκεύασμα που χρησιμοποιείται για να ξορκίσει τον ανδρικό εφιάλτη της φαλάκρας. Τα αποτελέσματα είναι φτωχά, οπότε μετά ο παθών φιλοσοφεί τη ζωή και με νέα γνώση διακυρήσσει ότι η καράφλα προκύπτει από την έντονη σεξουαλική του ζωή, άρα είναι υπερήφανος γι' αυτή. Με την άνοδο του YouPorn, RedTube κτλ προβλέπεται λοιπόν και αύξηση της ζήτησης καραφλάιζερ...

- Μισό λεπτό να βάλω καραφλάιζερ και φύγαμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ένα κλικ λιγότερο μεταφορικά από τον άλλο ορισμό για τα γλειφτρόνια, είναι το κυριολεκτικό σπατουλάρισμα, δηλαδή το επιφανειακό γλείψιμο σε αιδοίο, πρωκτό ή άλλη ερωτογενή ζώνη με κινήσεις που με λίγη φαντασία θυμίζουν σπατουλάρισμα τοίχου ή άλλης επιφάνειας.
  1. Ξαναμμένο πουτανάκι γαμιέται στο μπάνιο, μετά από καλό σπατουλάρισμα! (Από σάη για ενήλικες).
  2. Τα θετικά της είναι οτι κάθεται χωρίς να βιάζεται, δέχεται σπατουλάρισμα πολύ καλό στο νινάκι της, αν είστε πεντακάθαροι και την έχετε καβλώσει καλά με το σπατουλάρισμα ίσως δεχτεί και δαχτυλάκι. (Από μπουρδελοσάη).
  3. Ρομαντικα γλωσσοφιλα κατευθειαν, και σιγα σιγα αρχισα να κατεβαινω μεχρι που εφτασα στο μουνακι της αλλα για καποιο ανεξηγητο λογο δεν ειχα αναγκη να το γλυψω [sick]. Δεν ξερω γιατι.. Αντιθετως την εβαλα να ξαπλωσει μπουμητα και επαιζα με την κωλαρα της και φυσικα αρχισα να τη γλυφω [sick].. Εκανα και ενα συντομο σπατουλαρισμα στο κωλοτρυπιδι της. (Ακόμη ένας Πυγμαλίων γλύπτης).

2.Επίσης το να χρησιμοποιείται μέικ απ και άλλα καλλυντικά μέσα ώστε να μη φαίνονται οι ρυτίδες και άλλες ατέλειες ενός προσώπου.

H Kαινούργιου είναι αντικειμενικά άσχημη γυναίκα. Εδώ με τόσο σπατουλάρισμα και δεν την συνεφέρνουν...(Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified