Βρισιά με την οποία εννοούμε ότι το γαμήσι που ρίχνουμε σε κάποιον είναι τόσο παρατεταμένο, ώστε είναι σαν να του/της βάζουμε τον πούτσο μας και να τον αφήνουμε να μουλιάζει.

Και όπως έπεφτε η νυχτιά σε χάιδευε τ' αγιάζι,
τον πούτσο μου στο κώλο σου, έβαζα να μουλιάζει.

(Στίχος των Μετάληρα απ' το «Τον κώλο σου γάμαγα»).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γνωμικό που μπορεί να συσχετιστεί με το αντίστοιχο γνωμικό καλή κι η μαλακία, αλλά με το γαμήσι γνωρίζεις κόσμο, καθώς εξαίρει τα πλεονεκτήματα της συνουσίας, εν προκειμένω της αλλαξοκωλιάς, για την κοινωνικοποίηση και την επαγγελματική άνοδο. Κυρίως λέγεται για να χαρακτηρίσει διάφορα φαινόμενα, όπως κλειστές συντεχνίες όπου για να γίνεις ηγούμενος πρέπει να σε γαμήσει ο προηγούμενος, σινάφια όπου έχει μεγάλη σημασία να γνωρίζεις κόσμο και να σε γνωρίζει κόσμος (ενίοτε και με τη βιβλική έννοια) για να καθιερωθείς στο κουρμπέτι. Το σημαντικό σε αυτές τις κοινότητες είναι η αλλαξοκωλιά. Ο ερώμενος του προηγουμένου θα γίνει ηγούμενος, ο μούτσος που γαμούσαμε θα γίνει εβέντσουαλι καπετάνιος. Αλλά και αντιστρόφως δεν μπορείς να βγεις αλώβητος: άμα είδες πλάτη, θα δεις και μαξιλάρι, περσινός κολομπαράς, φετινός πούστης.

Οπότε το γνωμικό μάλλον παροτρύνει να αφεθείς απλά σε αυτή την διαδικασία (αν θεωρήσουμε ότι το γνώρισες είναι αόριστος αντί προστακτικής), ή ούτε καν παροτρύνει, απλώς περιγράφει ότι ήδη το έκανες. Ή μπορεί, αν λεχθεί απ' έξω, και να διαπιστώνει κριτικά μια κατάσταση που είναι τάτσι μήτσι κότσι, όλοι τα έχουνε κάνει πλακάκια με όλους και δεν μπορείς να επικεντρώσεις την κριτική σου σε ένα μεμονωμένο κακό. (Ασφαλώς η έκφραση χρησιμοποιείται και μεταφορικά, όχι μόνο με τη στενή σεξουαλική σημασία). Σε παρόμοια περιβάλλοντα, δεν μπορεί να επισυμβή πραγματική καινοτομία, ακόμη κι αν αλλάξει ο κολιές, θα γίνει βραχιόλι.

Άλλαξ' ο κολιές

Υπάρχουν δύο εκδοχές, παρεμπιφτού, το δώσε κώλο- πάρε κώλο και το πάρε κώλο- δώσε κώλο. Ως λάτρης της ιεραρχίας προτίμησα αυτήν που περιγράφει με χρονική σειρά την ανέλιξη, αν και η άλλη ακούγεται λίγο καλύτερα στο μέτρο.

  1. Μην το δει αυτό ο αγωγιάτης, δημοσιογράφος αναπαραγωγέας ειδήσεων ή o απλός καταναλωτής, καρφώνεται το βλέμμα του λες βλέπει τον κώλο της Μπιγιονσέ. Από το «δώσε κώλο πάρε κώλο, γνώρισες τον κόσμο όλο» πήγαμε στο «δώσε πόνο, πάρε πόνο, κι από ηδονή θα λιώνω». Η ανωμαλία διπλή. Από τη μία πλευρά των ίδιων των επωνύμων που όταν βλέπουν ότι δεν παίζουν στην επικαιρότητα, είναι ικανοί να σου εξομολογηθούν ακόμα και το πόσο οδυνηρή εμπειρία ήταν όταν καυτηρίασαν το κονδύλωμά τους. (Εδώ).
  2. KΕΛΟΜΑΙ ΣΕ TΡΑΠΕΖΟΓΚΟΝΤΖΙΛΑ. Στην "Κυπρογενηα" (Κυπρογεννημενη, δηλαδη την Αφροδιτη, την πασα Αφροδιτη). "Παρε κωλο, δωσε κωλο, γνωρισες τον κοσμο ολο" (Παροιμια). Μια ολοκληρη Κυριακη και μαλιστα σε ανωτατο τραπεζοκυβερνητικο συμβουλιο υπο την αρχιεπιστασια των τροϊκανων του τραπεζοφασισμου, χρειαστηκε να δοθει τελος στον Λεσβιακο ερωτα, κοινως τραπεζιτικη παρτουζα, αναμεσα στην Εθνικη Τραπεζα και τη Eurobank, αφηνοντας και τις δυο με το πυρακτωμενο αιδοιο στα χερια. Ποτε την Κυριακη. Ο Βρετανος συγγραφεας και ιερωμενος Sydney Smith, πριν δυο περιπου αιωνες, ειχε πει πως "κατα τους Γαλλους, υπαρχουν τρια φυλα, οι αντρες, οι γυναικες και οι κληρικοι". Βεβαια τοτε δεν ειχε εκδηλωθει ακομα το αφιλο φυλο αφυλλο (χωρις φυλλο συκης) των τραπεζων. Οσο για τη σεξιστικη συμπεριφορα των Γερμανων με το χρημα, τη χρηματοπιστωτικολαγνεια, εχουμε την αποψη του Adorno, πως "ο μονος κανονας της σεξουαλικης ηθικης ειναι οτι ο κατηγορος εχει παντα αδικο" και κατα συνεπεια η χρηματοπιστωτικη Γερμανικη ηθικη παντα δικαιο. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες κωλομπαρέματος:

Πέον να σημειωθεί ότι ο πρώτος ορισμός είναι και ιστορικά ο πιο διαδεδομένος. Ο δεύτερος ορισμός που είναι ιδιαίτερα δημοφιλής με την Ντόρα Μπακογιάννη (βλ. εδώ) πιθανώς να προέκυψε από σύγχυση των ιδιοτήτων του κολομπαρά και του κωλοτούμπα.

Α' Μεγάλη Κατηγορία

1.
Είναι μεγάλη μαλακία που είμαστε συντηρητικός λαός και δεν μπορείς να θίξεις ιερά και όσια, αλλιώς θα ήταν ωραίο να διασώζονταν ιστορίες με γαμίσια αντιστασιακά, εγώ πάλι φαντάζομαι στις εξορίες μετά τι κωλομπάρεμα θα έπεφτε, σύντροφε, κάνε την αυτοκριτική σου, σκύψε όταν σου μιλά ο γραμματέας, κι έτσι.
Αλλά αυτά δεν μπορείς να τα λες στην Ελλάδα.

2.
Όταν τη κάνω να σκύβει πάνω στη ράχη της καρέκλας της, με κατεβασμένη τη κιλότα, βογκώντας και δαγκώνοντας τα δάχτυλα, δε προσπαθεί να ξεφύγει για να γλιτώσει το κωλομπάρεμα που τόσο φοβάται και τόσο αδιάντροπα λαχταράει.

B' Μεγάλη Κατηγορία

3.
Κάποιοι συριζαίοι που έχουν αρχίσει να ενοχλούνται από την παρουσία τόσων πασόκων παραπονιούνται στους ανώτερους. Βέβαια, οι πασόκοι που είναι μανούλες στο παπατζιλίκι και στο κωλομπάρεμα τους παίρνουν αγκαλιά με τον γνωστό πασοκικό τρόπο και τους μιλάνε φιλικά, σε ρόλο καλού μπάτσου, και τους εξηγούν ότι τώρα είναι μαζί τους και πρέπει να τους εμπιστευτούν γιατί όλοι μαζί θα διώξουν την δεξιά και το μνημόνιο. Το περίεργο είναι ότι τους πείθουν.

4.
Ούτως ή άλλως, η ρητορική της 17Ν υπήρξε ελαφρώς κωλομπάρεμα: κι αριστερά κι αντιτουρκικά! Και εθνικιστικά και διεθνιστικά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιθετικός προσδιορισμός μουσικής, ρούχων, χώρου και γενικότερα κάθε αντικειμένου που έχει φάνκυ, κίνκυ ή αισθησιακά χαρακτηριστικά, τέτοια ώστε θα μπορούσε να ταιριάζει με την ατμόσφαιρα ενός κωλόμπαρου. Εναλλακτικά όμως μπορεί να προσδιορίζει όλα τα παραπάνω ως χαρακτηριστικά ενός κωλομπαρά, ενός δηλαδή πληθωρικού ομοφυλόφιλου.

-Τσέκαρες καινούργιο κομμάτι Σνουπ Ντογκ;
-Ναι ρε, τέρμα κωλομπαρίστικο μπιτάκι.

-Να σου πω, να βάλω τις κωλομπαρίστικες τιράντες με τις μπανάνες;
-Σοβαρέψου ρε Στέφανε σε κηδεία πάμε!
-Ναι αλλά θα 'ναι κι ο Νικολάκης εκεί πέρα...

Got a better definition? Add it!

Published

Και κωλοφεράτζα. Τροπικό επίρρημα που συντάσσεται με ρήματα κίνησης (πάω, φέρνω κλπ.) και υποδηλώνει τη συντριπτική υπεροχή δια της βίας έναντι του άλλου.

- Τι έγινε ρε μπήχτη; Πλακώθηκες με το Μίμη στο Σύνταγμα;
- Ναι τον πούστη! Αλλά τον πήγα κωλοφεράντζα μέχρι το Μοναστηράκι για να στανιάρει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καλιαρντή λέξη σύνθετη εκ του τουρλώνω και του λιγούρα. Σύμφωνα με τον Ηλία Πετρόπουλο (Τα Καλιαρντά, 1971) σημαίνει τον πρωκτό, ενώ τουρλολιγούρης είναι ο κολομπαράς.

Την πούλη, την τουρλολιγούρα μου, παντάπασι τη φιστικώνει και θα μου κατεβεί μουνόπασχα προώρως! (Μπουντουσουμού).

Βρίσκω πάντως στο Διαδίκτυο κι ένα παράδειγμα που δηλώνει μάλλον κατάσταση ή ψυχική διάθεση, χωρίς να είμαι σίγουρος για το τι εννοείται, μάλλον κάτι ή σαν κατάσταση κώλος, ή σαν διάθεση πρεμούρας, όπως όταν σε πιάνει λιγούρα για τουρλοκώλη/α, ή αντιστρόφως μια κωλοκαψίδα, αλλά σε ένα πιο μεταφορικό επίπεδο.

Για την υπεραξία της εργασίας μου έχω επιλέξει εγώ το νταβατζή που μου τα παίρνει αλλά το κρατάμε μυστικό της δουλειάς λόγω επαγγελματισμού. Ενώ εσείς κατίνες μου που είσαστε amateur… Όλα στη λάκα,να βγάλετε η μια τα μάτια της άλλης!!! Τουρλολιγούρα!!! (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified