Further tags

Ο άντρας που το ότι συχνάζει σε κωλόμπαρα έχει καταστεί ένα σημαντικό μέρος της ζωής του. Ο κωλομπαρόβιος ψάχνει στα κωλόμπαρα σεχ, έστω υπό τη μορφή φραπέ ή χουρού, ή και ως φουλ μπριζόλα (στην καυλύτερη περίπτωση), ψάχνει όμως και γυναικεία συντροφικότητα υπό τη μορφή πουτού. Αυτοί που είναι πραγματικά κωλομπαρόβιοι (εκτός αν έχουμε να κάνουμε με γεροντόπαιδα με χαμηλή αυτοεκτίμηση) συνήθως είναι μεγαλύτερης ηλικίας αντάρηδες θαμώνες ζαχοπουλάδικων που λόγω μοναξιάς ή αποξένωσης στη συζυγική ζωή ξεβράζονται στο vivere periκωλομπαροsamente.

  1. Ως πεπειραμένος μακροχρόνια κωλομπαρόβιος έχω να πω άπειρα: Μου έχουν πάρει πίπες, έχω πηδήξει, έχουν παίξει ισπανικά cumshots, facials, ανατάξεις πέους από βίαιες παλινδρομήσεις, αλληλοαυνανισμοί δικοί μου και κωλομπαρούς ταυτόχρονα και γενικά τα πάντα!! Σε πρωτάρα (πρώτη μέρα στη δουλειά) έχω τύχει που της εξηγούσα τι κάνουν στα prive και γενικά τον έρωτα, τηλέφωνο έχω πάρει κι έχω βγει για καφέ με κωλομπαρού και μια φίλη της (!!) και γενικά όλα είναι πιθανότητες... Από την άλλη μεριά, σε ποσοστό πλέον γύρω στο 40%, γιατί όσο περνάνε τα χρόνια αποκτάει κανείς πείρα φυσιογνωμιστική, οι prive χοροί είναι ένα άνευρο κρυανάλατο νερομπούλι χωρίς πολλές φορές το ματζαφλάρι να σηκώνεται καν. Οι δε απλοί χοροί δεν αξίζουν καν τον κόπο, εκτός αν είσαι παρθένος αφγανός απ'το βουνό και δεν έχεις πιάσει ποτέ γυναικείο κώλο. (Από το Μπου).
  2. Να σου κάνει ανάλυση ο μέσος Έλλην μπορδελάκιας/ κωλομπαρόβιος για τα πόδια των Ουκρανάιζερ, τα γλυκόλογα των Ρωσίδων, το ξελόγιασμα της Ρουμάνας, την αλαβάστρινη επιδερμίδα και τα μάτια της Λευκορωσίδας, να πάθεις την πλάκα της ζωής σου. Ακούς εκεί λέει δεν έχουμε δουλέψει με ξένους (Εδώ).
  3. Ο Τεστοστερόνης μπουρτζόβλαχος κωλομπαρόβιος, με το που βλέπει την "Μ" και καταλαβαίνει ότι είναι γυναίκα απομακρύνεται. Δεν του αρέσουν μάλλον οι γυναίκες. (Από το Φέισμπουκ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αφενός είναι ο καναπές, όπου κάθεται ο κώλος μας αναπαυτικά, ή η πράξη ή συνήθεια του καθισιού, της ραστώνης, νωθρότητας, απάθειας, ή ο ίδιος ο καναπεδάκιας.

  1. Κατέβηκα στην προκυμαία και περπάτησα μέχρι το λιμάνι, διαδρομή που κάναμε παλιά για να ξεμουδιάσει ο κώλος μας από την κωλοκαθίστρα. (Εδώ).
  2. Το σημαντικότερο εδώ να σημειώσω, είναι ότι θα ξελακουβιάσει η καρέκλα που από την κωλοκαθίστρα έχει αλλάξει χρώμα. (Εδώ).

Αφεδύο είναι η γυναίκα ή κόρη που προσφέρεται για πρωκτογάμευση, που κάθεται με τον κώλο. Και κατά μεταφορική επέκταση ο κάθε ηττημένος, διασυρμένος, συντετριμμένος, ξεφτιλισμένος.

Έβαλε δυο γκολ στην Κ20 και την κωλοκαθίστρα Ιτάνζ. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο λάτρης των ωραίων γλουτών, σε μια πιο μέτα προσέγγιση του λήμματος. Ο αισχρός, ανήθικος, εγωιστικός και ύπουλος τόνος της πιο διαδεδομένης σημασίας παραμένει, όμως τώρα καλύπτεται από ένα πέπλο λαγνείας. Με αυτή τη σημασία χρησιμοποιείται ως λογοπαίγνιο.

Συνώνυμα: κωλάκιας

- Ρε, ρε! Την τσέκαρες αυτή με το χρυσό κολάν;
- Εγώ ρε; Αφού ξέρεις ότι είμαι μεγάλος κωλάνθρωπος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξεκωλοξεσκισμένος/ -η είναι ο άνθρωπος ο οποίος έχει υποστεί πρωκτική συνουσία που του έχει δημιουργήσει ευρύ σκίσιμο στην περιοχή.

Επίσης χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό του ποσοστού της τύχης κάποιου.

- Εχθές έκανα κωλονοσκόπηση και νιώθω τελείως ξεκωλοκωλοξεσκισμένος.

- Η Μαρία με απάτησε - Α την ξεκωλοκωλοξεσκισμένη

- Κέρδισα το ΛΟΤΤΟ τισ προάλλες. - Όντως ρε ξεκωλοκωλοξεσκισμένε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο ικανός στις δολοπλοκίες και στο στήσιμο φάσεων, στα μαγειρέματα.
    1. Οι πολλοί μάγειροι χαλούν τη σούπα σημαίνει ότι πρέπει να υπάρχει κεντρική διεύθυνση.
    2. Τον κώλο βάζεις μάγειρα σκατά σου μαγειρεύει σημαίνει ότι ανάλογα με το ποιόν του ανθρώπου είναι και οι πράξεις και τα έργα του.
    3. Μάγειρας ήταν ο μπαμπάς σου; λέγεται ειρωνικά για χοντρή γυναίκα, τρέποντας το ζαχαροπλάστης ήταν ο πατέρας σου;
    4. Σλανγκιά του πολέμου στην Ουκρανία, πρόκειται για το παρατσούκλι του Γιεβγκένι Πριγκόζιν επικεφαλής της Ομάδας Βάγκνερ άκα ορχήστρας αποτελούμενης από μισθοφόρους στρατιώτες άκα μουσικούς.
  1. Του ανέθεσαν να συντάξει τον εκλογικό νόμο, γιατί είναι ο καλύτερος μάγειρας στο κόμμα.
  2. Αν δεν αναλάβει κάποιος τη διεύθυνση της δουλειάς θα πάμε κατά διαόλου, οι πολλοί μάγειρες χαλούν τη σούπα.
  3. Να προσέχεις ποιον διαλέγεις για συνεργάτη, τον κώλο βάζεις μάγειρα σκατά σου μαγειρεύει.
  4. - Μάγειρας ήταν ο μπαμπάς της; - Όχι, καναλάρχης, για αυτό έχει εκπομπή ενάντια στο fat-shaming.
  5. - Τι έγινε ρε παιδιά; Λίγες εβδομάδες μετά την ανταρσία ο μάγειρας γίνεται δεκτός 3 ώρες στο Κρεμλίνο. - Δε χαλάνε ρε οι φιλίες για τα πραξικοπήματα.

Got a better definition? Add it!

Published