Ο γλουτός, το κωλομάγουλο, το καπούλι.
- Έδειξε σε μια φευγαλέα σκηνή τον Τζορτζ Κλούνι γυμνό από πίσω. Φοβερά κωλομέρια!
Ο γλουτός, το κωλομάγουλο, το καπούλι.
- Έδειξε σε μια φευγαλέα σκηνή τον Τζορτζ Κλούνι γυμνό από πίσω. Φοβερά κωλομέρια!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Υπάρχει και το υποκοριστικό, κλανοβαλβιδάκι.
Ανάλογα από τον ήχο που παράγει.
Μετά από μιά υγρή πορδή:
Να ρυθμίσεις το avance στο κλανοβαλβιδάκι.
Got a better definition? Add it!
Κωλοτρυπίδα, σούφρα, γκρόβερ, ροδέλα, σφιγκτήρας κλπ.
Προέλευση:
Απο την προφανή ομοιότητα με τον ρόζο ενός δέντρου.
- Πολύ χαρούμενο σε βλέπω.
- Πώς να μην είμαι. Χτες βράδυ η Σούλα μου 'δωσε ρόζο!
- Σέβομαι...
Got a better definition? Add it!
Και κωλοφεράτζα. Τροπικό επίρρημα που συντάσσεται με ρήματα κίνησης (πάω, φέρνω κλπ.) και υποδηλώνει τη συντριπτική υπεροχή δια της βίας έναντι του άλλου.
- Τι έγινε ρε μπήχτη; Πλακώθηκες με το Μίμη στο Σύνταγμα;
- Ναι τον πούστη! Αλλά τον πήγα κωλοφεράντζα μέχρι το Μοναστηράκι για να στανιάρει.
Got a better definition? Add it!
Το περιπολικό της αστυνομίας.
-...Μετά από λίγη ώρα έσκασαν δύο κωλάδικα με τους φάρους αναμμένους και τους μαζέψανε όλους και τους πήγαν στο τμήμα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο χρωματισμός - κόκκινο εξωτερικώς προς μαύρο αφότου ανοίξει η τρύπα - που αποκτάει ο πρωκτός μετά βάρβαρου πρωκτικού σεξ.
-Για έλα ρε μάγκα με την όπισθεν να σου κάνω τον κώλο παπαρούνα!
Got a better definition? Add it!