Selected tags

Further tags

κοίτα την Μαίρη είναι πολύ φεμινίστρια!!!

κώλο και κρύο νερό στην πλάτη.

εκεί π έχει χαλαρώσει ο πρωκτός πέφτει το κρύο νερό και τον φέρνει στην αρχική του κατάσταση πράγμα π το καθιστά επίπονο και βάναυσο λόγω του ξαφνιάσματος από την διάφορα θερμοκρασίας.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο άριστα φιλοτεχνημένος κώλος. Χαρακτηρίζει τον κώλο ως αντικείμενο θαυμασμού και όχι εκμετάλλευσης. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει ζωντανά εκθέματα.

- Τάσο; Σ' αρέσει το καινούργιο μου παντελόνι;
- Για κάνε μια στροφή.. Πωωωπω τι κωλοτεχνία είν' αυτή μανάρι μου μ' έχεις τρελάνει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιθετικός προσδιορισμός μουσικής, ρούχων, χώρου και γενικότερα κάθε αντικειμένου που έχει φάνκυ, κίνκυ ή αισθησιακά χαρακτηριστικά, τέτοια ώστε θα μπορούσε να ταιριάζει με την ατμόσφαιρα ενός κωλόμπαρου. Εναλλακτικά όμως μπορεί να προσδιορίζει όλα τα παραπάνω ως χαρακτηριστικά ενός κωλομπαρά, ενός δηλαδή πληθωρικού ομοφυλόφιλου.

-Τσέκαρες καινούργιο κομμάτι Σνουπ Ντογκ;
-Ναι ρε, τέρμα κωλομπαρίστικο μπιτάκι.

-Να σου πω, να βάλω τις κωλομπαρίστικες τιράντες με τις μπανάνες;
-Σοβαρέψου ρε Στέφανε σε κηδεία πάμε!
-Ναι αλλά θα 'ναι κι ο Νικολάκης εκεί πέρα...

Got a better definition? Add it!

Published

Ο λάτρης των ωραίων γλουτών, σε μια πιο μέτα προσέγγιση του λήμματος. Ο αισχρός, ανήθικος, εγωιστικός και ύπουλος τόνος της πιο διαδεδομένης σημασίας παραμένει, όμως τώρα καλύπτεται από ένα πέπλο λαγνείας. Με αυτή τη σημασία χρησιμοποιείται ως λογοπαίγνιο.

Συνώνυμα: κωλάκιας

- Ρε, ρε! Την τσέκαρες αυτή με το χρυσό κολάν;
- Εγώ ρε; Αφού ξέρεις ότι είμαι μεγάλος κωλάνθρωπος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν ο άλλος σκύβει και φαίνεται το ευρέως γνωστό κωλαράκι του, λέμε ότι βλέπουμε τη φεγγαράδα του, σύμφωνα με το Survivor 2017 και τον πασίγνωστο γυμνισμό του Γιάννη Σπαλιάρα.

- Μήτσαινα: Μήτσο ξύπνησες;

- Μήτσος: Ναι, στην κουζίνα είμαι.

-Μήτσαινα: Ωραία, έρχομαι

(ο Μήτσος είναι όρθιος με τον κώλο έξω και ψάχνει για μερέντα στο ντουλάπι)

-Μήτσαινα: Ρε Μήτσο βάλε κάνα μποξεράκι. Τι κάθεσαι και μας δείχνεις τη φεγγαράδα σου;

Got a better definition? Add it!

Published

Το λέμε για να προειδοποιήσουμε κάποιον, με έμφαση,για ζημιά που μπορεί να πάθει.Και θα είναι τέτοια,που μπορεί (μεταφορικά) να κουβαριαστεί,να διπλωθεί,να γυρίσει ανάποδα κλπ,σε βαθμό που θα δεί κατάφατσα και αυτοπροσώπως την κωλοτρυπίδα του.

''Πάλι καπνίζεις ρε πανίβλακα;Δεν είπε ο γιατρός ότι κινδυνεύεις;Συνέχισε έτσι εσύ,μέχρι να δείς του κώλου σου την τρύπα.''

Got a better definition? Add it!

Published

Κυριολεκτικά: το κυκλικού σχήματος αρτοσκεύασμα, είτε επικαλυμμένο με σουσάμι είτε με άλλο καρίκευμα.

Μεταφορικα: ο πρωκτός / η εκ του πρωκτού διείσδυση

'Ελα φιλαράκι έχω νέα!! Χθες βγήκα με τη Τζένούλα!! Της έφαγα το κουλούρι με τη μία, κολλητέ!!! Μου έδωσε κώλο!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά: Ο γεννημένος εκ του πρωκτού βλέπε και κώλος

Μεταφορικά: χρησιμοποιειται προσβλητικά για πρόσωπο που αντιπαθεί κάποιος ή γενικότερα συμπεριφερεται ύπουλα βρόμικα υποκριτικά

Παράδειγμα Είδα ρε μαλάκα το κωλόβγαλμα το Τακη χθες βράδυ και του ζήτησα να μου επιστρέψει τα δανεικά κι αντί γι αυτό είδα γρατσουνιές στο αμάξι μου το πρωί!!τέτοιο κωλόβγαλμα μιλάμε!!

Got a better definition? Add it!

Published

Η αρτινιά, σύμφωνα με τις γιαννιώτισσες, κυρίως.

Για ποιον λόγο; Έχει χαθεί στην παράδοση. Προσώπικλυ θεωρώ πως οι αρτινιές μάλλον είχαν πιο προκλητικό κώλο σε σύγκριση με τις γιαννιώτισσες, άρα έπρεπε να υποτιμηθεί η ανωτερότητα αυτή. Γιατί έτσι.

Κλόπυραϊτ από τον φίλο Δρα Κρις...

εδώ, τα αποτελέσματα αναζήτησης στον γούγλη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά σημαίνει χέζω. Από την πούλη (=πρωκτός < bul =πίσω, πισινός στη ρομανί) και το πύργος. Εννοείται δηλαδή ότι με τον κώλο μου στρώνω έναν πύργο από σκατά. Μάλλον διατηρεί και τις μεταφορικές σημασίες του χέζω.

ΠΡΟΣ κον [...] κοινώς Πισωκέντη ή πισωγλέντη ή θηλυδρία, στα περί Ομοσπ., απ' ό,τι γνωρίζω, ο κουβάτσος άμα ακούει περί ομοσπ. βγάζει σπυράκια και αλλεργικά εξανθήματα. Μίλησε μαζί του και θα το διαπιστώσεις και εσύ ο ίδιος, αν τολμάς φυσικά, ευρίσκεται συνήθως σε γνωστό στέκι. Αλλά σε προειδοποιώ για το καλό σου να είσαι καλά προετοιμασμένος, γιατί έχει αγκάθια. Με λίγα λόγια, πουλοπυργώνει σουάντες, για τους πουλοβιδωμένους στην υπόγα της σέκτας Ομοσπονδίτσας, που άλλη δουλειά δεν έχουν και πλεγιάρουν– νταπ, ξεβράκωτοι (τους πήρε μάτι κάποια πονηροντόγκα απ έξω). Σεμνά και ταπεινά, διεμβολέας. (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified