Further tags

Συνώνυμο του αλλού τα κακαρίσματα κι αλλού γεννάνε οι κότες. Δηλαδή όλος ο θόρυβος, ο ντόρος και η προσοχή πέφτουν σε ένα γεγονός, ενώ ταυτοχρόνως ένα άλλο πολύ πιο σημαντικό γεγονός γίνεται αθόρυβα και περνά προς στιγμήν απαρατήρητο, ενώ οι συνέπειές του θα φανούν αργότερα. Προφ η εικόνα αναφέρεται στην προσπάθεια αρκουδιάρηδων να προκαλέσουν χορό της αρκούδας με χτύπημα κροτάλων. Όμως η αρκούδα μπορεί και να χορέψει σε ανύποπτη στιγμή μακριά από το κροτάλισμα. Η έκφραση είναι επίκαιρη στον σύγχρονο μηντιακό πολιτισμό, όπου συχνά τα Μέσα Μαζικής Εξαπάτησης στρέφουν εντέχνως την προσοχή του κοσμάκη σε μια δευτερεύουσα λεπτομέρεια, ενώ την ίδια στιγμή μια κοσμοϊστορική αλλαγή μπορεί να μείνει εκτός δημοσιότητας.

Πάσα: Gatzman.

«Δεν φταίει ούτε η παραγραφή, ούτε η αποσβεστική προθεσμία, για το φαινόμενο της ατιμωρησίας», υπογράμμισε ο βουλευτής, αποδίδοντας το πρόβλημα όχι στον νόμο αυτόν καθεαυτόν, αλλά στην εφαρμογή του.
«Αλλού βαρούν τα κρόταλα, κι αλλού χορεύει η αρκούδα», υπογράμμισε σκωπτικά ο Λ. Μίχος. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πουτάνα δεν έχει σπίτι και μοιράζει αγάπη σ' όλους σαν τον θεό.

Ο θεός σε χρεώνει σε γάμους, βαφτίσια, κηδείες σαν πουτάνα πολυτελείας!

Η ταινία του Κιμ Κι Ντουκ (από Khan, 27/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκμεταλλεύομαι ευκαιριακά ή συστηματικά, θεμιτά ή αθέμιτα, ηθικά ή ανήθικα μια ευνοϊκή κατάσταση που μου προσπορίζει διαφορών ειδών οφέλη ή ανταλλάγματα.

Συνώνυμη έκφραση: βρίσκω το μήνα που θρέφει τους έντεκα

- Είδες τον Πανάγο; Από τότενες που άνοιξε νταλαβέριμ' αυτήνες τσι πούστηδοι, είναι κάθε μέρα στη μπούντρα.
- Καλά ξηγιέται, βρήκε βυζί και βυζαίνει, αφού.

(από iwn, 01/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περισσότερο αξίωμα της νύχτας παρά σλάνγκικη έκφραση (όχι ότι δεν λέγεται).

Σύμφωνα λοιπόν με αυτό το αξίωμα, οι πιθανότητες να γίνουν τρία καρφιά σε έξοδο είναι μηδαμινές καθ' ότι η σύνθεση και μόνο της ομάδας είναι απωθητική.

Εννοείται ότι από τρία μπακούρια και πάνω γίνεται ακόμα χειρότερη η κατάσταση και παραπέμπει στο λήμμα για μπάσκετ θα πάτε; (ή και για ποδόσφαιρο σε προχωρημένες καταστάσεις)

- ΠΣΚ θα πάμε Μύκονο με τα παιδιά.
- Ποιοι θα είστε;
- Εγώ, ο Σάκης και ο Τάκης.
- Καλά τρεις θα πάτε; Τρεις δεν έγιναν ποτέ ρε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση, που ενδέχεται να πρωτοεμφανίστηκε και ως παροιμία, η οποία δηλώνει την σπατάλη μέχρι τελευταίας δεκάρας του αποταμιευμένου (συχνά σε πολύ δύσκολες έως απάνθρωπες συνθήκες) προϊόντος του εργατικού μόχθου σε ευτελείς και εφήμερες ασχολίες και δραστηριότητες. Κατά μία άποψη, η φράση ειπώθηκε από μετανάστες που έχοντας φάει χρόνια και χρόνια να δουλεύουν σε χώρες του εξωτερικού, επέστρεψαν στην Ελλάδα και κατασπατάλησαν τις οικονομίες τους εν μία νυκτί.

Η ίδια η φράση έχει ξεφύγει από τους παλιννοστούντες και χρησιμοποιείται σε πιο γενικό περιβάλλον με τη σημασία που διατυπώνεται στην επάνω παράγραφο. Κοινώς, δουλεύουμε σαν τα σκυλιά και καταναλώνουμε σαν να μην υπάρχει αύριο. Με το που πιάνουμε λεφτά, σπεύδουμε αμέσως να τα σκάσουμε σε οτιδήποτε μας γυαλίσει ή μας κάνει να ξεφύγουμε λίγο από τη μίζερη πραγματικότητα. Βγάζουμε και ξοδεύουμε επιτόπου με τελικό στόχο να ρεφάρουμε. Κάποιοι το αποκαλούν ηττοπάθεια, κάποιοι άλλοι μικροαστισμό και έλλειψη προνοητικότητας στους χαλεπούς αυτούς καιρούς, κάποιοι σπεύδουν να διατυπώσουν οικονομικές θεωρίες και να αναλύσουν τάσεις του κύκλου του χρήματος. Και κάποιοι άλλοι απλά δεν δίνουν δεκάρα.

Ασίστ: Γιαγιά Αθανασία

  1. ΑΡΑΙΓΟΛΟΥΗΔΕΣ: Τσιμπήσαμε ένα 100euro και εφαρμόζουμε το ρητό ότι βγάλαμε στα ξένα στο μ….. και στην ταβέρνα. (Εδώ)

2.Δεν νομίζω ότι η Ανακοίνωση του Harijohn προσφέρεται για να αναπτύξουμε θέμα περί δημοκρατικών κλεισίματων δρόμων.
Εδώ μιλάμε για ξεπέτσωμα της τσέπης των πολιτών και αν χρειαστεί θα βοηθήσω και στο κλείσιμο της Αθήνας για όλη την ημέρα, ειρηνικά πάντα
Μακάρι να παραλύσουν τα πάντα για να καταλάβουν ότι ο κόσμος δεν γουστάρει να πληρώνει αδιαμαρτύρητα τις λαμογιές κανενός Αν δεν υπάρξει συμμετοχή του κόσμου του χρόνου θα διπλασιαστούν.
Αρκεστείτε λοιπόν στο να δηλώσετε αν πράγματι συμφωνείτε σε αυτή την πορεία και τα υπόλοιπα είναι θέμα που μπορεί κάποιος να ανεβάσει στην Γενικά Συζήτηση.
Προσωπικά θα συμμετάσχω γιατί δεν αντέχει το πετσί μου το Δούλεμα και ακόμη γιατί σαν Δ.Υπάλληλος σηκώνω το 82% του βάρους των φόρων αυτού του κράτους.
-Εδώ είναι που κολλάει αυτό που λέμε ''ότι βγάλαμε στα ξένα ,στα μο#$^νια και στην ταβέρνα'' (Εκεί)

3.Εδώ πάει το ότι βγάλαμε στα ξένα στο νιμού και στην ταβέρνα...
Σε ρηχά νερά σημερα οι επιλογές μου αφού αυτούσιο δεν πέρασε τίποτα...το ότι κλαίει επίσης όλη η Ευρώπη απο αυτά που έσπασαν επίσης δεν μου λέει τίποτα...η χασούρα μου σήμερα ήταν αρκετή απ' την στιγμή που μπήκα στο τριπάκi του Live βλέπε κάτι Μάντσεστερ κάτι Γιουβέντους κάτι Τότεναμ μην σου πώ...Μεγάλες ομάδες είναι τρώνε γκόλ στην έδρα τους νωρίς..ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΘΑ ΑΝΤΙΔΡΑΣΟΥΝ...ΝΑΙ ΜΩΡΕ ΠΩΣ.... (Παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μομφή-πρόγκημα για πράξη παρελθοντική που δεν μας αγγίζει μπλιώ (πλέον). Συνώνυμο: «μη μαστιγώνεις ψόφια άλογα».

- Η γυναίκα σου, με το πρόσχημα ότι δουλεύει σε μπορντέλο, πουλάει λαθραία τσιγάρα!!
- Χέσ'κα, χωρίσαμε δεκαετία και βάλε, τα ξερά σκατά στον τοίχο δεν κολλάνε.

! (από MXΣ, 12/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ήταν μια μόδα στα ανέκδοτα που προϋπήρξε για αρκετό καιρό του ξεσπάσματός της, ως μόδα κράτησε λίγο, αλλά άφησε μεγάλη κληρονομιά σε ατάκες.

Η δομή του ανεκδότου είναι η εξής απλή, κάτι που συνετέλεσε και στην υπερπαραγωγή μέχρις εξαντλήσεως του είδους. Ξεκινάμε με μια παραποίηση μιας παροιμιώδους ή μη φράσεως που παίζει με πολύ στάνταρ τρόπο στον καθημερινό λόγο (επί παραδείγματι ένα από τα πρώτα ήτανε το «κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι»), και κατασκευάζουμε μιαν ιστορία της οποίας το «ηθικό δίδαγμα» είναι η ατάκα που κατασκευάσαμε. Χώνουμε και τη σάλτσα μας, του γαμάμε και λίγο τη μανούλα στην αφήγηση, αλλά πάντα καταλήγουμε στην ερώτηση «ποιο είναι το ηθικό δίδαγμα» πριν εκσφενδονίσουμε την παπαριά μας.

Ο πυρήνας και το μόνο απαράλλαχτο, τελικά, είναι η ατάκα στο τέλος, η ιστορία είναι ουσιαστικά θέμα έμπνευσης, και γι αυτό όταν το φαινόμενο έφτανε στον εκφυλισμό του, από βαρεμάρα έπεφταν μόνο οι τελικές ατάκες και όχι το κυρίως ανέκδοτο.

Μετά το πέρας αυτής της περιόδου, μας έμειναν αμανάτι πολλές απ' τις ατάκες των ανεκδότων που πέφτουν σε γελοία συμφραζόμενα και είναι πλήρως ισοδύναμες με τις αρχικές.

  1. (η ατάκα που πέφτει στον ορισμό, θέλει πολύ σάλτσα που δεν θα βάλω:)
    Υπάρχει κασκαντέρ τις, που είναι τόσο ριψοκίνδυνος, δε μασάει τον πούτσο του σε φάση, και το παρατσούκλι του είναι «Ντέηντζερους». Του αναθέτουν το πιο ακραίο από τα κασκαντεριλίκια του, να κάνει ένα ακραίο άλμα πάνω από έναν τεράστιο γκρεμό. Παίρνει φόρα ο τύπος, αλλά δεν φτάνει, και αρχίζει να κατρακυλάει στο γκρεμό. Φτάνει κάτω και ημιθανής όπως είναι βλέπει μπροστά του να περνάει ένα παπάκι αμέριμνο στο ρυάκι του φαραγγιού και να κάνει «πά-πά-πά». Ποιο είναι το ηθικό δίδαγμα;
    Κύλησε ο Ντέηντζερους και βρήκε το παπάκι.

  2. (προσωπική δημιουργία, επίδειξη της δύναμης της μεθόδου, πάλι η σάλτσα δικιά σας:)
    Είναι ένα κοπάδι καρχαρίες στην Μαγαδασκάρη και θέλουν να την κάνουν από κει, γιατί έχει τελειώσει το ψάρι. Λέει ένας «μου είπανε ότι στην Αουστράλια είναι τίνγκα στο ψάρι». «Ε, πάμε». Κάνουν να ξεκινήσουν, αλλά το ρεύμα είναι κόντρα. Αποφασίζουν να περιμένουν μέχρι να γυρίσει. Περιμένουν κάποιον καιρό, αλλά όταν τελικά γυρίζει ευνοϊκό το ρεύμα έχουν αρρωστήσει από την αφαγία. Ποιο είναι το ηθικό δίδαγμα;
    Το μεν ρεύμα πρόθυμο, οι δε sharks ασθενείς.

Ακολουθεί μη εξαντλητικός κατάλογος με τέτοιες ατάκες:

  • Ο κόσμος τό 'χει βούτυρο κι αυτός κρυφό Καμπάρι (αφήγηση με ποτοαπαγόρευση κι έτσι).
  • Κύλησε ο Ντέηντζερους και βρήκε το παπάκι.
  • Χέστηκ' η φοράδα, Σταλλόνε.
  • Όπου γαμούν πολλοί μαστόροι αργεί να σιδερώσει.
  • Άλλος για Χίο τράβηξε και άλλος για Μυτιλήνη. (αφήγηση με ομαδική μαλακία για τα ελληνικά νησιά)
  • Καθαρός Ουκρανός Αλβανές δε φοβάται (ένας μπίχλας Ουκρανός την πέφτει και τρώει χυλόπιτα, ο καθαρός είναι κουλ τύπος)
  • Τρίχες Γιάννη, τρίχα πάντα. (Ο Γιαννάκης που χάνει όλα τα μαλλιά του και το κατοικίδιο πάντα του χάνει μια τρίχα)
  • Από τον Τόλη έρχομαι και στη Στροφή Μαντέλα. (τύπος βγαίνει απ' τον Βοσκόπουλο τύφλα και στην πρώτη στροφή πατάει το Μαντέλα.)
  • Τό 'να χέλι πνίγει τ' άλλο και τα δυο τον πρόσκοπο.
  • Ένα το χέλι, Δώνη και η Άνοιξη ακριβή.
  • Τα ράστα δεν κάνουν το μπαμπά.
  • Η γρια η Kodak έχει το zoom in. (κόντρα στην φωτογραφία, ένας τύπος με μια ψηφιακή τα κάνει όλα καλύτερα, αλλά ο τύπος με την πανάρχαια κόντακ κερδίζει στο ζουμ.)
  • Το καλό το σαλιγκάρι ξέρει κι άλλο μονομάτη.
  • Στου kung-fu την πόρτα, όσα θέλεις χόρτα.
  • Ηπιε ο γάιδαρος τον φετινό με γάλα

    τα περισσότερα μου τα θύμισε αυτό το μπλογκ

(από patsis, 22/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πιάνω την καλή, έχω το οικονομικό μου πρόβλημα λυμένο, είτε επειδή έχω εξασφαλισμένο εισόδημα είτε επειδή ζω παρασιτικά σε βάρος άλλων. Χρησιμοποιείται με μειωτικό τόνο, χωρίς την έλλειψη ζήλιας και κρυφής επιθυμίας του λέγοντος να είχε κι εκείνος την ίδια τύχη.

Το έτυμον προφανές: ενώ οι πολλοί δουλεύουν δώδεκα μήνες το χρόνο για να τα φέρουνε βόλτα, στον αποδέκτη του σχολίου αρκεί ένας για να καλύψει τους υπόλοιπους έντεκα. Η έκφραση χρησιμοποιείται ευρέως από ανθρώπους με καταγωγή από την Ήπειρο.

  1. - Τον είδες το Δημητράκη, διακοπές στην Ελβετία, βίλα στην Εκάλη και BMW. Οικονομική κρίση σου λέει ο άλλος.
    - E, καλά, αυτός κληρονόμησε ένα σωρό ακίνητα απ' το μπαμπά του. Βρήκε το μήνα που θρέφει τους έντεκα.

  2. - Με το γεροπαραλή που τύλιξε η Μπουμπούκα, βρήκε το μήνα που θρέφει τους έντεκα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

....όλο το βράδυ, και το πρωί, εν είχε κουράγιο να σύρει τα πόδια της στα χωράφια. (H συνέχεια της φράσης, διότι δεν θα ήταν λήμμα αυτό, θα ήταν έπος).

Σλανγκιά (;) αγρότη νίντζα, που θυμίζει βουκολικό δράμα. Την παραπάνω φράση τσάκωσε μορφή της πιάτσας (σε πλατεία χωριού), και την διέδωσε σε όλο το νησί (το νησί της μαστίχας), εν είδει ιστορίας. Και βεβαίως έμεινε ως έκφραση (συνήθως το κομμάτι που είναι στο λήμμα), που χαρακτηρίζει την ακατάσχετη σεξουαλική ορμή, παρούσα σε όλα τα νεοερωτευμένα και πεινασμένα για σεξ ζευγάρια. Η οποία έχει ως αποτέλεσμα την ραγδαία μείωση του ΑΕΠ.

  1. -Ακούς κόρη μου, τι έπαθε η Υπατία;
    -Ήντα 'παθε μαρή.
    -Η κόρη της τα ταίριαξενε με το γιο του Παναή.
    -Μια χαρά παιδί εν είναι;
    -Είναι, αλλά τώρα είναι κι οι εγιές. Και ο Γιος του Παναή, την είχενε και τηνε εδιασκέδαζενε όλο το βράδυ, και το πρωί, εν είχε κουράγιο να σύρει τα πόδια της στα χωράφια. Και η καμμένη η Υπατία εν εμπορούσε μόνη της να φέρει βόλτα τα πανέρια.

  2. -Ο Μάκης την παράτησε τη Ρούλα.
    -Τι μου λες; Συνταρακτικά νέα. Την είχενε και τήνε διασκέδαζενε και τώρα την παράτησε ο μαλάκας; Άντε να βρει άλλη που να τον αντέχει ο μαλάκας!!!

(από electron, 07/09/09)(από electron, 23/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτάρεσκη έκφραση των Βλάχων της Ελλάδας, η οποία σημαίνει ότι οι ομόφυλοί τους, είναι (δήθεν) πονηρότεροι απ' τον καθένα...

Υφίσταται και το αμερικάνικο αντίστοιχο: I saw you coming («Σε είδα να στρίβεις τη γωνία / σε πήρα χαμπάρι / στην έφερα»). Άλλωστε, ο Χάρρυ Κλυνν το είχε επισημάνει στο δίσκο «πατάτες», αναφερόμενος σε γνωστό πολιτικάντη: Πονηρός ο Βλάχος!

Γνωστός φυλετισμός / εθνοτισμός / τοπικισμός και εν τέλει εθνοφαυλισμός τύπου «οι από δω γαμάνε τους από κει», που βρίθει υπό ποικίλες μορφές στην Ελλάδα: Οι Μακεδόνες είναι καλοί άνθρωποι, οι Θεσσαλονικείς καρντάσια, οι Κρητικοί είναι παλικάρια, οι Μοραΐτες κωλόπαιδα, οι Αιτωλοακαρνάνες απέκηδες, οι Πατρινοί πούστηδες, οι Αρτινοί νερατζόκωλοι, οι Γιαννιώτες παγούρια, οι Μυτιληνιοί γκασμάδες, οι Εβρίτες γκατζοί, οι Ροδίτες τσαμπίκοι, οι Κώοι μπόχαλοι, οι Σαλαμινιοί μπακαούκες, οι Σάμιοι ουγκαντέζοι, οι Πόντιοι χαζοί, οι Κύπριοι αδέρφια μας (όπως κι οι Σέρβοι), οι χωριάτες Βλάχοι, οι γύφτοι βρωμιάρηδες και η Αθήνα βαλές που μαζεύει όλο το χαρτί.

Οι νεοέλληνες, κυκλοφορούν μεταξύ τους ακάλυπτες επιταγές σε ρήτρα τουπέ, οι οποίες δεν έχουν απολύτως κανένα αντίκρισμα στο (όποιο) εξωτερικό. Έτσι, οι Ηρακλειώτες μισιούνται θανάσιμα με τους Χανιώτες, οι Αγρινιώτες με τους Μεσολογγίτες, οι Ναουσαίοι με τους Βεργιώτες κ.ο.κ.

Γνήσιοι λοιπόν τουλάστιχον κατά τούτο Έλληνες και οι Βλάχοι της Ελλάδας, ουσιαστικά επικυρώνουν το γνωστό ρητό: Κάθε Έλληνας, πονηρότερος από κάθε άλλον Έλληνα!

Για την ιστορία, οι Βλάχοι κατάγονται από την Βλαχία ή Βαλλαχία, κατά την ευρύτερη περιοχή της καλουμένη Μουντενία και κατά το έλασσον Ολτενία, τμήμα της σημερινής Ρουμανίας, νοτίως των Καρπαθίων και βορείως του Δούναβη, καταλαμβάνει μέρος της πολυπόθητης στρατηγικώς Βεσσαραβίας, αποτελούσε πριγκιπάτο (1317-1859) και είχε δικό της θυρεό και παντιέρα. Οι άλλες δυο μεγάλες επαρχίες της σημερινής Ρουμανίας, είναι η Μολδαβία στο βόρειο και η Τρανσυλβανία στο δυτικό της τμήμα.

Από την περιοχή αυτή πέρασαν Θράκες, Κέλτες, Σκύθες, Μοίσοι, Σλάβοι, Άβαροι, Γέπιδες, Πετσενέγοι, Δάκες, Γότθοι, Μαγιάροι, Μογγόλοι, Τούρκοι, της Παναγιάς τα μάτια…

Το στίγμα στη γλώσσα τους όμως άφησαν οι Ρωμαίοι, που κατέλαβαν την περιοχή από το 105 μ.Χ. μέχρι το 271 μ.Χ. και έκτοτε οι Ρουμάνοι < Romani («Ρωμαίοι») και οι βλάχοι Έλληνες και μη, μιλούν μια διάλεκτο της λατινικής και συγκεκριμένα οι Βλάχοι την (α)ρωμουνική / αρμανική αφού λέγονται και Αρ(ω)μάνοι (!) την βλαχομογλενίτικη και την ιστρορουμανική.

Οι Έλληνες Βλάχοι συνεννοούνται θαυμάσια με τους Ρουμάνους, ενώ μπανίζουν από Ιταλικά και Ισπανικά, αφού μιλούν λατινογενή γλώσσα.


Προέλευση της λέξης «Βλάχος»

Η ιστορική έρευνα δεν έχει φτάσει σε ένα γενικώς αποδεκτό συμπέρασμα. Η ονομασία Βλάχος είναι ασαφής με γενικό κανόνα να σημαίνει τον λατινόφωνο. Κύριες απόψεις όσον αφορά την ετυμολογία του όρου είναι:
α) Από την παλαιοσλαβική λέξη vlah που σημαίνει ξένος, αλλοεθνής, μη Σέρβος αλλα λατινόφωνος.
β) Από την Γερμανική λέξη Walechen που επίσης σημαίνει ξένο, μη Γερμανό αλλά λατινόφωνο.
γ) Από τον αιγυπτιακό όρο «φελάχ»= αγρότης , αυτός που ασχολείται με γεωργικές εργασίες.
δ) Είναι εξέλιξη της λέξης Βληχή (δωρικά βλαχά) = βέλασμα ε) Προέρχεται από την λέξη Volcae κέλτικη φυλή η οποία συνόρευε με τα γερμανικά φύλλα και με αυτό το όνομα οι Γερμανοί αποκαλούσαν οποιονδήποτε λατινόφωνο
ζ) Από την συνένωση των λέξεων Βάλε = κοιλάδα και aqua =νερό δείγμα της ενασχόλησης των βλάχων με την κτηνοτροφία και την φροντίδα των ζώων.
η)Από το λατινικό villicus που ήταν για τους Ρωμαίους ο αγρότης.

Άλλες ονομασίες για τους Βλάχους στην Ελλάδα:

α) Κουτσόβλαχος: είναι η ελληνική απόδοση του τούρκικου Κιουτσούκ Βαλάχ = Μικρόβλαχοι κάτοικοι δηλαδή της Μικρής Βλαχίας. Έτσι ονομαζόταν η Αιτωλοακαρνανία κατά την εποχή του Βυζαντίου.Εν αντιθέσει με τους Μπουγιούκ Βαλάχ = Μεγαλόβλαχοι, κατοίκους δηλαδή της Μεγάλης Βλαχίας όπως ονομαζόταν η περιοχή της Θεσσαλίας.
β) Τσίντσαροι: βλάχοι Σερβίας-Σκοπίων. Η ονομασία εικάζεται πως προέρχεται από το λατινικό quinquarius (πέντε=quinque στην λατινική-τσιντσι στα βλάχικα) κατάλοιπο της πέμπτης Ρωμαικής λεγεώνας των παλαίμαχων Μακεδόνων.
γ) Πριτσόβλαχοι από την λέξη πριτζιά = δυσοσμία που αναδύουν τα ρούχα όσων ασχολούνται με κτηνοτροφικές εργασίες.
Μπουρτζόβλαχοι δηλαδή…
Βλ. γ’ρούνj αντί χοίρος, γουμάρ’ αντί όνος και πολλές άλλες μη ελληνικές λέξεις της κτηνοτροφίας.

Οι Βλάχοι της Ελλάδας δεν αυτοαποκαλούνται με αυτό το όνομα (Βλάχοι) στη γλώσσα τους, αλλά με το Αρμάνοι, λέξη που παράγεται από το Romanus (Ρωμαίος Πολίτης): Αρμάνου [Armanu<Ar(o)manu(s)<α+Romanus] Η ονομασία αυτή σχετίζεται με το διάταγμα του Καρακάλα (Edictum Antoninianum), 212 μ.Χ., με το οποίο γενικεύτηκε το δικαίωμα του Ρωμαίου πολίτη σε όλους τους κατοίκους των Ρωμαϊκών επαρχιών (Romani cives). Έχουν βαθειά συναίσθηση της εθνοτικής τους ταυτότητας και είναι περήφανοι κι αλληλέγγυοι μεταξύ τους. Δειλά-δειλά πρόσφατα, κυκλοφόρησαν και Ελληνο-Βλαχικά λεξικά και θέτουν και ζήτημα μειονότητας άμα λάχει.

Ο Βλάντο Τσέπες ο παλουκωτής, ο διαβόητος δράκουλας των Καρπαθίων, ήταν κατά πάσα πιθανότητα Βλάχος. Δηλαδή δε φτάνει που για να πλύνει τα ποδάρια του έπρεπε να περάσει ποτάμι κι έζεχνε τυρίλα, σε δάγκωνε κι από πάνω (!) Τς-τς, τί τρόποι…

Πολλοί οσποδάροι / κνέζ / βογιάροι (τοπάρχες-γαιοκτήμονες) της παραδουνάβιας αυτής ηγεμονίας επί Οθωμανικής αυτοκρατορίας ήταν ελληνικής καταγωγής (π.χ. Υψηλάντης, Καντακουζηνός, Γκίκας, Δούκας, Μουρούζης, Μαυρογένης, Μαυροκορδάτος, Καρατζάς, Σούτζος κ.α.) και η μασονική Φιλική Εταιρία, είχε γερές βάσεις στη Βλαχία. Τα Ιερολοχιτάκια του Υψηλάντη, που σφάξανε οι Τουρκαλέοντες στο Δραγατσάνι, ζήτημα κι αν μιλάγανε δυο κουβέντες Ελληνικά, αφού ήτανε Βλάχοι. Μάλιστα, τόσο καλοπερνούσαν οι ντόπιοι δουλοπάροικοι με τους Έλληνες ηγεμόνες τους, που όταν σηκώσανε μπαϊράκι περί τις αρχές του 19ου αιώνα εναντίον του Σουλτάνου που τους κρατούσε τα μπόσικα, τους ξαποστείλανε στα τσακίδια…

Ο καψερός ο Ρήγας, έχοντας συνδέσει τη μοίρα των (όποιων) Ελλήνων με την περιοχή της Βλαχομπογδανίας, ονειρευόταν μια πανβαλκανική αστική επανάσταση (και στη συνέχεια ομοσπονδία) ενάντια στους Οθωμανούς και τους συν αυτοίς προύχοντες, ενώ ακόμα και το γραικο-αλβανικό ρεμπελιό του ’21 απέτυχε στην ουσία (κατά τον Σκαρίμπα).

Οι αχαρακτήριστοι τύποι αυτοί λοιπόν, κατέβηκαν στην Ελλάδα επί ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, ως στρατιώτες λεγεωνάριοι, βασικά ως φύλακες ορεινών περασμάτων. Κατοίκησαν κυρίως την Βόρεια Ελλάδα, Ήπειρο (κυρίως Μέτσοβο), Θεσσαλία και Στερεά από το ύψος Λαμία (Ζητούνι) – Λιβαδειά μέχρι (και) το Αγρίνιο (τέως Βραχώρι < Βλαχώρι < Βλαχοχώρι). Απ’ ό,τι φαίνεται ξώμεινανε στα βουνά και ασχολήθηκαν κυρίως με την κτηνοτροφία και λιγότερο με τη γεωργία.
Δεν πάτησαν το Μοριά, δίχως αυτό να κάνει τους αρβανιτο-μοραΐτες πιο πολιτισμένους…

Πολλοί από δαύτους, γινήκανε έμποροι, μεγάλοι και τρανοί και ευεργέτησαν το έθνος, όπως: Ο Ζάππας (Ζάππειον), ο Αβέρωφ (αναμαρμάρωση Καλλιμάρμαρου, θωρηκτό κ.α.), ο Τοσίτσας (Πολυτεχνείο), ο Αρσάκης, ο Σίνας (Ακαδημία),ο Στουρνάρας, Γεώργιος Σταύρου (Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος), Κωλέττης, Λάμπρος, Σμολένσκης (ένδοξος στρατηγός του 1897) κ.α., αφού έβγαλαν βέβαια κι αυτοί το κατιτίς τους. Κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο έπαιξαν άσχημο παιχνίδι (κι έχασαν) – αφού συνεργάστηκαν πολλοί απ’ αυτούς με τους Ιταλούς, που τους έταξαν αυτόνομα πριγκιπάτα στη Θεσσαλία και την Ήπειρο, αλλά έφαγαν το κεφάλι τους.

Το γεγονός λοιπόν, ότι επί αιώνες αποκομμένοι κτηνοτρόφοι στα βουνά και τα λαγκάδια, (όπως άλλωστε και όλοι οι Έλληνες, αφού οι σοβαρές πόλεις στην κυρίως Ελλάδα σπάνιζαν επί Οθωμανών, που την θεωρούσαν κλασμένη επαρχία) εξηγεί το ότι ο σημερινός ρατσισμός των παρ’ ολίγον αστών Ελλήνων μεταξύ τους (που έχει βέβαια ρίζες στη βαυαροκρατία, αφού αυτοί μας θεωρούσανε χαμαντράκια), εκφράζεται υπό την μορφή ξενόφοβου ψόγου, ήτοι αποκαλούνται εκατέρωθεν Βλάχοι, μετωνυμικώς ως ορεσίβιοι, χωρικοί, επαρχιώτες και εν τέλει των μη Αθηναίοι (;) Μα, αν η αξεστοσύνη των Ελλήνων, ήτο ζήτημα γεωργαφικόν, τούτο θα ήτο ευτύχημα, διότι άξεστοι θα ήσαν μόνον οι μισοί!

Αλλά η Ελλάς, είναι μια θάλασσα Βλάχων, με σχεδία την Αθήνα, όπου προσπαθούν όλοι ν’ ανεβούν και να ρίξουνε έξω τον άλλονα (κι ας χωράνε), ενώ παραδίπλα πλέουνε υπερωκεάνια…

Πηγές: Εγγλέζικη Wikipedia, www.vlahoi.net, www.almyros.vlahoi.net και ό,τι άλλο θυμήθηκε η αφεντομουτσουνάρα του υποφαινομένου.

- Τον πούστη το Μπρεάνο, άμα τόνε πιάσω στα χέρια μου θα τόνε σκίσω!

- Γιατί, τί σου' κανε ρε;

- Μου πούλησε σκάρτο στάφφ. Άσε που το ψείρισε κιόλας η κουφάλα!

- Σ' έπιασε κότσο ο βλάχος ρε; Εμ, είδες βλάχο; Σ' είδε πρώτος! Καλά να πάθεις! Πού πάς και μπλέκεις μ' αυτόν τον κανάγια μωρή κοροϊδάρα;

Aver-on (από HODJAS, 29/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified