Further tags

Εύλογη παράφραση της γνωστής τηλεοπτικής σειράς του Αντένα: «Και οι παντρεμένοι έχουν ψυχή» με Καφετζόπουλο, Παρτσαλάκη κ.τ.λ. Ο ποιητής θέλει να πει ότι και οι παντρεμένες δεν μπορούν να αποκλειστούν από το target group ενός γαμίκου. Κι αυτές έχουν ανάγκες, αξίζουν ένα ψυχικό. Λέγεται αντιστρόφως: «Και οι παντρεμένοι έχουν καυλί».

Λάουρα: - Τά 'μαθες; Ο Βάγγελας κι ο Πέρι αφού μας άφησαν μπουκάλες, τώρα λένε έχουν σοβαρό σκοπό! Θα πάνε να παντρευτούν στην Τήλο!
Λίλιαν: - Έ όχι και μπουκάλες! Speak for yourself! Άλλωστε «και οι παντρεμένοι έχουν καυλί»!
Λάουρα: - Μα δεν είναι αυτή η φράση του τίτλου! Θα μας την πει κανάς σλανγκαρχίδης ότι δεν βάλαμε το λήμμα μες στο παράδειγμα!
Λίλιαν: - Ε, τι θες τώρα; Να γραφτούμε κι εμείς στα ΛΟΑΤ και να παντρευτούμε για να μας λένε «κι οι παντρεμένες έχουν μουνί», για να βγει το γαμωπαράδειγμα; Ορίστε τό 'πα! Ευχαριστήθηκες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λαϊκή παραδοξολογία που η σκοπιμότητά της παραμένει αβέβαιη.

Μερικές υποθέσεις:
1. Ίσως λέγεται από ανθρώπους πολύ απαιτητικούς που δεν καταδέχονται να σαβουρογαμήσουν και θεωρούν τίποτα λιγότερο απ' το Λίλιαν ως άξιο για την πούτσα τους. Οπότε ξέρουν ότι η επόμενη φορά που θα γαμήσουν θα είναι του Αγίου Πούτσου ανήμερα και μέχρι τότε η Λίλιαν θα αποτελεί ονείρωξη όχι μόνο μεταφορικά, αλλά και κυριολεκτικά και μάλιστα σε όνειρο που ονειρευόμαστε με τα μάτια ανοιχτά. Αυτό το πνεύμα εκφράζει κι ο Σταμάτης Κραουνάκης στο μνημειώδες αριστούργημά του (βλέπε παράδειγμα): Πρέπει να διαφυλαχτεί το γαμήσι, για κάτι που θα σε συγκλονίσει (τι ρίμες πετυχαίνω σήμερα ο πούστης!) και μέχρι τότε είναι προτιμότερος ο κόσμος της ντροπής. Με λίγα λόγια πρόκειται για τον τύπο: Κάλλιο Λίλιαν και καρτέρει, παρά Καυλάουρα και στο χέρι...

  1. Η φράση είναι η παρηγοριά ή παραμυθία/παραμύθιασμα του μαλάκα, όπως η φράση παρακαλετό μουνί, ξινό γαμήσι είναι η παρηγοριά αυτού που έχει μόλις φάει χυλόπιτα.

  2. Για χάρη, πάντως, της αντικειμενικότητας και μόνο, δεν πρέπει να αποκλείσουμε το ενδεχόμενο μια μαλακία να είναι εξαιρετικά εμπνευσμένη, με καλό σενάριο, πρωταγωνίστριες για Όσκαρ Α' και Β' γυναικείου ρόλου (λ.χ. να φαντασιώνεσαι ένα ντούο Σαρλίζ Θερόν - Μόνικα Μπελούτσι), κατάλληλη μουσική υπόκρουση, εντυπωσιακά σπέσιαλ εφέκτς και τα υπόλοιπα συμπαρομαρτούντα. Ενώ αντιστρόφως ένα γαμήσι να είναι τελείως ξενερουά...

Γενικά:
Τα πλεονεκτήματα του γαμησιού έναντι της μαλακίας είναι προφανή κι αστασίαστα. Σχεδόν κοινότοπα...

Οπότε θα επικεντρώσω στα πλεονεκτήματα της μαλακίας, για να προβώ σ' ένα «Μαλακίας εγκώμιον».

  1. Η μαλακία είναι σεξ με κάποιον που αγαπάς, όπως είπε ο πολύς Woody Allen, (δηλονότι τον εαυτό σου), κάτι που για το γαμήσι δεν είναι αυτονόητο.

  2. Η μαλακία είναι με διαφορά η καλύτερη αντισυλληπτική μέθοδος. (Κάτσε να σου τύχει καμιά ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη και θα πεις: «Στερνή μου μαλακία να σε τράβαγα πρώτα!»).

  3. Η μαλακία είναι ο ασφαλέστερος τρόπος να αποφύγεις AIDS και αφροδίσια νοσήματα. Εδώ οι γνώμες διίστανται. Ο Γιάννης Ζουγανέλης έγειρε ως αντι-AIDS σύνθημα το τραγούδι «Για να μείνεις εκτός νόσου, μοναχός σου εκτονώσου, μπες στο μπάνιο και κλειδώσου κ.τ.λ.». Όμως ο Λάκης Λαζόπουλος εύλογα αντέτεινε πως «δεν μπορείς να κάνεις τον μαλάκα σημαία μιας καμπάνιας»!

Τελικά, πρέπει να το παραδεχτώ: Το εγκώμιον της μαλακίας είναι ένα αυτοηττώμενο εγχείρημα! Πράξτε κατά συνείδησιν!

Το κλασικό παράδειγμα είναι απ' το τραγούδι του Σταμάτη Κραουνάκη, διασκευασμένο απ' τα Ημισκούμπρια.

«Και θυμάμαι τη νονά μου την φοράδα,
που ερχόταν κάθε Πάσχα να μου φέρει την λαμπάδα,
είπε «το παιδί δεν μου γυάλισε για μάγκας,
θα γίνει ντιγκιντάγκας,
θα γίνει ένας ντιντής»!

Όμως εγώ το είχα αποφασίσει,
σαν πετύχει η μαλακία, τύφλα να 'χει το γαμήσι
κι ως να 'ρθει αυτό που θα με συγκλονίσει,
θα ταξιδεύω μόνος μου στον κόσμο της ντροπής».

Το γνωστό τραγούδι με την φράση, εδώ σε διασκευή των Ημισκουμπρίων (από Hank, 08/01/09)(από xalikoutis, 16/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  • Η νιρβάνα, η απόλυτη ευδαιμονία, η έκσταση, το bliss (προφέρεται «μπλjις» στα καθ' ημάς).

Στο ψυχαναλυτικό παράδειγμα του β-Lacan, τον φαλλό ως αντικείμενο της επιθυμίας και σημαίνον αυτού του απολύτου, τον κατέχει ο πατέρας. Όμως στην ελληνική ιδιοτυπία, δεν τον κατέχει ο πατέρας, μα ο μπάρμπας. Τουτέστιν, από τον μπάρμπα περιμένουμε να μας δοθεί ως διά μαγείας η ευτυχία, η επιτυχία, η ευδαιμονία, ή απλώς το χαρτζηλίκι. Ο μπάρμπας είναι ο κάτοχος της αλήθειας και του ψεύδους ως «ο μπάρμπας μου ο ψεύτης» , ή ο Μπαρμπαλήθειας, also known as μπαρμπα-truthman. Ο μπάρμπας είναι αυτός που κατέχει τα μυστικά του γυναικείου οργασμού, αφού αυτός ανοίγει και κλείνει τη βάνα (βρύση), και γενικότερα σ' αυτόν αποβλέπουμε για οποιαδήποτε οργασμική εμπειρία μας στην Κορώνη, στην Αμερική (έχω μπάρμπα στην Αμερική) ή αλλού.

Αφού ετυμολογικώς ο μπάρμπας συνδέεται με την βαρβατίλα (παράβαλε τις ετυμολογικές παρατηρήσεις στο αντίστοιχο λήμμα), ο μπάρμπας είναι ο νούμερο 1, ο κατ' εξοχήν βαρβάτος, κι ο πατέρας ακολουθεί καταϊδρωμένος. Ετυμολογική ρίζα είναι το λατινικό barba = γένεια (βλ. μπαρμπιέρης), απ' όπου το ιταλικό barba, δηλαδή ο σεβάσμιος γενειοφόρος, αλλά και το βαρβάτος, με την γνωστή έννοια (βλ. τα ρουμάνικα, που επικαλείται το Πονηρόσκυλο εδώ). Οπότε ο μπάρμπας κερδίζει τον θαυμασμό και την εμπιστοσύνη χάρη και μόνο στην εγνωσμένη βαρβατίλα που αποπνέει, πρώτος αυτός, και μετά τα λοιπά αρσενικά, πατεράδες, παππούδες, παππούστηδες ξάδερφοι, μπατζανάκηδες και λοιποί. Συχνότατα είναι ο αδερφός της μητέρας. Στην ιδιοτυπία της παραδοσιακής ελληνικής κοινωνίας έχουμε ένα κράμα πατριαρχίας και μητριαρχίας, όπου υπάρχουν μεν οι παραδοσιακές πατριαρχικές δομές, πλην η γυναίκα είναι μητριάρχης στο νοικοκυριό (λέμε για παλιά χρόνια τώρα), κι εκεί η μεγάλη αυθεντία είναι ο μητραδελφός. Άλλωστε ποιος είναι ο πατέρας τους δεν το ήξεραν ούτε τα παιδιά του Ζεβεδαίου, αλλά όλοι ξέρουν ποιος είναι ο μπάρμπας τους. Αν προσθέσουμε και τον παραδοσιακό νεποτισμό του ελληνικού / ελληνορωμαϊκού / ρωμαίικου κόσμου, τότε έχουμε ένα εκρηκτικό μίγμα, όπου ο μπάρμπας είναι η αυθεντία στον οποίο προστρέχουμε σε κάθε δύσκολη στιγμή και δεόμαστε για τα πάντα. (Δεν είναι τυχαίο ότι μόνο τα Ελληνάκια αποκαλούν όλους τους μεγάλους σε ηλικία φίλους της οικογένειας «θείο, θείο», το οποίο κάνει μπαμ στην Διασπορά, λ.χ. στην ελληνοαμερικάνικη κοινωνία του My Big Fat Greek Wedding).

Επειδή, όμως, ο μπάρμπας δεν έχει μόνο εμάς για ανήψια, είναι αναμενόμενο όπου περνάει ο μπάρμπας, να γίνεται το έλα να δεις, το λαϊκό προσκύνημα, το πατείς με πατώ σε, το αδιαχώρητο άμα και ανυποχώρητο. Και βέβαια, είναι μοιραίο ο μπάρμπας να έχει δύο πρόσωπα, ως άλλος Ιανός. Το ένα είναι το ευμενές, του πράου μπάρμπα, που ικανοποιεί σπλαχνικά την δέησή σου. Το άλλο είναι του αδυσώπητου αποτρόπαιου μπαρμπόιλ, που απαντά στο αίτημά σου μ' ένα παγερό «Μπαρμπαριά και Τούνεζι»! Ή «μπαρμπούτσαλα κι αντίδια καπαμά»! Συμπερασματικά, το δώσε και μένα μπάρμπα είναι ως αίτημα, καημός, όνειρο κ.τ.ό. η ευδαιμονία, το μπερεκέτι, η νιρβάνα, ο οργασμός, γενικά ότι περιμένουμε απ' την ζωή να μας το επιδαψιλεύσει χωρίς ανταλλάγματα ο μπάρμπας μας απ' την Κορώνη ή ο μπάρμπας απ' την Αμερική. Αλλά μέχρι να γίνει αυτό πραγματικότητα, αν γίνει, είναι το τρομαχτικό κομφούζιο, και χάος που επικρατεί από την προσέλευση όλων των αιτούντων ανηψιών. Με λίγα λόγια το χάος στο οποίο βρίσκεται η Ελλάδα στις τελευταίες δύο χιλιετίες και βάλε.

  • Όλα τα παραπάνω ισχύουν αν το «μπάρμπα» στην έκφραση είναι κλητική προσφώνηση και με μικρό το αρχικό «μ». Υπάρχει και η περίπτωση, όπου το «Μπάρμπα» είναι με μεγάλο «Μ», (το λεγόμενο «μι εις τη νιοστή», πού 'λεγε κι ο Ανδρουλάκης), και τότε μιλάμε για την γνωστή και μη εξαιρετέα ηθοποιό Βάνα Μπάρμπα.

Οι δύο περιπτώσεις δεν διαφέρουν τόσο όσο μπορεί να νομίσει κανείς. Και στην δεύτερη περίπτωση έχουμε εναγώνιο αίτημα - δέηση, μόνο που τώρα αναφερόμαστε στο οργασμικό αντικείμενο των προσδοκιών μας, το οποίο είναι η μεγάλη νταρντανογυναίκα, ο μπάρμπας με Μ κεφαλαίο, που μπορεί να τα κατάφερει όλα με τοσπαθί της.
Επομένως, ουσιαστικά η ίδια και απαράλλακτη έκφραση λέγεται διττώς, αναφορικά α) προς τον πάροχο της αιτήματος, και β) το εκπληρωμένο αίτημα καθαυτό. Για να θυμηθούμε και τον β-Lacan, ο πατέρας (μπάρμπας στην Ελλάδα) έχει τον φαλλό, ενώ η μητέρα (Μπάρμπα εδώ, η απόλυτη μητρική φιγούρα - μανάρα) είναι ο φαλλός.

Μερικές περαιτέρω ομοιότητες μεταξύ μπάρμπα και Μπάρμπα: Και οι δύο μπορούν να καταφέρουν τα πάντα, τίποτα δεν είναι αδύνατο γι' αυτούς. Ο μεν πρώτος ως Ρήγας - μπαστούνι, άλλως μπαστουνόβλαχος, με το μπαστούνι - γκλίτσα του, η δε δεύτερη, ως (Μα)ντάμα - σπαθί (κατά GATZMAN, βλέπε εδώ) τα καταφέρνει όλα με το σπαθί της. (Φαλλικά σύμβολα και τα δύο, για να θυμηθούμε τον β-Lacan). Και ο μεν μπάρμπας είναι αυτός πουανοίγει και κλείνει την βάνα, όμως η Βάνα Μπάρμπα είναι αυτή που, κατά την εναλλακτική ανάγνωση της ίδιας έκφρασης, χύνει. Ο μπάρμπας είναι ο δρόμος προς τον οργασμό, η Μπάρμπα είναι ο ίδιος ο οργασμός.

Δώσε και μένα Μπάρμπα, τελικά σημαίνει την ευχή, το αίτημα για το ανεκπλήρωτο, αυτό που ο β-Lacan αποκαλεί «το πραγματικό» (le reel), και όπου ενώνονται το αρσενικό και το θηλυκό, ο έρωτας και ο θάνατος. Να σας θυμίσω ότι η Μπάρμπα είναι το μεγάλο θηλυκό - νταρντάνα με την υψηλή τεστοστερόνη, η βαρβάτη γκόμενα, η Barbarella, η κατεξοχήν Ελλεεινίδα! Αλλά κι αυτή που ο οργασμός μαζί της είναι θανατηφόρος, ολετήριος (πολλά έχουν ακουστεί γι' αυτό!). Οπότε πρέπει να το αναρωτηθούμε καλά: Θέλουμε πράγματι να μας δώσουν την Μπάρμπα;

Θα έλεγα ναι, αφού ακόμη κι ο οργασμικός θάνατος στην αγκαλιά μιας Μπάρμπα είναι ένα «μακάριον τέλος» με την αρχαιοελληνική έννοια, ότι ευτυχισμένος θνητός είναι αυτός που πεθαίνει όμορφα στην κορύφωση της ζωής του (του οργασμού του θα προσέθετα εγώ). Απλώς θέλει αρετήν και τόλμην!

Μετά τις πυρκαγιές στην Πελοπόννησο, υποσχέθηκε ο Καραμανλής τα τριχίλιαρα κι έγινε το δώσε και μένα μπάρμπα, ποιος θα τα πρωτοπάρει. Και μετά τον ξαναψήφισαν! Τώρα που κάηκε κι η Αθήνα, θα ξαναγίνει το δώσε και μένα μπάρμπα για τα δεκαχίλιαρα; Τελικά, ως πότε θα περιμένουμε από έναν μπάρμπα, τον x μπάρμπα, την σωτηρία για όλα τα δεινά μας;

Όπου περιέφερε ο Ευφραίμ τα κειμήλια, γινόταν το δώσε και μένα μπάρμπα. Και τώρα γίνεται το δώσε και μένα μπάρμπα όπου πάει, αλλά για να τον κράξουν!

Ο τύπος είναι αδίστακτος! Μέχρι πρότινος έλεγε δώσε και μένα μπάρμπα στον πράσινο μπάρμπα του απ' την Μεθώνη, σαν να 'ταν πρασινοφρουρός. Κι όταν άλλαξαν τα πράγματα τσαμπούνησε το δώσε και μένα μπάρμπα στον γαλάζιο μπάρμπα του απ' την Κορώνη. Ναι, ήμουν παρών που του μίλαγε απ' το bluetooth, ζητώντας μονιμοποίηση.

- Και τι θέλεις να σου δώσω παιδάκι μ';
- Δώσε και μένα Μπάρμπα, μπάρμπα!

Δώσε και μένα μπάρμπα Jack. (από Jonas, 25/02/09)(από gizaha, 06/09/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παροιμία νέας κοπής. Αποδεικνύει περίτρανα στον νεοελληνικό πατρογονόπληκτο πληθυσμό πως τα μεγαλύτερα μυαλά στον κόσμο αυτόν δεν αποκλειόταν να είναι πούστηδοι. Όταν λοιπόν κάποιος μας αμφισβητεί επειδή είμαστε αδερφάρα, οφείλουμε να του απαντήσουμε χρησιμοποιώντας τη ρήση αυτή κι έτσι είναι εγγυημένο ότι θα τον αποστομώσουμε.

Επίσης το λέμε για παρηγοριά όταν, με μεγάλη μας πικρία, διαπιστώνουμε ότι κάποιο είδωλό μας είναι τελικά κι αυτός μεγάλη πούστρα.

  1. - Ρε φίλε, νά' σαι καλά... μπορεί να είσαι μεγάλη αδερφάρα, αλλά αυτό που σκέφτηκες μας έλυσε τα χέρια...
    - Εμ να, για να μη λες. Εξάλλου, μην ξεχνάμε πως κι ο Σωκράτης ο σοφός, πούστης ήτανε κι αυτός.

  2. (πιπίνι σε άλλο πιπίνι)
    - Ρε να πάρει, το ήξερες εσύ ότι ο Σεργιανόπουλος ήταν πούστης;
    - Ε ναι ρε φιλενάδα, τα είπαμε, την έκαιγε τη βάτα ο τύπος, ξεκόλλα!
    - Μα δεν του φαινότανε ρε συ...
    - Μη χαλιέσαι μωρέ, δεν πειράζει, κι ο Σωκράτης ο σοφός πούστης ήτανε κι αυτός!
    - Στο μουνί μου ο Σωκράτης, εμένα ο Σεργιανόπουλος μου άρεσε.

Ο Σωκράτης αποθαρρύνει τον Αλκιβιάδη από τον στρέιτ έρωτα (από Khan, 30/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράφραση της περίφημης ρήσης του Καζαντζάκη (;) «Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου!».

Το γυναικείο αιδοίο, που αποτελεί εν τω προκειμένω απόλυτο σύμβολο της γυναίκας, είναι τόσο βαθύ, σκοτεινό, ερεβώδες, χαοτικό, άγνωστο, ανεξερεύνητο και άραχλο -και ωσεκτουτού τρομακτικά μυστηριώδες- και η μυθικών διαστάσεων επενέργειά του στην γυναικεία όσο και στην αντρική ψυχολογία είναι τόσο πολύπλοκη και μη μετρήσιμη, ώστε μπορεί να παρομοιαστεί μόνο με τρομακτική και άγνωστη άβυσσο.

Σημ.: στην κυριολεκτική έννοια του όρου μιλάμε για πηγαδομούνοβα... (βλ. Πηγαδομούνοβα, Τατιάνα ή πηγάδω)

- Ρε πούστη μου, τά 'χω παίξει με την Ελένη... Δεν πιάνεται από πουθενά. Είπα να της κάνω έκπληξη κι έπλυνα εγώ τα πιάτα σήμερα και αντί να χαρεί με είπε μαλάκα, που τί την πέρασα, για τεμπέλα;, που όλο κάνω πράγματα όταν δεν χρειάζεται, που τα είχε αφήσει επίτηδες για να δει η μάνα μου ότι μαγειρεύουμε και τρώμε κι ότι δεν μένουμε νηστικοί σ' αυτό το σπίτι, κι ότι άλλη φορά να ρωτάω ... με πήρε από τα μούτρα σου λέω! Και δεν είχε καν περίοδο, να φανταστείς. Να μη σου πω ότι ήταν στις καλές της κιόλας!
- Τι να σου πω φίλε, άβυσσος το μουνί της γυναίκας!...

βλ. και χριστιανοσλάνγκ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παροιμία η οποία ασφαλώς υποδηλώνει, ότι σε οτιδήποτε και αν κάνεις πρέπει να έχεις εμπειρία, αλλιώς θα κοπιάσεις πολύ για να επιτύχεις το στόχο σου.

- Μπαμπά, να ψήσω εγώ τις μπριζόλες στη σχάρα;
- Άσε ρε Γρηγοράκη. Το μουνί και το πριόνι, όποιος δεν τα ξέρει ιδρώνει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σοφή λαϊκή ρήση που σημαίνει: δεν ακούς την έμπειρη γυναίκα, και νά τι παθαίνεις... Λέγεται και από άντρα και από γυναίκα. Συνήθως το λένε όσοι τη βρίσκουν με το να αποδεικνύεται πως είχαν δίκιο.

Βλ. και παλιά καραβάνα γενικώς.

- Ρε γαμώτο, δίκιο είχες, δεν έπρεπε να πάμε στο Galaxy για ποτό... Δήθεν σπεσιαλιτέ στα κοκτέιλ, δήθεν τό 'να μου, δήθεν τ' άλλο μου, αμίτες μας σερβίρανε, φρέσκο χυμό ούτε για δείγμα, και πληρώσαμε μαζί με κάτι μεζεδάκια 1200 ευρώ για 8 άτομα, μας πήρανε τα σώβρακα σου λέω...
- Εεεμ, δεν ακούς τη γριά πουτάνα... Όταν σου τά 'λεγα με έλεγες μίζερο... Λύσσαξες «έχει θέα» κι «έχει θέα», φάτηνα τώρα. Δούλευε να τα ξαναβγάλεις που μου ήθελες και πολυτέλειες, μαλάκα. Για κάτι ηλίθιους σαν και σένα στήνουν τους ιστούς τους αυτοί... Άκου τώρα, μου θες και θέα.. πού την έμαθες τη θέα, στο εσωτερικό διαμέρισμα στο Πατήσι;
- Ε σκάσε πια, μου ζάλισες τ' αρχίδια, τί 'θελα και στο 'πα...
- Όχι, καλά έκανες, γιατί ...
(κλπ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τόπος που ανάγεται στα επίπεδα του φανταστικού, του εξωπραγματικού. Η ωοτοκία αυγών αηδονιού από κούκο είναι κάτι αδύνατο και παράλογο, το ένα πουλί τραγουδάει όμορφα ενώ το άλλο είναι άσχημο. Η αναφορά στη συνουσία τονίζει τη σχέση δύναμης και επιθετικότητας που ενέχει η έκφραση. Το άκουσα ως φαντάρος στον Έβρο, όταν κάποιος ρώτησε υποτιμητικά στρατιώτη από τον Πύργο (ενώ ήδη γνώριζε ότι είναι από εκεί) από πού είναι.

- Ποιος είσαι εσύ ρε, από πού είσαι;
- Από εκεί που γαμεί κούκος και βγαίνει αηδόνι. Έχεις πάει ποτέ εκεί;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ρήση αυτή αναφέρεται σε ζευγάρι όπου ο άνδρας είναι κοντός και η γυναίκα ψηλή. Η ρήση αυτή αναφέρεται σε ζευγάρι, λόγω της γειτνίασης των κοντινών Αθηναϊκών εκκλησιών της Μητρόπολης (Ευαγγελισμός Θεοτόκου) και του Αγίου Ελευθερίου και του γεγονότος πως ο Άγιος Λευτέρης και η Παναγία είναι διαφορετικού φύλου. Το γεγονός πως η ρήση αναφέρεται σε ψηλή γυναίκα και σε κοντό άνδρα αντιστοιχίζεται με τη μεγάλη διαφορά ύψους που υπάρχει μεταξύ της Μητρόπολης( Παναγία παραπέμπει σε γυναίκα) και του Αγίου Λευτέρη (παραπέμπει σε άνδρα), όπου η πρώτη είναι αρκετά ψηλότερη από τη δεύτερη. Γενικότερα η Μητρόπολη έχει πολύ μεγαλύτερες διαστάσεις από το εκκλησάκι του Αγίου Ελευθερίου, αλλά η ρήση αυτή δίνει έμφαση στη διαφορά ύψους.

- Πω πω καλά φάε ρε το ζευγάρι απέναντι. Αυτή είναι πανύψηλη κι αυτός νανοφέρνει.
- Πράγματι. Σαν τη Μητρόπολη με τον Άγιο Λευτέρη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μας πήρανε χαμπάρι οι ανεπιθύμητοι, ήρθαν και αυτοί (μπουλουκηδόν συνήθως) και χάσαμε την ησυχία μας.

Μόλις στρώσαμε να φάμε χτύπησε το κουδούνι. Ήταν οι από κάτω που ήθελαν να δούνε, λέει, τί κάνουμε. Δεν μπορούσα να μην ανοίξω γιατί πριν από λίγο τους είχα ζητήσει ένα ματσάκι μαϊντανό. Τι να κάνω, τους είπα από ευγένεια να κάτσουν κι αυτοί για φαγητό και βεβαίως έκατσαν χωρίς αναστολές. Πάει το ρομαντικό δείπνο με τον Αντώνη... ο οποίος όλη την ώρα μουρμούραγε με τη μπουκιά στο στόμα και κοιτούσε μόνο το πιάτο του:
- Μάθαν ότι γαμιόμαστε, πλακώσανε κι οι γύφτοι...
Ευτυχώς (;) οι γύφτοι δεν τον ακούσανε να το λέει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified