Further tags

Όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει ερωτικό παιχνίδι (sex toy) που αποτελείται από αλυσίδα ή σχοινί με μπίλιες/χάντρες που εισέρχεται στον πρωκτό.

- Μάκη μου, τι δώρο θες για τη γιορτούλα σου;
- Αχ, το έχω απωθημένο να παίξω μ' ένα κωλομπεγλέρι σπέσιαλ!
- Ό,τι θέλει το παιδί.

- Και που λες, μπαίνω στο γραφείο του διοικητή και τον βρίσκω ξαπλωμένο ανάσκελα με τη μαλαπέρδα πάνω στη κοιλιά...μου λέει « έλα πιτσιρίκο να πούμε δυο κουβέντες σταράτες»..
- Ε τον βρωμιάρη...και τώρα τι θα κάνεις;
- Το μόνο που μένει να κάνω είναι να τον κεράσω ένα κωλομπεγλέρι δυόμισι μέτρα...

(από Afentikos, 14/02/15)(από Afentikos, 14/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σεξ σε στάση doggystyle ή σκυλίσιο, όπου δηλαδή η ερωμένη (ή η κόρη) στήνεται στα τέσσερα γονατιστή θυμίζοντας τετράποδα σκύλο, ώστε να παρθεί από τον εραστή της από πίσω. Η στάση αυτή θεωρείτο συχνά ως πιο ζωώδης, τουλάχιστον στο χριστιανικό παρελθόν, και αρμόζουσα σε τετράποδες όπως οι σκύλοι, πλην καθώς είναι εξαιρέτως ηδονjική και για τους δύο συντρόφους αποτελούσε εξαπανέκαθεν βασικό στοιχείο του ερωτικού μενού. Λατινιστί more canino, ήτοι με τον τρόπο του σκύλου, ή more ferarum, ήτοι με τον τρόπο των άγριων ζώων.

Επίσης, μπορεί να σημάνει και το έντονο γαμήσι, όπως στο σκυλοπηδιέμαι, όπου το α΄ συστατικό σκυλο- μπορεί να είναι απλώς μεγεθυντικό ή δηλωτικό έντασης. Τέλος, σε ορισμένες περιπτώσεις νοσηρής φαντασίας ή σεξουαλικής πράξης, καθώς στον σλανγιώτατον ποιητήν Ανδρέαν Εμπειρίκον, μπορεί να σημαίνει τελείως κυριολεκτικά την κτηνοβασία με σκύλο, -για την ακρίβεια σκυλογάμευσις είναι ο ακριβής όρος της εμπειρικείου ιδιολέκτου. (Οι ως άνω σημασίες μπορεί και να συνδυάζονται).

  1. Πολυ επικοινωνιακη και ομιλιτικη στην αρχη ισως περισσοτερο απο οσο ηθελα αλλα οταν καταπιαστηκε με το πνευστο οργανο οι συζητησεις πηραν τελος, καθιστος με την πλατη στο κεφαλι του κρεβατιου απολαυσα μια ωραια ρουφηχτη πιπα και η συνεχεια ειχε λιγο απο ιεραποστολικο και σκυλογαμησι. (Κριτικός μπορντέλου αξιολογεί σε μπουρδελοσάιτ).

  2. Τελικη φαση συνευρεσης σκυλογαμησι οπου η κωλάρα της ειναι διαβητης! (Έτερος κριτικός μπορντέλου σε έτερο μπουρδελοσάιτ).

  3. Τὰ ἐρωτικὰ σχήματα δήλ. οἱ στάσεις στὸ γαμήσι ἀπασχόλησαν ἀπὸ νωρὶς τοὺς παπάδες. Τὸ πίσω-κολλητὸ προκαλοῦσε πολλὲς ἐρωτήσεις στοὺς καθολικοὺς ἐξομολογητὲς ποὺ θέλανε νὰ μάθουν ἂν ὁ σύζυγος τὸν εἶχε χώσει στὸ αἰδοῖο ἢ στὸν πρωκτό. Τὴ στάση ἀπὸ πίσω τὴν ὀνόμασαν «more canino» ἂς ποῦμε σκυλογαμήσι καὶ ἤδη ἀπὸ τὸν μεσαίωνα θεωρήθηκε ἁμαρτωλή, σὰν κάτι τὸ ζωῶδες. (Πολυτονιάτης εκθέτει την ιστορία των στάσεων στις Ανάρμοστες Σελίδες).

  4. Ἡ Νόλα ἦτο τόσον καυλωμένη ποὺ οὔτε πρὸς στιγμὴν δὲν ἔκαμε τίποτε διὰ νὰ ἀποσείσηι τὸν μέγαν μολοσσόν, οὔτε πρὸς στιγμὴν κἂν δὲν διεμαρτυρήθη. Μὀνον μία διαπεραστικὴ κραυγὴ αἰφνιδίου πόνου, καὶ ἴσως καὶ εκπλήξεως, μία ὀξυτάτη κραυγὴ στιγμιαίου μόνον ἄλγους τῆς διέφυγε τὴν ὥραν ποὺ παρεβιάζετο ὁ μικρὸς σφιγκτήρ της, καὶ, χωρὶς νὰ παύσηι οὔτε δι' ἓν δευτερόλεπτον τὴν αὐνάνισιν τῆς Ὄλας καὶ τὴν τρῖψιν τοῦ ἰδικοῦ της ὀρθίου κλειτοριδίου, ἡ Νόλα ἀφέθη προθύμως καὶ ευχαρίστως εἰς ταῖς γαμιαῖς τοῦ βατεύοντος αὐτὴν εἰς τὸν πρωκτίσκον της κυνός. Ἦτο δὲ φανερὸν ὅτι ἀπελάμβανε τὴν σκυλογάμευσίν της, σχεδόν ὡσὰν νὰ τὴν γαμοῦσε προσφιλὴς ἀνήρ, καὶ ἔσειε καὶ ἔσπρωχνε τὸ ἀκάλυπτον κωλαράκι της πρὸς τὰ ὀπίσω, εἰς προϋπάντησιν τῶν ραγδαίων λογχισμῶν τῆς σουβλερᾶς τοῦ μολοσσοῦ ψωλῆς, ποὺ εἰσέδυεν εἰς τὴν στενήν της ὀπισθίαν σήραγγα, ἐνῶ ἡ γαμουμένη παῖς, ἐκβάλλουσα τώρα πάλιν, χωρὶς ἶχνος πόνου ἢ δυσφορίας, ὀξείας φωνὰς καθαρᾶς λαγνείας, ἔστρεφε τὴν κεφαλήν της διὰ νὰ ἀπολαύσηι, εἰ δυνατόν, καὶ διὰ τῶν ὀφθαλμῶν, ἐνῶ ὁ σφίγγων αὐτὴν μὲ τοὺς προσθίους του πόδας εἰς τὴν μέσην κύων, ἔλειχεν ἐνίοτε περιπαθῶς αὐτὴν εἰς τὸν ἀυχένα, καθὼς ἡ Νόλα κύπτουσα ηὐνάνιζε τὴν αὐνανίζουσαν τὴν Γκρέταν ἀδελφήν της. (Μέγας Ἀνατολικός, Τόμος 2, σ. 120).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η την ψωλήν βυζαίνουσα, ήτοι η πεολείχουσα, η τσιμπουκλού, η πιπατζού, η ψωλογλείφα. Ανήκει στην ιδιόλεκτον του ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου.

Ἤθελε, τώρα, νὰ πέσηι εἰς τὰ γόνατά του καὶ νὰ τῆς εἴπηι τὰ πλέον γλυκὰ καὶ τὰ πλέον αδιάντροπα ὡραῖα λόγια: «Ἀγάπη μου καὶ φῶς μου! Χρυσή μου καὶ ἄγγελέ μου! Πουλάκι μου! Κορίτσι μου! Ψωλοβυζάχτρα μου! Γλυκὸ καὶ παχουλὸ μουνί μου!...» (Μέγας Ἀνατολικός, Τόμος 5, σ. 70).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Κουβάδες»: δείχνει τεράστια ικανοποίηση η και απόλαυση και αποτελεί τμήμα της έκφρασης «χύνω κουβάδες». Επίσης δεν αναφέρεται μόνο σε σεξουαλικά αντικείμενα αλλά και σε οτιδήποτε μπορεί να προσφέρει απόλαυση η ευχαρίστηση. Επίσης χρησιμοποιείται ως παραίνεση.

1) Συζήτηση μεταξύ φίλων. Ερώτηση: είναι καλό το τελευταίο π.χ. (ταινία, δίσκος, παιχνίδι, βιβλίο);
Απάντηση: Καλά μιλάμε, κουβάδες!

2) Πήγαινε να φας στο τάδε εστιατόριο, το φαγητό είναι κουβάδες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το θεόμουνο, ο μουνάγγελος, ο καυλάγγελος. Άλλη μια λατρευτική σλανγκιά του σλανγιωτάτου ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου.

Βλ. επίσης: -μούνα.

«Ωωωωωχ!... Άααααχ!...» έκαμνε συνεχώς και ο θαυμαστής της, τρίβων αδιακόπως την ψωλήν του επί του σφύζοντος προ αυτού ανοικτού μουνέττου, λέγων μεταξύ των στοναχών του γλυκασμού που εδοκίμαζε: «Μουνίτσα μου!... Μικρή μου Μίς:... Αγγελομούνα μου!... Φλώσσυ!... Φλώσσυ!... Μουνάγγελε!... Ψωλέττα μου! Ψωλήνα!...»
(Μέγας Ανατολικός, Κεφ. 13 σ. 38)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην ιδιόλεκτο του σλανγιωτάτου ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου σημαίνει το νεαρώτατον κοράσιον που συμπεριφέρεται ήδη ως πούτα ή, μάλλον, ως αγγελοπούτα λόγω της αγγελικής εμφανίσεως της καυλαγγέλου καυλόπαιδος. Χρησιμοποιείται σε γαμησιάτικα ή αυνανιστικά μπινελίκια, όπου με τον χαρακτηριστικό στον Εμπειρίκο «μίνιμουμ σαδισμόν» εξυβρίζεται η ερωμένη ώστε να επιταθεί η καύλωσις του ερώντος ή της ερώσης. Πέον να σημειωθεί ότι το πουτανοκόριτσο είναι κυριολεκτικά (άνευ λινκ) κορίτσι, ήτοι ανήλικη παιδίσκη, σύμφωνα με τις προτιμήσεις του ποιητού που θα έκαναν τη σύγχρονη κορεκτίλα να φρίξει (δικαίως μάλλον) και τον Αλέξανδρο Αβρανά να γυρίσει δέκα ταινίες για τη νεοελληνική οικογένεια που εκπορνεύει τα νεαρά μέλη της.

Εκτός του Εμπειρικείου λογοτεχνικού σώματος το βρίσκω ως βρισιά για νεαρό κορίτσι.

  1. «Πουτάνα... Πουτανοκόριτσο...» ἐψιθύρισε σφαδάζουσα εἰς τὴν κρυφήν της σκοπιὰν ἡ βοηθὸς τοῦ ταχυδακτυλουργοῦ Γκρεγκουάρ. Καὶ ἀποταμιεύουσα ἄθελά της, παρὰ τὴν ζηλοτυπίαν της, μὲ ἀπληστίαν τὸ ὡραῖον καὶ συνταρακτικὸν τοῦτο θέαμα εἰς τὴν ψυχήν της, μὲ ἓν εἶδος ἐξάρσεως οδυνηρότατα ἡδονικῆς, ἡ Ὑβόννη ἐπανέλαβε μὲ ψίθυρον φλογερὸν καὶ μὲ μῖσος, ἐνῶ ἡ Ἐθὲλ ἐσείετο ἀκόμη ἀπὸ τοὺς σπασμούς τοῦ ὀργασμοῦ της: «Πουτάνα... Πουτανοκόριτσο...» καὶ προσέθεσε «Ἀστροπελέκι νὰ πέσηι ἐπάνω σου, νὰ σὲ κάψηι». (Μέγας Ανατολικός, Τόμος 1, σ. 155).

2. (προσεξτε οταν το άπλυτο πουτανοκοριτσο φωναζει εις διπλουν το «φασιστες κουφαλες ερχονται κρεμαλες») αχαχαχαχαχαχαχαχαχα

3. ΧΑΧΑΧΑΧΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧ ΑΝ ΕΧΕΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΟ ΠΟΥΤΑΝΟΚΟΡΙΤΣΟ ΑΣ ΕΡΘΕΙ ΝΑ ΜΑΣ ΤΟ ΠΕΙ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψωλογλειφίδα η οποία κατά την διάρκεια του μινέτου μετουσιώνεται από κοινή μούνα, κυριολεκτικά, σε στόμα και μουνί ένα πράμα.

Άλλη μια λατρευτική σλανγκιά του σλανγιωτάτου Ανδρέα του Εμπειρίκου

...Τι γλύκα!... Τι γλύκα!... Φλώσσυ μου είναι Πα... ΠΑράδεισος αυτό που κάνεις!... είσαι, λοιπόν, και πούτα... πουτίτσα... Άγγελος μαζύ και πούτα!... Αγγελοπούτα!... Στοματομούνα!..... Ψωλογλείφα!.... Ώωωωωχ!.... Ώωωωωχ!.... Μουμούνα μου!.... Άααααχ!... Ωωωωωχ!...
(Ἀνδρέας Ἐμπειρῖκος «Ὁ Μέγας Ἀνατολικός», Τόμος Β', σελ. 25)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένας πλεοναστικός εμφατικός τρόπος για να βρίσεις κάποια(-ον) (ή να αποκαλέσεις στο πλαίσιο γαμησιάτικων μπινελικίων) ως πουτάνα.

  1. -Ψωλοπουτάνα όλκης. Να πάει να γαμηθεί...
    -Τόσες και τόσες ρομούνες, την πιο ξυνή διαλέξατε; (Ντέλια Βελκουλέσκου, η Ρουμάνα του ΔΝΤ για την Κύπρο).

2. Κύριε ΣΥΝΑΓΩΝΙΣΤΑ η μανούλα σου η ψωλοπουτάνα σε έμαθε να φοβάσαι τους μετανάστες και τους αναρχικούς τόσο πολύ;! Κάτι ξέρει μάλλον

3. Να πεθάνουν τα ψωλοπούτανα.

Got a better definition? Add it!

Published

Στον σλανγιώτατον ποιητήν Ανδρέαν τον Εμπειρίκον, το ψωλοκόριτσο ορίζεται αστασιάστως ως «ἡ κοπέλα ποὺ αγαπάει πάνω ἀπ' ὅλα τὴν ψωλὴν», ήτοι η ψωλοζητιάνα, η ψωλοδιψάζουσα ζητιάνα της πούτσας, η ψωλού. Στο νέτι το βρίσκω και με πιο queer σημασίες ως κορίτσια που έχουν/ είχαν ψωλή (τραβέλια ή τρανσφόρμερ) ή παντός είδους ψωλίδας.

  1. -Ἄν είμαι λοιπὸν γκουνιώτα, πρέπει να είμαι τόσο λίγο ποὺ αὐτὸ δὲν σημαίνει ἀληθινὰ γκουνιώτα... Τόσο λίγο ὅσο ἐγώ, εἶσαι καὶ σὺ Μιμί μου, δὲν τὸ παραδέχεσαι;
    - Τὸ παραδέχομαι απολύτως... Τόσο ὅσο λὲς είμαι καὶ ἐγώ... Κι ὅποια κοπέλλα εἶναι τόσο λίγο, δὲν εἶναι γκουνιώτα, μὰ ψωλοκόριτσο- δηλαδή κοπέλα ποὺ αγαπάει πάνω ἀπ' ὅλα τὴν ψωλή!... Ἡ μόνη μας διαφορὰ εἶναι, θαρρῶ, ὅτι τρελλαίνομαι ὄχι μόνο γιὰ ψωλὴ μὰ καὶ γιὰ σπέρμα... Μπορῶ νὰ καταπιῶ 5-6 ἀνδρῶν ψωλόχυμα, συνέχεια, τοῦ ἑνὸς μετὰ τοῦ ἄλλου...
    - Καὶ τὸ μουνόχυμα; Ἄν χύσηι μιὰ κοπέλλα μὲς στὸ στόμα σου δὲν σοῦ ἀρέσει;
    - Μοῦ ἀρέσει πολὺ καὶ πάντα τὸ καταπίνω... Θεωρῶ ὅμως τὸ σπέρμα ὡς κάτι ἀνώτερο, πολὺ άνώτερο, ὅσο εἶναι ἡ σαμπάνια ἀπὸ τὸ κοινὸ κρασί... ποὺ δὲν ἀρνοῦμαι ὅμως ὅτι ἔχει καὶ αὐτὸ τὴν άξίαν του. Μ'ἐννόησες, ἀγαπητή μου Estelle; (Μέγας Ανατολικός, Τόμος 3, σ. 302).

  2. Συνέχισε ψωλοκόριτσο. Ποιείς ωραίαν μαλακίαν. Στας διαταγάς σας κυρία. (Από σάιτ).

  3. ανωμαλο τρανσ ψωλοκοριτσο 25 χρονων ψαχνει παρέα για τρελα παιχνίδια. (Από σάιτ γνωριμιών)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκδοχή της κοινής πουτάνας.

Σλανγκιά του σλανγιωτάτου Ανδρέα του Εμπειρίκου εκ του λάτιν putidus (σάπιο, ρυπαρό και δύσοσμο).

Βλ. και πουτί.

Τότε, και ενώ η Υβόννη εψιθύριζε: « Καλά να πάθης, πούτα... », η Έθελ, µη δυναµένη να αναµείνη ούτε ένα λεπτόν, έθεσε τήν δεξιάν της χείρα εις τό αιδοίον της και, στηριζοµένη µόνον µε τήν αριστεράν επί τού πάγκου, ήρχισε να τό τρίβη γρήγορα, εις τήν θέσιν που ευρίσκετο, ώστε να προκαλέση τουλάχιστον µόνη της, διά τού αυνανισµού, τόν οργασµόν.
(εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified