Further tags

Λεσβιακός σχηματισμός κατά τον οποίο δύο αιδοία φιλιούνται μεταξύ τους.

(«Δυο ζευγάρια σε ταξίδι αναψυχής», διήγημα):

[...] τότε σηκώνεται η Αγγελική και περνάει το ένα πόδι της πάνω από την Χαρά και το άλλο από κάτω και αρχίζουν να κάνουν πλακομούνι...

αυτό μάλλον αναφέρει στο σχόλιο η ironick (από xalikoutis, 23/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αφορά την πράξη της μαλακίας ή απλά της αδράνειας.

— Τι θα γίνει θα βγούμε; Ο Νίκος θα έρθει;
— Άσ' τον αυτόν θα κάτσει σπίτι... Ασπρίζει τοίχους...

Δες και βάφει ταβάνι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περίοδος αγαμίας.

- Καιρό έχω να σε δω, πώς και χάθηκες, βρήκες γκόμενα; - Τι γκόμενα ρε, με δουλεύεις; Μεγάλη ξηρασία. Έχω να πάω με γυναίκα 5 μήνες. Ευτυχώς που υπάρχει και το filmnet και την βγάζουμε και μόνοι μας.

βλ. και αναμουνή, ξεραΐλα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προκύπτει από το «παρτούζα».

  1. (www.angelfire.com) «40άρα θέλει πάρτυ με ούζα στον κώλο της...»

  2. - Τι θα κάνουμε απόψε Χαράλαμπε;
    - Δεν λες στην αδερφή σου να περάσει για τίποτα πάρτυ με ούζα;
    - Άααα, δεν πίνω απόψε! (άσχετη)

Πάρτυ με ούζα (από Hank, 19/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρήση του λήμματος ως λιπαντικού.

  1. Με σάλιο και υπομονή, ο κώλος γίνεται μουνί.

  2. - Χωρίς σάλιο θα σε πάρω πούστη... θά 'ναι σαν να σε περνάει τρένο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εννοούμε φοράω τα κέρατα. Το να απατάς/κερατώνεις τον/την σύντροφό σου.

Καλά δεν τα 'μαθες; Που έμαθε ο Γρηγόρης πως τόσο καιρό η Τούλα του τα φόραγε με τον κολλητό του τον Παναγιώτη και τους πήρε και τους δυο στο κυνήγι με το κουζινομάχαιρο μέσα στην ταβέρνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ερωτική πράξη. Το λες όταν δεν θέλεις κάποιος να καταλάβει τι λες, παρόλο που είναι μπροστά.

Προφανώς ξεκίνησε από κάποιον υδραυλικό που, όταν αργούσε να πάει σπίτι του γιατί ξενοπηδούσε, έλεγε στη γυναίκα του:

- Είχα μπλέξει σε μια οικοδομή και σωλήνωνα όλο το απόγευμα.

Η γυναίκα του φυσικά δεν ρωτούσε τίποτ' άλλο, γιατί πίστευε ότι καταλάβαινε τι έκανε ο άντρας της: υδραυλικές εργασίες...

Πού χάθηκες χτες, ρε; Σωλήνωνες πάλι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γυναικείο σώβρακο τύπου string που φαίνεται περισσότερο απ' όσο πρακτικά χρειάζεται.

- Κοίτα κοίτα τη σερβιτόρα! Τι στρινγκαδούρα είναι αυτή ρε...

(από Khan, 18/05/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος στοματικού sex όπου η γυναίκα περιποιείται τον σύντροφό της, όχι απλώς γλείφοντας μέσα-έξω, αλλά στριφογυρίζοντας ταυτοχρόνως το ανδρικό μόριο.

— Τι έγινε ρε μαν με το γκομενάκι χθες;
Άσε φίλε... μου έκανε ένα στριφολαρυγγάτο η κοπελιά... ξηγήθηκε μόρτικα η τύπισσα.

έλα στον παππού να μάθεις... (από BuBis, 30/09/09)

Δες και -άτος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πράξη κατά την οποία γλυκαίνεσαι με το χέρι. Ο αυνανισμός.

Χάρυ Κλυνν: «Κάτι τέτοια παιδιά έχουν ψοφήσει τους ρέστους στο χερογλύκανο...»

βλ. και χειρογλύκανο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified