Further tags

Πρόκειται για μια φάση με την έννοια της ερωτικής περίπτυξης, συνώνυμη της λέξης παρτούζα. Αν οι συμμετέχοντες (άνδρες/γυναίκες, σε τυχαία αναλογία) είναι τρεις, τότε μιλάμε για φάση τριφασική. Αν πάλι είναι περισσότεροι από τρεις, τότε έχουμε φάση πολυφασική. Σχηματικά (x=άτομο):

(1x = μαλακία, ψωλοβρόντι, πεοκρουσία, κατά μόνας ηδονή) 2x = φάση 3x = φάση τριφασική
(3+v)x = φάση πολυφασική.

(Γκομενάκι) - Θα πάμε για βραδινό μπάνιο μετά; Έχω φέρει και μαύρο...
(2+ν Άντρες, μουρμουρίζουν όταν δεν τους παίρνει χαμπάρι το γκομενάκι)
- Ω ρε φάση που έχει να γίνει... Πολυφασική!

Το παρόν μήδι καλύπτει όλες τις υποπεριπτώσεις που αναφέρονται στον ορισμό. (από Galadriel, 06/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά το χαμούρεμα ή το παιχνίδι με μια γκόμενα, όταν κάποιος όντας άσχημα καυλωμένος έχει μουσκέψει κάπως το εσώρουχό του, χωρίς όμως να τελειώσει. Με λίγα λόγια, από την καύλα σταλάζει... Συνώνυμο του ξεροχύνω.

- Άσε ρε φίλε, με τρέλανε η γκόμενα! Έπαιζε για μια ώρα, στο τέλος με φίλησε κιόλας... Είχα κάτι καύλες γάμησέ τα... Στάλαζα σου λέω!

Είπαμε, αλλά αυτός το παράκανε (από Khan, 09/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράφραση της γνωστής λέξης μπανιστήρι, αναφέρεται στην ακοή. Σημαίνει κρυφακούω, επί το πλείστον ερωτικές περιπτύξεις.

- Χθες όλο το βράδυ οι διπλανοί δεν με άφησαν να κλείσω μάτι. Πόσο καιρό είχαν να το κάνουν...
- Άσε ρε γκρινιάρη... Έκανες και δωρεάν ακουστήρι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από την συνάρτηση f(x) που κάναμε στα Μαθηματικά.

Αναφέρεται σε έντονη σεξουαλική δραστηριότητα...

- Πως πάνε τα πράγματα με την Μαρία;
- Η κατάσταση είναι εφ του χύνω... Τρελό σεξ σου λέέέέωωωω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για την παρατεταμένη αποχή από το σεξ. Όταν συνεχίζεται για πολύ μεγάλα χρονικά διαστήματα, αποσταθεροποιεί δραματικά την ψυχική ισορροπία του ατόμου και το οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε πλήθος νοσηρών συμπεριφορών. Τα υστερικά ξεσπάσματα μιας γεροντοκόρης αποτελούν χαρακτηριστικό παράδειγμα αγαμησιάς.

  1. Ένα μήνα έχω να συναντηθώ με τη δικιά μου. Λείπει στο εξωτερικό κι εμένα μ' έχει φάει η αγαμησιά εδώ πέρα...

  2. - Την άκουσες τη διευθύντρια πώς ούρλιαζε πρωινιάτικα επειδή άργησα πέντε λεπτά; - Αφού την έχει φάει η αγαμησιά ρε κι έχει βαρέσει διάλυση!

(από Τσακ εις την μέσην, 25/10/10)Monty Python - Σπασαρχίδικο παράδειγμα αγαμησιάς. (από Cunning Linguist, 06/07/12)

Ακόμη: αγαμία, αγαμοσύνη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κανείς χαμουρεύεται με μια γκόμενα και καθώς είναι καυλωμένος για πολλή ώρα χωρίς όμως να τελειώνει, ανακαλύπτει ότι το εσώρουχό του έχει γεμίσει προσπερματικά υγρά. Έχει δηλαδή ξεροχύσει, κατά το ξεροβήξει: όπως ο ξερόβηχας είναι τζούφιος βήχας, έτσι και το ξεροχύσιμο είναι τζούφιο χύσιμο!
Βασικά είναι καλύτερο να το λες παρά να το περιγράφεις... Δες πάντως και το σταλάζω.

- Τι έγινε με τη μικρή που βγήκες χθες; Τη γάμησες;
- Άσε ρε, με είχε δυο ώρες να ξεροχύνω στο χαμούρεμα και στο μπαλαμούτι και τελικά πήγε σπίτι της!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ περιγραφική έκφραση που θέλει να δείξει ότι είμαστε πολύ κοντά στον επιθυμητό σκοπό. Χρησιμοποιείται σχεδόν κατά κυριολεξία, ότι δηλαδή είναι στο τσακ να μας κάτσει η γκόμενα, αλλά και μεταφορικά, ότι δηλαδή κοντεύει να τελειώσει μια δουλειά.

- Τι ακούω, Κωστάκη; Η Τζένη δεν σου κάθεται και σε φτύνει;
- Καλά, είσαι και πολύ μαλάκας. Ο μισός μέσα είμαι, ρε. Σαββατοκύριακο πάμε Χαλκιδική κι έχω κλείσει σουίτα στον Καρρά.
- Εεεεεντάξει, στον καναπέ θα κοιμηθείς...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πισωκωλομπρούμυτο είναι όταν γαμάς από τον κώλο μια γκόμενα που έχει κάτσει μπρούμυτα.

Μιλάμε χθες γάμησα μια γκόμενα πισωκωλομπρούμυτα!

Πισοκωλομπρούμυτο βουτυράτο, ή αλα Μπράντο (από vikar, 26/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γαμήσι. Όταν προηγείται απόλυτο αριθμητικό όπου ν>1 σημαίνει γαμήσια απανωτά, σερί.

Χρησιμοποιείται και ως μονάδα μέτρησης της καύλας που διεγείρει μια γκόμενα όπου:

ούτε ενα τεμ. = απολύτως persona non koukou
ένα τεμ. = για ψυχικό, στο ολότελα, δεν έχει τίποτε και η τηλεόραση
δύο τεμ. = μωρό μου, πρέπει να γνωριστούμε καλύτερα
τρία τεμ. = γουστάρω, γουστάρω, γουστάρω
4+ τεμ. = αμπαλαέα, εα

Προέρχεται από το τεμάχιο, αλλά σε αυτό το σκηνικό χρησιμοποιείται μόνον η συντομευμένη μορφή.

  1. Βιαζότανε, την περίμενε β γνωστός παπαρολεβιές, αλλά πρόλαβα και έριξα δύο τεμ.

  2. Αυτήν; Το μπάζο; Από μένα, αγόρι μου, ούτε ένα τεμ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σερβίρω το όργανο μου, το δίνω με όμορφο τρόπο. Το κάνω να φαίνεται ελκυστικό, ενίοτε το σερβίρω στο κεφάλι της/του παρτενέρ ή στα μαγουλάκια.

Ήζουρας: Και για πες ρε Τζον τι κάνατε χτές με την ινδιάνα;
Σπέτς: Ε, ξέρεις μωρέ, φασωθήκαμε λίγο και δεν άργησα να της τον δώσω λουκάνικο... τρελάθηκε!
Ήζουρας: Ζαγοραίοοος ο Τζον.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified