Further tags

Το σχήμα του σπέρματος πάνω στην πλάτη του θηλυκού μέρους στο πισωκολλητό ή παρά φύσιν έρωτα το οποίο λόγω της ερωτικής έξαψης και της άρνησης της κοπέλας να τελειώσει ο αρσενικός μέσα της τον παρακαλεί να τελειώσει με αυτό τον τρόπο. Πρόκειται για ευθεία (ή ευθείες, αναλόγως της έντασης) μικρού μήκους (5-15 εκατοστά) που αποτίθενται από το κάτω μέρος του γλουτού ή του ιερού οστού και φτάνουν μέχρι τον άνω γλουτό ή μέχρι και τους μεσαίους σπονδύλους. Συνήθως είναι ζεστές, λόγω της θερμαντικής - συντηρητικής λειτουργίας του οσχέου.

Εναλλακτικά: Ή λωρίδα, λουριδιά και λουρίδι (σπν).

- Καλά, φίλε, τέτοιο σεξ δεν έχω ξανακάνει στη ζωή μου. Αφού ξεκινήσαμε έτσι, φαινόταν ότι δεν θα τελείωνε με αγκαλίτσες το σκηνικό. Και όντως, την κέρασα καυτές λουρίδες στην πλάτη της...

- Μην κωλώνεις ρε μαλάκα, κέρασε την καυτές λωρίδες. Αυτές τις πρέπουν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτή που μοιάζει με πόρνη.

Όπως γενικότερα οι λέξεις με β' συνθετικό, το -φατσα μπορεί είτε να χρησιμοποιηθεί για μια όντως πόρνη με πανηγυρικό τρόπο, ότι δηλαδή, για να το θέσω αριστοτελικώς, εκπληρώνει την ειδοποιό διαφορά της και άρα πετυχαίνει τον σκοπό της σε αυτήν την ζωή, με άλλα λόγια είναι και πουτάνα και πουτανόφατσα, οπότε γουστάρουμε, είτε για μία που δεν είναι πόρνη, αλλά θα είχε τα προσόντα να γίνει, οπότε αποτελεί une putain ratée, λ.χ. κάποια τηλεπαρουσιάστρια, ηθοποιό, μοντέλα ή άλλη περσόνα της σόου βυζ.

Πάλι μου είναι δύσκολο να ορίσω τι συνιστά μια πουτανόφατσα, και θα προτιμούσα να αφεθεί αποφατικώς. Ωστόσο, για να γίνεται κουβέντα, θα έλεγα με κίνδυνο να γίνω μπανεύκολος ότι όπως και για την τσοντόφατσα χαρακτηριστικό της πουτανόφατσας μπορεί να είναι το ακραίο μοντιφάρισμα, δηλαδή κονάτα τσιμπουκόχειλα, πλαστικές στη μύτη, ίσως μπότοξ, τσιμπουκο-πίρσινγκ, εξτένσιονς στα μαλλιά, ψωλάριουμ και πιο κάτω Σίλικον Βάλεϋ και τσουλόσημο. Μάλλον, όμως, το πιο χαρακτηριστικό είναι το ξελιγωμένο βλέμμα με συνδυασμό οικειότητας και πόθου, και μια αύρα που σε κάνει να καταλάβεις ότι εδώ δεν χωράνε πουτανιές. Δηλαδή η διαφορά της τσοντόφατσας από την πουτανόφατσα είναι κττμγ ότι η πρώτη είναι εκφυλόφατσα αλλά με μια αίγλη φωτοσοπαρισμένου σελεμπριτονίου, ενώ η δεύτερη έχει κάτι από το οικείον μιας γυναίκας «της γειτονιάς που ξέρει τι θα πει χιονιάς». Για την πουτανόφατσα επίσης παίζει μεγαλύτερο ρόλο το κούνημα και το τσαχπινογαργαλιάρικο σεχ απήλ.

Δύο παρατηρήσεις ακόμη: 'οπως παρατηρεί η Ιρονίκ, ο όρος μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τις «εν αποστρατεία τσατσές» και πρώην πόρνες. Συναφώς όταν βλέπουμε μια μεγάλης ηλικίας κυρία που θέλει να ζήσει μια καθόλα ενάρετη και άμεμπτη ζωή, αλλά η φάτσα της την προδίδει. Θέλει η πουτάνα να κρυφτεί και η πουτανόφατσα δεν την αφήνει. Παραπέμπω στον αριστουργηματικό ορισμό του Χοτζός για την παπαδοξηλώτρα, που περιέχει όλες τις λεπτομέρειες.

Δεύτερον, χρησιμοποιείται συχνά ως βρισιά. Ενίοτε και για άντρα που διαθέτει εκφυλόφατσα τ. τσοντόφατσα, αλλά θέλουμε να τον μειώσουμε ακόμη περισσότερο, οπότε τον χαρακτηρίζουμε ως πουτανόφατσα.

  1. - Δεν σταματάω να χύνω όταν βλέπω αυτήν την μουνάρα, έχει κάτι μπουτάρες και κάτι βυζάρες και μια πουτανόφατσα αχ είναι σκέτη καύλα η γυναίκα.
    - Είναι η κλασσική γραμματειόφατσα που σου φέρνει το πρωί τον φάκελο με τις εκκρεμότητες και για να πάει καλά η μέρα σου παίρνει έναν τσίμπουκο μέχρι να στραγγίξεις. (μουνάρες ντοτ τι βι για ενήλικους).

  2. Παλια πουτανα με καλο service και πουτανοφατσα !!! Milf για τα δικα μου standard!!! Τα λεφτα πιανουν τοπο εαν δεν σας νοιαζει η μαπα ! (από μπουρδελοσάη).

  3. Σκατά στην πουτανοφατσα του αναρχικού εβραιου !! Υψιστη τιμή για κάθε αριστοκράτη νάζι το να του πάρει το κεφάλι και να το κρεμάσει. («Εμετική» αναφορά σε αριστερό αγωνιστή κάπου στο δίχτυ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για ειδική περίπτωση ψωλίτας. Και πάλι δηλαδή έχουμε να κάνουμε με κοπέλα που αρέσκεται να καβλώνει τους δύστυχους άντρες και να συναναστρέφεται με πολλά κοντάρια (ή και όχι τόσα πολλά). Αυτό που περιγράφει την περίπτωσή της, είναι ότι κυκλοφορεί συχνά- πυκνά έξω ξεβράκωτη! Φοράει φούστες, τζινάκια, κολλανάκια, αλλά το μέσα απουσιάζει. Η δράση της μπορεί να εντοπιστεί και στα γυμναστήρια, όπου μερικές φορές χρησιμοποιεί κολλάν, αλλά δίχως εσώρουχο. Στόχος της να προσελκύσει το μέγιστο αριθμό αντρών.

- Είδα την Άντζι σήμερα στο γυμναστήριο... φορούσε ένα κολλάν και διαγραφόταν ο κώλος της...
-Χμμ... και το στρινγκ της να υποθέσω;
- Αμάν... τώρα που το λες δεν το είδα... δεν πρέπει να φορούσε τίποτα...
- Και αυτή είναι ξεβρατογκόμενα τελικά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ουσιαστικοποιημένο επίθετο: ο μιζμίζης, η μιζμίζω, το μιζμίζι.

Μιζμίζης είναι αυτός ο οποίος τριγυρνάει συνέχεια με ένα πνεύμα μιζέριας και γκρίνιας πρήζοντας πολλές φορές τα όργανα των άλλων, ή κάνοντας τον εαυτό του ανεπιθύμητο έτσι...

Χρησιμοποιείται για την εμφάνιση κάποιου. Επίσης χρησιμοποιείται και στο σεξ, όσον αφορά την σεξουαλική ζωή ενός η του ζευγαριού.

Προσοχή! Δεν ακολουθεί τον γραμματικό κανόνα «σ» πριν από «μ», συντάσσεται κανονικά ως Μι«ζ»μίζης, γιατί ηχητικά θα μπορούσε να είναι κάποιος που τριγυρνάει κάνοντας συνέχεια Μιζ-μιζ-μιζ-μιζ...

  1. Σταμάτα ρε μιζμίζη...

  2. Πώωω τι μιζμίζω που έχεις γίνει από τότε που χώρισες με τον Κώστα...

  3. Πω ρε Τάκη τι μιζμίζης είναι αυτός ο κολλητός σου, πως τον παλεύεις...

  4. ΚΑΙ ΜΗΝ ΜΟΥ ΛΕΣ ΕΜΕΝΑ ΟΤΙ ΟΛΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΛΑ, ΕΝΤΑΞΕΙ; ΜΕΧΡΙ ΚΑΙ ΣΤΟ ΣΕΞ ΕΧΟΥΜΕ ΓΙΝΕΙ ΜΙΖΜΙΖΙΔΕΣ...

βλ. και μιζερομίζερος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκάλωμα (και όχι σκαλιά) - Μουνί: Η γυναίκα που κάνει θραύση στο πέρασμα της και όλοι την κοιτούν επίμονα. Επίσης πολύ σπάνια χρησιμοποιείται και από έναν άντρα ο οποίος είχε την τύχη να κολλήσει με την γυναίκα κατά την διάρκεια του σεξ.

Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για γυναίκες που έχουν φουσκωτό μουνί (συνήθως στην παραλία).

Καφετέρια - Ρε φίλεεεε, τι μούναρος είναι αυτός που περνάει, πω ρε φίλε πολύ σκαλομούνα!
- Ναι ρε μαλάκα, όλοι σκάλωσαν.

Παραλία
Μαλάκα δες το μουνί της γκόμενας που περνάει, φουσκωτό για φάγωμα (ή άγριο γαμήσι), μιλάμε για σκαλομούνα ρε φίλε!

(από pargas, 13/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται πολύ λιγότερο σε ένα στόμα που λόγω κάποιων ανατομικών λεπτομερειών, όπως λ.χ. τα τσιμπουκόχειλα, φυσικά ή κονάτα, θα προσέφερε ηδονjική αίσθηση κατά την τέλεση πεολειχίας, ενώ περισσότερο είναι βρισιά που χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να απαιτήσουμε από τον συνομιλητή μας να σωπάσει άμεσα. Χρησιμοποιείται, δηλαδή, περισσότερο σε φράσεις τύπου «μην πιάνεις το τάδε στο τσιμπουκόστομά σου», «να πλένεις το τσιμπουκόστομά σου όταν μιλάς για το τάδε», «βούλωσε το τσιμπουκόστομά σου» κ.τ.ό. Εννοείται ότι το στόμα του συνομιλητή είναι μιασμένο και για αυτό δεν έχει το δικαίωμα να ομιλεί για ορισμένα θέματα, που χαρακτηρίζονται από ιερότητα.

Δευτερευόντως, βέβαια, ο όρος μπορεί να αναφερθεί και κατά την περιγραφή μιας αναγεννησιακής πουτανόφατσας, ή ως γαμησιάτικο μπινελίκι κυρίως κατά την τέλεση CIM.

  1. Αυτη η καριολα-παλιοπουτανα-βιζιτου-ξεκολιαρα κ.λ.π. κ.λ.π...μην τολμησει να ξαναβαλει στο γαμημενο το τσιμπουκοστομα της ξανα το ΠΑΟΚ μας. (Εδώ).

  2. Κατά τα άλλα το «Για όλα φταίει ο εθνικισμός» ξέρουν να το πιπιλάνε στο τσιμπουκόστομα τους, αλλά ξεχνάνε ότι ΚΑΙ για την ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ τους οι «κακοί» εθνικιστές ματώσανε..... (Εδώ).

  3. Αν θελετε να μιλησετε για Μακεδονια να πληνετε το τσιμπουκοστομα σας εκατο φορες με μπεταντιν και μετα. και μετα να κανετε πλαστικη γλωσσας (Εδώ).

  4. Και χαίρονται οταν ακούνε απο ένα Τσιμπουκόστομα μιάς Πουτανας..να λέει ...¨ΟΛΟ ΣΤΟΜΦΟ....«ΕΜΕΙΣ ΣΤΟ ΠΑΣΟΚ !!!!! (Εδώ)

  5. είναι μια αδύνατη κοπέλα με μεγάλα τουρμπινάτα συλικονάτα στήθη tits και ένα απίστευτο τσιμπουκόστομα. (από μπουρδελοσάιτ)

Βλ. και τσιμπουκότρυπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ευρισκόμενη σε ανάπαυση ψωλή.

Αγγλιστί: flaccid.

Τότε - τι θαύμα φοβερό - εκείν' οι ψωλαράδες
κατάχαμα ξαπλώσανε σαν να 'τανε κυράδες.
Ανοίγουνε τα πόδια τους, τουρλώνουνε τον κώλο
και περιμένουν να δεχτούν τον τρομερό τον ψώλο.
Μ' αυτός δηλώνει άσπλαχνα πως είναι κουρασμένος
πως είν' τ' αρχίδια του κενά και ο πούτσος του πεσμένος.
Έδωσε όμως το λόγο του στους τουρλωμένους κώλους
πως κάποια μέρα και αυτούς θα τους γαμούσε όλους.

Κι έχυσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!

(εδώ)

(από GATZMAN, 25/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γοητρόνια ονομάζονται κάποια σωματίδια, αόρατα στο γυμνό μάτι -ορατά μόνο με ηλεκτρονικό μικροσκόπιο- τα οποία προκαλούν γοητεία και οδηγούν στην έλξη. Τα γοητρόνια εκπέμπονται συνήθως από άντρες και σπανιότερα από γυναίκες -συνήθως εξαιρετικά δυναμικές, ανεξάρτητες και ελευθεριώδεις, παρ' ολίγον λεσβίες.

Αναλυτικότερα, ο εκπέμπων γοητρόνια δύναται να κατακτήσει οποιαδήποτε γυναίκα θελήσει, απλώς και μόνο γιατί η γοητεία που ασκεί είναι γενετική και χημική και άρα, ανίκητη. Δεν υπάρχει ασπίδα προστασίας από την εκπομπή γοητρονίων, παρά μόνο πια στο στάδιο της συνουσίας -μιλάμε πια για την τελευταία ασπίδα προστασίας, τα προφυλακτικά.

Τιμή και Δόξα στη Χάιντι, τον δημιουργό αυτής της έκφρασης!

- Ρε, πήδηξες την Ελένη; Εκείνη τη θεά με τα δυο μέτρα πόδι και τα τεράστια βυζόμπαλα;
- Εμ! τι να κάνουμε; Εκπέμπω γοητρόνια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται ο άνδρας που διατηρεί ενεργές σεξουαλικές σχέσεις με οποιαδήποτε φακλάνα.

Λόγω της δυσκολίας χειρισμού και ανύψωσης μιας τέτοιας γυναίκας σε διάφορες σεξουαλικές στάσεις, ο χαρακτηρισμός του άνδρα αυτού, αντικατοπτρίζει ότι ο ίδιος και το παλαμάρι τού λειτουργεί ως γρύλος.

-Αχ Τάσο μου αρέσεις. Μα μην φεύγεις,που πάς; Γύρνα πίσω!!!!
-Τι λες μωρή φακλάνα δεν σου κάθομαι ούτε με σφαίρες άμε να βρεις κάνα γρύλο.

(από sar12345, 21/08/11)(από sar12345, 26/08/11)

Δες και φαλαινοθηρικό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ευνοϊκός συνδυασμός καταστάσεων που κάνει τους εμπλεκόμενους να νιώθουν ευχάριστα. Με τον οξύμωρο επιθετικό προσδιορισμό «άσχημη», η φόρμουλα είναι ακόμα καλύτερη!

  2. Κοπέλα, όχι απαραίτητα κουκλάρα, άλλα με ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που την κάνει πολύ ελκυστική στα αρσενικά.

- Ααααααχ, ποτάκι, τσιγαράκι, μουσικούλα... άσχημη φόρμουλα!

- Κοίτα μια φόρμουλα μπροστά, έχει και τατουάζ στο γοφό...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified