Further tags

Πτέρυγα της φυλακής.

Εικάζω ότι είναι αγγλισμός καθιερωμένος «από τα πάνω», καθ' ότι θυμάμαι να λέγεται έτσι σε ταινίες αγγλόφωνες, οπότε πιθανόν να εισήχθηκε από δεσμοφύλακες και άλλους και να την υιοθέτησαν και οι φυλακισμένοι μετά.

από το νετι:
...μεταφέρθηκε στις φυλακές της Αίγινας, όπου όπως θυμάται ο τότε πολιτικός κρατούμενος Τάκης Μπενάς «κρατούνταν στα πειθαρχία όχι γιατί ήταν απομονωμένος σαν θανατοποινίτης, αλλά διότι οι ποινικοί κρατούμενοι δεν τον δέχτηκαν στις ακτίνες τους, απειλώντας μάλιστα να τον σκοτώσουν.

επίσης από το νέτι:
Από σήμερα το πρωί 2 ακτίνες των 40 ατόμων στις φυλακές της Κέρκυρας θα ξεκινήσουν απεργία πείνας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ξεπεσμένη πουτάνα, πρώην καλή και τώρα γρια-μάπα... Όταν κάποια ξεπεσμένη παριστάνει την όμορφη. Έκφραση λιμανιού Πειραιά του 50' και πιο πριν.

Ίσα μωρή βακέτα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βούρλο ονομάζονταν παλαιότερα πριν το Β'ΠΠ και η γυναίκα ιερόδουλος η οποία θεωρούνταν πολύ χαζή. Η ονομασία συνδέονταν με το Μέγα-Πορνείο των Βούρλων που υπήρχε στον Πειραιά (Δραπετσώνα). Πιθανόν επίσης βούρλο να ονομάζονταν κόρες αυστηρών οικογενειών οι οποίες έχασαν την τιμή τους εκτός γάμου και οι "γονείς" τους τις έστειλαν να δουλέψουν στα Βούρλα. Υπάρχουν υποψίες ότι αυτό πράγματι είχε συμβεί αρκετές φορές.

.

Η έκφραση "άντε ρε βούρλο" είναι υποτιμητική και προέρχεται από τα πιοπάνω λήμματα ή ειδικότερα την τραγική κατάσταση μιας ιερόδουλης στο πορνείο των Βούρλων.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κρυψώνα

- Τέλειωσαν οι μπίρες ρε μαλάκα
- Έχω μια εξάδα στην καβάτζα, μη σε νοιάζει

Εναλλακτική - και κάπως κρυφή -λύση

-Δεν μπορούμε πια να κάνουμε τίποτα, ρε φίλε. Δεν έχουμε εναλλακτικές.
- Μην το λες. Δεν είμαστε χαλβάδες, ούτε φλούφληδες. Έχω μια τελευταία καβάτζα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εμφανίστηκε στον μεταπολεμικό Πειραιά και συγκεκριμένα στις περιοχές της Β' Πειραιά, όπου πολλοί οίκοι ανοχής είχαν μια ιδιαιτερότητα: διέθεταν μεσοτοιχία με τρύπα από όπου ο κώλος της γυναίκας ήταν προσβάσιμος στον άνδρα. Εξ ου και κωλάδικο.

Τα αίτια του φαινομένου ανάγονταν στην φτώχεια που ανάγκαζε πολλές γυναίκες να εκδίδονται ακόμα και αν δεν ήταν επαγγελματίες. Για να μην αναγνωρίζονται όμως και για να μην στιγματιστούν ως «πουτάνες» κρύβονταν πίσω από τον τοίχο, αυτά σε εποχές που η φτώχεια και η ανέχεια κυριαρχούσε στα λαϊκά στρώματα.

Στην συνέχεια η λέξη άλλαξε χαρακτήρα αφού την χρησιμοποιούμε για περιγράψουμε ένα μπαρ χαμηλού επιπέδου όπου γυναίκες κάνουν βίζιτες.

  1. Σιγά μην πάω εκεί, αυτό είναι κωλάδικο!

  2. Έχει μια Ρωσιδούλα στο κωλάδικο που πήγα χθες με τον Νίκο, σκέτη κάβλα!

Βλ. και τσιμπουκότρυπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πορτοφόλι γεμάτο με χαρτονομίσματα, στην αργκό των κλεφτρονιών.

«Τα λεμονάδικα»:
Εμείς τρώμε τα λάχανα
βουτάμε τις παντόφλες
για να μας βλέπουν ταχτικά
τις φυλακής οι πόρτες.

(από Khan, 06/11/11)

βλ. και πράσο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόσεξε το φιλαράκι μου που το άφησα μόνο και το εκμεταλλεύεσαι παλιολουμπίνα!

Επικριτικός και υβριστικός χαρακτηρισμός, προερχόμενος από το ψευδώνυμο της ονομαστής ιερόδουλης του συνοικισμού Βούρλων (που το 1920-1930 βρισκόταν στα σύνορα Πειραιά–Δραπετσώνας, 80 μέτρα από τον Άγιο Διονύσιο) Κικής Λουμπίνα. Ο χαρακτηρισμός αναφέρεται στα χαρακτηριστικά της πονηριάς και της ικανότητας εξαπάτησης των άλλων για την επίτευξη ορισμένου στόχου με κάθε τρόπο και την εν γένει αναξιοπιστία, δηλ. συμπεριφορές που σύμφωνα με την αγοραία (υπο)κουλτούρα αποδίδονται σε εκδιδόμενες γυναίκες (ιερόδουλες).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός για τον οπαδό ή μέλος της ομάδας του Ολυμπιακού, αλλά και γενικότερα για τον Πειραιώτη.

Πρόκειται για ένα παλιό παρατσούκλι, που χρονολογείται από τις αρχές της ομάδας, και προσδίδει μια ταξική διάσταση στην αντιπαράθεση των δύο αιωνίων αντιπάλων, του Ολυμπιακού και του Παναθηναϊκού (βλ. παραδείγματα και άρθρα στους συνδέσμους): Από τη μια οι ταπεινοί μαουνιέρηδες του λιμανιού, ενός τόπου εργατικού και προσφυγικού, και από την άλλη ο αστικός κόσμος. Στο πλαίσιο αυτό, η ονομασία και χρησιμοποιήθηκε μειωτικά, αλλά και πανηγυρίστηκε από τους ίδιους τους Ολυμπιακάκηδες ως μια λαϊκή υπεροχή τους έναντι των φλώρων και τζιτζιφιόγκων του Παναθηναϊκού. Τις τελευταίες δεκαετίες, καθώς η ταξική αυτή αντίθεση υποχώρησε κάπως, χρησιμοποιείται λιγότερο από παλιότερα.

Σημειωτέον, ότι το μαουνιέρης χρησιμοποιείται επίσης και ευρύτερα για να χαρακτηρίσει στερεοτυπικά έναν λαϊκό, ακαλλιέργητο άνθρωπο, που βρίζει υπέρμετρα σε φράσεις τ. «μη βρίζεις σα μαουνιέρης», «πώς βρίζεις έτσι; Μαουνιέρη μεγάλωσα;», που βγάζουν έναν μπαμπαδισμό- παππουδισμό.

Πάσα: Χότζας.

  1. Κανονιέρηδες-.... Μαουνιέρηδες (μόνο) 2-0! Η ήττα του Ολυμπιακού από την Αρσεναλ με 2-0 για το τσάμπιονς λιγκ, απασχολεί κυρίως τα σημερινά πρωτοσέλιδα του αθλητικού Τύπου. (Εδώ).

  2. Στη δεκαετία του ’50, λ.χ., τότε που ο Ολυμπιακός έγινε και ονομάστηκε κατά γενική παραδοχή Θρύλος, δεν ήταν trendy για τον «καλό φίλαθλο» να υποστηρίζει τους «μαουνιέρηδες» και την «ψαραγορά»... δεν ήταν «comme il faut», δεν ήταν «καθώς πρέπει». Η ομάδα μας μπορεί να ιδρύθηκε από ανθρώπους της μέσης αστικής τάξης, αλλά από την πρώτη της κιόλας μέρα τράβηξε κοντά της το λαϊκό στοιχείο του Πειραιά –της μεγάλης αυτής εργατομάννας– και των λιμανιών της χώρας. Απλώθηκε ο Ολυμπιακός σε όλη την Ελλάδα όχι μόνο για τις αγωνιστικές επιτυχίες του, που ήσαν πολλές, αλλά και γιατί εξέφραζε το άδολο όνειρο του λαϊκού ανθρώπου: να δει επί τέλους στη ζωή μιαν άσπρη μέρα. Νικώντας οι «μαουνιέρηδες» τους «τζιτζιφιόγκους» ήταν σαν να νικούσαν οι Αποκάτω τους Αποπάνω. Ιδεολόγημα; Βεβαιότατα! Και αν, μάλιστα, κάτσεις και καλοσκεφτείς ότι «τζιτζιφιόγκοι» δεν ήσαν οι ποδοσφαιριστές του ΠΑΟ (που ήσαν μεν και εκείνοι παιδιά των λαϊκών τάξεων, αλλά έπαιζαν για την ομάδα της «καλής κοινωνίας»), τότε το συγκεκριμένο ιδεολόγημα γίνεται αφόρητο και απύθμενο.
    Ωστόσο, ιδεολόγημα-ξεϊδεολόγημα, από όλη αυτή τη συγκρουσική ιστορία έβγαινε κάθε Κυριακή απόγευμα ένα συμπέρασμα: ότι ο εργατικός και προσφυγικός Πειραιάς νικά την καλοταϊσμένη Αθήνα των βολεμένων αστών. (Εδώ).

  3. Κάποτε υπήρχαν φλώροι και μαουνιέρηδες. Σήμερα οι παράγοντες του Ολυμπιακού θα ήταν μαουνιέρηδες αν οι θαλαμηγοί μετονομάζονταν σε μαούνες. (Εδώ).

  4. Κάπως έτσι ο ΠΑΟ έγινε η ομάδα που στη συλλογική νεοελληνική συνείδηση είναι ταυτισμένη με τον μεγαλοαστισμό. Η ομάδα των μεγαλοαστών, αλλά και η ομάδα εκείνων που ονειρεύονταν μεγαλοαστικές καταξιώσεις, δηλαδή που ονειρεύονταν να γίνουν μεγαλοαστοί. Είναι τυχαίο ότι το υποτιμητικό παρατσούκλι των οπαδών του Ολυμπιακού για πολλές δεκαετίες ήταν το «μαουνιέρηδες»; Όχι φυσικά! Το «μαουνιέρηδες» συνδηλώνει το σηκωμένο φρύδι του πλούσιου απέναντι στον φτωχό, την αίσθηση υπεροχής και υποτίμησης του μεγαλοαστού απέναντι στον ταξικά υποδεέστερο. (Εδώ).

  5. Oι Πειραιώτες μεταλλάχθηκαν από «ψαράδες» σε «μαουνιέρηδες» για να καταλήξουν σε «ψευτόμαγκες». Tώρα πια έχουν εξαφανιστεί αυτά τα παρατσούκλια και το μόνο που τους έχει μείνει είναι το «γαύροι», χαρακτηρισμός που έχει να κάνει με τους φίλαθλους της αιώνιας αγάπης της πόλης, που δεν είναι άλλη από τον Oλυμπιακό. «Tι ομάδα είσαι;» «Γαύρος!». Έτσι απλά... (Εδώ).

Μυδασίστ: Σαράντ. Στην αρχή του άζματος. (από Khan, 31/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

O αστυνόμος, ο τροχαίος, ο τηρητής της τάξης και του νόμου, ο κατά κόσμον μπασκίνας.

Τα παράγωγα της λέξης είναι το μπατσικό (περιπολικό) και η μπατσαρία (η αστυνομία σ' ένα γενικότερο) ενώ γνωστό είναι και το κλασικό πλέον σύνθημα μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι. Για τις σπάνιες περιπτώσεις που κάποιος θέλει να αναφερθεί χαϊδευτικά σ' έναν εκπρόσωπο του είδους, υπάρχει και η εκδοχή μπατσούλης (δέον να χρησιμοποιείται με μέτρο).

Η GLX βερσιόν του μπάτσου είναι ο μπάτσμαν.

- Πέρνα ρε μαλάκα, πορτοκαλί είναι, δηλαδή τι πορτοκαλί, σαν ώριμη ντομάτα...
- Όχι ρε πούστη μου! Μπάτσος! Τι θέλω και σ' ακούω ρε άχρηστε;

(από Khan, 27/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ηχητικό σύστημα επικοινωνίας που είχαν επινοήσει οι κομμουνιστές κρατούμενοι στις φυλακές της Κέρκυρας στα χρόνια της μεταξικής δικτατορίας, για να συνεννοούνται από κελί σε κελί. Επρόκειτο για την κλασική μέθοδο χτυπημάτων στον τοίχο, τα οποία σήμαιναν κάποιο γράμμα του αλφαβήτου. Η αρχική μορφή του σαντουριού εσυνίστατο στην απόδοση κάθε γράμματος με αριθμό χτυπημάτων ανάλογο της σειράς του στο αλφάβητο. Πχ α= 1 ντουπ, β= 2 ντουπ, κ= 10 ντουπ, χ, ψ, ω= συναυλία κρουστών κλπ.

Σύντομα το σύστημα απλοποιήθηκε μέσω κωδικοποίησης, ενώ αργοτερότερα, με την υιοθέτηση ενός καταλλήλως τροποποιηθέντος μορσικού αλφαβήτου το πράγμα έγινε έτι απλούστερο και ασφαλέστερο.

Άλλο μέσον διαβίβασης πληροφοριών ήταν ο μυστηριώδης ντολμάς, ορολογία που μας επιτρέπει να υποθέσουμε ότι επρόκειτο για διακίνηση σημειωμάτων τυλιγμένων μέσα σε κάτι που δεν κινούσε υποψίες.

Εν παρόδω: Η αργκό των κρατουμένων περιλάμβανε επίσης υπαινικτική χρήση της τυπικής γλώσσας. Όταν πχ ήθελαν να πουν ότι μια συγκεκριμένη καβάτζα δεν έπρεπε να χρησιμοποιηθεί για το κρύψιμο σημειωμάτων επειδή είχε βάρδια κάποιος υποψιασμένος, σκατόψυχος φύλακας, έλεγαν: Τον Δεκέμβρη (= φύλακας) στη λίμνη Τσάνα (= λεκάνη του νιπτήρα) γίνεται μεγάλη αναταραχή. Έτσι, το μήνα αυτό, απαγορεύεται η ναυσιπλοΐα εκεί (= μην αφήνετε σημειώματα). Πράγμα που θυμίζει στον λημματογράφο οτι ο πατήρ του και άλλοι ανεπιθύμητοι φαντάροι στη Μακρόνησο του 1958 πληροφορήθηκαν τα αποτελέσματα των βουλευτικών εκλογών μέσω γραμμάτων συγγενών που τους ενημέρωναν ότι στο χωριό τσακώθηκαν ο Κώστας (= Καραμανλής) και ο Γιάννης (= Πασαλίδης) για τα πρόβατα, και στο τέλος πήρε ο Κώστας 41 και ο Γιάννης 24. Ή μέσω κάποιων παραπλεόντων μυημένων / μιλημένων / συμπαθούντων καραβοκυραίων οι οποίοι, με ανάλογο αριθμό σφυριγμάτων της μπουρούς, πληροφόρησαν τους παροπλισμένους αριστερούς φαντάρους ότι η ΕΔΑ έλαβε 24%.

Η κρητικιά μήτηρ του λημματογράφου συνέβαλλε στην παρούσα ανάρτηση με την αλληγορική κραυγή τα βούγια στα σπαρτά! με την οποία ενημερωνόταν το χωριό ότι οι ερχόμενοι Γερμανοί (= βόδια) εγκατέλειπαν τη δημοσιά και άρχιζαν κυκλωτική κίνηση μέσα από τα χωράφια για να εγκλωβίσουν αυτούς που φρόντιζαν να κρύβουν / τροφοδοτούν / φυγαδεύουν οι ντόπιοι.

Το νέο σύστημα μετάδοσης, με χωρισμένα σε ομάδες τα γράμματα του αλφαβήτου, το «σαντούρι», όπως το βάφτισαν οι παλαιότεροι στην απομόνωση, κάνει θαύματα.
[...]
Ο «ντολμάς» είναι μέθοδος ανταλλαγής σημειωμάτων.
[...]
Μιά βραδιά ο Ορφέας μου «απάγγειλε», με το σαντούρι, ολόκληρο λυρικό ποίημα που είχε φτιάξει για να τιμήσει την αγαπημένη του.
[...]
Πραγματικά το είχαν παρακάνει οι σύντροφοι με το σαντούρι.

Βασίλη Α. Νεφελούδη «Αχτίνα Θ.» (αναμνήσεις 1930-1940). Εκδ. Ολκός, 1974.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified