Selected tags

Further tags

Ευγενικός τρόπος για να αποφύγεις κάποιον.

- Κάτσε ρε Μητσόκλα να πιούμε άλλο ένα τσίπουρο.
- Θρασύβουλα, καλή η παρέα σου, αλλά βρωμάνε τα πόδια σου. Πόσες μέρες φοράς αυτές τις HIKE (αλά NIKE) παντόφλες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλανιά με έντονη μυρωδιά.

Γιαννιώτικη λέξη. Τον γκιολέ γενικώς τον αμολάμε, αλλά στα Γιάννενα επίσης τον ντενιάρουν.

- Ντένιαρα έναν γκιολέ, βρώμσε όλο το σπίτ. (Από το λεξικό στο www.tzedes.gr)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αρωμάτισμα του σώματος με αποσμητικό ή / και με άρωμα, προκειμένου να αποφευχθεί (λόγω στάσης ζωής, βαρεμάρας ή έλλειψης χρόνου) το πραγματικό ντους με νεράκι και σαπουνάκι.

Λέγεται και σκέτο γαλλικό.

Προέρχεται από την ιστορικά γνωστή απλυσιά των Γάλλων οι οποίοι, το πάλαι ποτέ (περίπου 400 χρόνια πριν θα πρέπει να ήταν), εφηύραν τα αρώματα για να σκεπάσουν τη μπόχα της απλυσιάς τους. Πρέπει να ήταν πολύ ωραία τότε. Ίσως και τώρα ακόμα.

- Άντε, πάμε!
- ...Πότε πρόλαβες κιόλας και έκανες ντους;
- Σιγά μην πλυθώ... Ένα γαλλικό έκανα και πολύ είναι.
- ...

Βλ. και ξεβρωμίστρα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος ανδρός που απλώς περιφέρεται γύρω από γυναίκα, η οποία αφήνει τεχνηέντως να πλανάται στον αέρα η πιθανότητα του sex, χωρίς όμως να έχει το θάρρος για τα περαιτέρω. Αρκείται απλώς στη μυρωδιά που αναδύεται από την «ευαίσθητη περιοχή»... Σχεδόν πάντα είναι παρατρεχάμενός της και της κάνει θελήματα.

Τον έχει για θελήματα κι' αυτός αντί να την κουτουπώσει, τη μυρίζει μόνο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλανιά, πορδή.

Έριξε μια τσούφα και βρόμισε ο τόπος.

Βλ. και κλάνω, κερνάω, πορδήθεν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified