Σκωπτική ατάκα με την οποία, αν και φαινομενικά αναιρούμε, στην πραγματικότητα τονίζουμε μια βρισιά που μόλις έχουμε ξεστομίσει.

Κανονικά, το μπιπ μπαίνει ως λογοκρισία στη θέση της βρισιάς, όμως δίκην σλανγκιάς βάζουμε το μπιπ στη θέση μιας άλλης, αθώας λέξης που συνόδευε τη βρισιά, αφήνοντας τη βρισιά ανέπαφη.

Δείχνουμε δλδ ότι έχουμε το τακτ να καταλαβαίνουμε και να επανορθώνουμε για μια παρεκτροπή του προφορικού ή γραπτού λόγου μας, αλλά στην ουσία δεν κάνουμε τίποτε άλλο από το να την επιβεβαιώνουμε και να την επιτείνουμε.

Το λήμμα μας το μεταχειρίστηκε ο σλάνγκαρχος Μητσικώστας μιμούμενος τον Big Mac - Αγαπούλα- Ψωμιάδη, αλλά αφθονεί σε πολλά παραδείγματα του προφορικού και του ιντερνετικού λόγου.

Για τη σημασία του «μπιπ» καθ' αυτό, βλ. το Μέσειο λήμμα μπιπ.

  1. από εδώ
    Είναι χειμώνας, έξω κάνει ψωλόκρυο (βάλε μπιπ στο «κάνει»). Γυρνάς σπίτι σου αργά το βράδυ, μετά από μια πολύ κουραστική μέρα στην δουλειά.Τσιμπάς κάτι στα γρήγορα, και χωρίς πολλά-πολλά την πέφτεις στο κρεβάτι για να κοιμηθείς.ΌΜΩΣ...
    Η πουτάνα η κουβέρτα είναι πολύ μικρή για τα ατέλειωτα στρέμματα του κορμιού σου!!

  2. από εδώ
    Εμένα πάντως το tethering δεν λειτουργεί - συγνώμη, αλλά μας πιάσανε μαλάκες. Και βάλτε μπιπ στο συγνώμη.

  3. από εδώ
    Όσοι πηγαίνετε σε club με «χορεύτριες» να δείτε κάνα ξέκωλο (βάλε ένα μπιπ στο χορεύτριες) δεν είναι ανάγκη, καθώς τα βλέπετε όλα στο δρόμο... κυριολεκτικά... βλέπετε... δεν μεθάει ποτέ η νεολαία της Αγγλίας... cheers mates. Και όταν λέμε ξέκωλο... εννοούμε ξέκωλο... Και βάλτε μπιπ στο εννοούμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified