Επίσης και Ριντζ Φόρεστερ: Ο ωραιοπαθής και συνάμα λιγδιάρης τύπος, ο οποίος δε χάνει ευκαιρία να διαφημίσει το πέσιμο του, θεωρώντας ότι έτσι θα ανέβει στην εκτίμηση της παρέας του, εξασφαλίζοντας έτσι το αντίθετο αποτέλεσμα. Συντ.: Ριτζ / Ριντζ.

Από το γνωστό χαρακτήρα της σειράς «Τόλμη και γοητεία»

- Δε σας είπα, χθες το βράδυ που βγήκα, την έπεσα σε τρία γκομενάκια και τσίμπησα τηλεφωνάκι από όλες.
- Ποιος είσαι, ρε μεγάλε, ο Ριτζ Φόρεστερ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο των: γκομενάρα, θεά, μουνάρα.

Βγαίνει από το γαλλικό «τρε ζολί» με προσθήκη του ελληνικού όρου για το αιδοίο.

(Δεν το κατατάσσω στα πρόστυχα γιατί ως γνωστών δεν υπάρχουν τέτοιες λέξεις αλλά πρόστυχα είναι μόνο τα μυαλά των ανθρώπων, επίσης ούτε σεξιστικό θα το χαρακτήριζα για τον ίδιο λόγο).

-Είδες το Ελενάκι πως έφτιαξε...;
-Ναι ρε μαλάκα, τρε μουνί!

(από Hank, 21/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified