Παράδειγμα εδώ - Πω πω ρε μάγγα τι σκυλαίουρος ήταν αυτός? Να πιω τα ζουμιά της και ας πάθω ζάχαρο - Πούτσα και ξύλο ρε μάγγα, πούτσα και ξύλο.

Σώμα αιλουρίσιο, πρόσωπο σκυλί.

Φονικός συνδυασμός για πολύ ματομούνι.

Got a better definition? Add it!

Published

Χαρακτηρισμός για προσδιορισμό γκόμενας. Λέγεται για να δώσουμε έμφαση στην περιγραφή μιας κοπέλας η οποία είναι ελκυστική από πίσω, αλλά αποκρουστική από μπροστά. Θυμίζει τον μαγνήτη που από τη μία μεριά τραβάει, και από την άλλη σε διώχνει.

Πως σε φαίνεται η Ντίνα; Καλό γκομενάκι, με ωραίο κώλο αλλά λίγο μαγνήτης είναι. Έχεις δει μύτη που έχει; Σα καρφί είναι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το θεόμουνο, ο μουνάγγελος, ο καυλάγγελος. Άλλη μια λατρευτική σλανγκιά του σλανγιωτάτου ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου.

Βλ. επίσης: -μούνα.

«Ωωωωωχ!... Άααααχ!...» έκαμνε συνεχώς και ο θαυμαστής της, τρίβων αδιακόπως την ψωλήν του επί του σφύζοντος προ αυτού ανοικτού μουνέττου, λέγων μεταξύ των στοναχών του γλυκασμού που εδοκίμαζε: «Μουνίτσα μου!... Μικρή μου Μίς:... Αγγελομούνα μου!... Φλώσσυ!... Φλώσσυ!... Μουνάγγελε!... Ψωλέττα μου! Ψωλήνα!...»
(Μέγας Ανατολικός, Κεφ. 13 σ. 38)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η υπέρ-ντούπερ-σούπερ γκόμενα. Αυτή που μόλις την δεις, το μόνο που θες είναι να την σφίξεις. Εξ ου και το όνομα. Είθισται να λέγεται για γκομενάκια μανιτζέβελου αναστήματος (ουχί τίποτα αλόγες), αν κι αυτό εμπίπτει στην διακριτική ευχέρεια του χρήστη.

ΥΓ. ΔΕΝ είναι επ' ουδενί μειωτικός χαρακτηρισμός. Να μην συγχέεται δηλαδή με το πινέζα, που αναφέρεται σε κοντή / στούμπο γκόμενα.

- Ποια ήταν αυτή ρε; - Η Νίκη. Κολλητή της αδερφής μου... - Μα(λ)άκα τι βίδα ήταν αυτή;;;

Ζυμαρικά βίδες (από allivegp, 06/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γκόμενα με πολύ μεγάλα και ολοστρόγγυλα στητά -απαραίτητα και πολύ σημαντικά χαρακτηριστικά αυτά τα δυο τελευταία- βυζιά. Συμπληρωματικά, αλλά όχι απαραίτητα, η γκόμενα που, αν δεν είχε τα προαναφερθέντα βυζιά, θα την χαρακτήριζες μάλλον μπάζο, άλλα τώρα σου μοιάζει με τη Megan Fox. Η γκόμενα που το μόνο που βλέπεις πάνω της είναι τα προαναφερθέντα βυζιά.

Ετυμολογικά μάλλον και προφανώς προέρχεται από τη λέξη «βυζούμπες».

  1. - Πω πω φίλε τι βυζουμπάτο μωρό είναι αυτό!!!!!!
    - Μην μου πεις ότι σ' αρέσει αυτή η σαύρα. Η φάτσα της της είναι σαν Γκρέμλιν.
    - Εεεεε ποια φάτσα;

  2. - Τι σου ζήτησα ρε θεέ; Μια βυζουμπάτη γκόμενα. Κοντή, χοντρή άσχημη δεν με πειράζει... Αλλά εσύ θεέ με γράφεις κανονικά...

(από Mitsaras, 08/11/10)Κλασιή βυζουμπάτη γκόμενα η Gemma Atkinson. (από Mitsaras, 08/11/10)

βλ. και βυζοκίνητο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα γκομενάκια - εργαζόμενες μερικής απασχόλησης σε διαφημιστικές εταιρείες προώθησης προϊόντων, κατά κόσμον προμόσιον.

Τα συγκεκριμένα εργαζόμενακορίτσια είναι πάντοτε εκπάγλου καλλονής , στοιχείο απαραίτητο για να τραβούν την προσοχή των συνανθρώπων μας ουτωσώστε να προωθήσουν το προϊόν τους.

— Πάμε ρε Μπουρνάζι;
— Όχι, τις έχω βαρεθεί τις μπουρναζογκόμενες και τις πλατινομαλλούσες.
— Έλα ρε παπάρα, αφού ξέρεις... πάντα σκάνε και τα γαμάτα τα διαφημισόμουνα.

Δες και -μούνα, -γκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η όμορφη αλλά πολύ μελαψή γυναίκα εκ του αθάνατου σήριαλ με Γκλέτσο και Παπαχαραλάμπους του μέγιστου δημιουργού Μανούσου Μανουσάκη. Αν προκαλέσει κερατοβόλο έρωτα μπορεί να μετονομαστεί και σε Κερατώ.

Πρβλ. σκουριά

Πηγή: Κνάσος.

Είμαι ερωτευμένος με μια Ερατώ, σκέτη ηθοποιό του Ψώλλυγουντ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για σύμφυρση του μουνιού με το μανάρι. Μουνάρι είναι η ευσύνοπτη και γι' αυτό αναλώσιμη μουνίτσα, το μουναρδέλι. Όχι όμως με την παιγνιώδη και τσαχπινογαργαλιάρικη διάθεση που μεταδίδουν οι παραπάνω όροι.

Η λέξη «μουνάρι» με τη λαϊκότητά της ενέχει σοβαρότητα και περιγράφει το μουνί ως διακύβευμα: απηχεί το πώς γίνεται αντιληπτή μια ευγαμήσιμη γκόμενα στα μάτια ενός Α.Ε.Λ.Π.Α. - ως φορέας του αιδοίου, αντικείμενου πόθου αλλά και μίσους.

Επειδή ακριβώς είναι μάλλον ιδιόλεκτος των μη εκλεκτικών ως προς το μουνί, γραμματικά ο όρος είναι σχεδόν ελλειπτικός, απαντά κυρίως στον πληθυντικό: τα μουνάρια.

- Έρχομαι Θεσσαλόνικη...
- Καυλώς να 'ρθεις....
- Να σε δώ, να τα πούμε....
- Να σαι καυλά...
- Θα παίξουνε τίποτα μουνάρια;
- Κρατήθηκες λιγάκι πάντως, στο αναγνωρίζω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση σημαίνει απλώς «μουνάρα».

Όσο να 'ναι, δεν ξεκινάνε όλοι οι άνθρωποι στους στίβους της ζωής από την ίδια αφετηρία, και στον κάθε στίβο –όχι μόνο το πανεπιστήμιο, φυσικά, παντού–, το να κάθεσαι στον αφέτη βοηθάει την κατάσταση σου. Μπρος στο νινί deluxe τύφλα να 'χει το bluetooth, κάνεις τη δουλειά σου και μ' αυτό δηλαδή, αλλά καράβι δύσκολα σέρνεις.

Στην Αργεντινή, πάντως, ο συγγραφέας Gonzalo Otalora έχει αρχίσει καμπάνια για τη φορολόγηση της ομορφιάς (βλ. εδώ).

(Η φράση είναι φίλου μου, αλλά νομίζω αξίζει –και για να αποκαταστήσω και μια παράλειψη– να πω ότι ήταν κάποιος φίλος αυτού του φίλου μου που είχε πει τη φράση όλα τα λέιζερ πάνω μου. Είχε χτίσει ως φοιτητής τα κωλόμπαρα της Βουλγαρίας).

- Γεννήθηκε μ' ένα διδακτορικό δικέ μου η Λίλιαν....
- Πάνω σε ποιο θέμα;
- Σ' όλα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη που μας δίνει δύο περιπτώσεις. α) καράτι-βιόλα. β) καρά-τιβιόλα.

α) καράτι-βιόλα.
Στην πρώτη περίπτωση: έχουμε το καράτι που είναι μονάδα καθαρότητας του χρυσού και μέτρο βάρους πολύτιμων λίθων και, μεταφορικά, κάνει πιο μεγάλο το μέγεθος, στο οποίο αναφέρετα,ι και το βιόλα που έχει πολλές σημασίες:

  1. μουσικό όργανο με χαρακτηριστικό σχήμα.
  2. γυναικάρα με πολλές καμπύλες.
  3. γυναίκα χαζή, χαζοβιόλα.
  4. λουλούδι βιολέτα.
  5. γυναίκα όμορφη και φρέσκια σαν λουλούδι.

Σύμφωνα με τους ως άνω ορισμούς ερμηνεύουμε την καρατιβιόλα:

  1. μουσικό όργανο με ήχο πολλών καρατίων.
  2. γυναικάρα που περπατά και τρίζει η γη που πατά και την αξιολογείς με πολλά καράτια.
  3. γυναίκα που δεν είναι απλώς βλάκας, αλλά πανύβλακας.
  4. άνθος που η μυρωδιά του δεν συγκρίνεται με καμιά άλλη.
  5. γυναίκα πανέμορφη σαν λουλούδι.

β) καρά-τιβιόλα.
Στην β' περίπτωση: έχουμε το τουρκικής προέλευσης «καρά», που επιτείνει την σημασία της λέξης που την ακολουθεί και την «τιβιόλας» από το τιβι, που σημαίνει αυτόν που αποχαυνώνεται στην τηλεόραση και απενεργοποιεί τις λίγες λειτουργίες του εγκεφάλου του. Συνεπώς καρατιβιόλα εδώ, είναι η κατάσταση αυτού που έχει πέσει το μυαλό του σε λήθαργο.

  1. Πω πω μανάρι μου εσύ! Τι καρατιβιόλα είσαι εσύ!
  2. Μην του μιλάς... μετακόμισε από τη νιρβάνα στην καρατιβιόλα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified