Selected tags

Further tags

Ο αγγλικός όρος είναι baking powder και σημαίνει σκόνη ανεβάσματος κέικ. To μπέϊκιν παόυντερ, είναι διογκωτικό υλικό και πιο συγκεκριμένα είναι σκόνη που περιέχει διττανθρακικό νάτριο (σόδα μαγειρέματος) και χρησιμοποιείται για να φουσκώνει τη ζύμη στο ψήσιμο, σε κέικ, και αφράτα γλυκά του τηγανιού όπως οι βάφλες, τηγανίτες κλπ.

Οταν στη συγκεκριμένη περίπτωση ο ποιητής χρησιμοποιεί τον όρο, παρομοιάζει το φούσκωμα της ζύμης, με τη φουσκωμένη κοιλιά μιας γυναίκας στην περίοδο εγκυμοσύνης της και θεωρεί ως μπέϊκιν παόυντερ το ευθύβολο σπέρμα του άντρα που είναι υπεύθυνο για αυτήν την εγκυμοσύνη.

- Ρε μαλάκα, μπορεί να 'χεις παιδί απ’ την πρώτη σου γυναίκα, αλλά ξεκόλλα απ’ την αρνητικότητα σου. Έχεις ξαναπαντρευτεί και μάλιστα με νέα γυναίκα. Είναι σωστό να της στερείς τη χαρά της μητρότητας;
- Γιατί ρε; Τώρα στα μεσοκοπήματα πάλι μωρά και κούνιες;
- Πώς να στο πω, πιο απλά ρε… Αν δε θες περικοκλάδες, στάξε λίγο μπεϊκιν παόυντερ … και δε θα μετανιώσεις. Αλλιώς φιλαράκο θα βοηθήσει άλλος τη σπερματοδιψάζουσα γυναίκα σου να φτιάξει το γλυκό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο αυνανισμός.
  2. Η βλακεία, η μαλακία.
  1. (Κωστής) Αντε τράβα καμιά παχιά να χαλαρώσεις ρε φίλε!

  2. Ωχ, την είπε πάλι την παχιά ο μαλάκας...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξαιρετικά μειωτικός και περιφρονητικός χαρακτηρισμός μικροκαμωμένων ατόμων.

- Είδες υφάκι ο τυπάς; Ούτε η Γιάννα Αγγελοπούλου νά 'τανε...
- Παράτας μας και συ ρε μαλάκα! Με τη μισοχυσιά θα ασχολούμαστε τώρα...

Συνώνυμα: ένα κι ένα milko, μισή μερίδα, μισοριξιά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified