Further tags

Το γαμήσι. Λέμε πχ «έλα δω μωρό μου να σου κάνω ένα κλύσμα» ή: «της πάτησα ένα κλύσμα που θα της μείνει αξέχαστο».

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Κλύσμα είναι απαραίτητο να προηγηθεί του πρωκτικού σεξ, για να φύγουν μικρόβια κλπ. Άσχετα αν οι πιο πολλές γκόμενες δεν το κάνουν.

Και μεταφορικά: «παίξαμε τάβλι με τον Πάνο και του έκανα κλύσμα».

Δες ορισμό.

Δες και γκαζόζα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Το κατούρημα
  2. Τα ούρα, τα τσίσα
  3. Το πουλί ή το μουνί στην παιδικήν

Από τη γαλλική λέξη pipi.

  1. - Μαμάααααααααααααααα, πιπί μουουουουου!
    - Τώρα, έρχομαι!
    ...

  2. Πώ πω πότε πρόλαβες και τά' κανες πάνω σου και γέμισες τον κόσμο πιπί!

  3. - Μαμά, τι σημαίνει «το κάνω;»
    - Είναι όταν βάζεις το πιπί σου σε αυτό ενός κοριτσιού.
    ...

(από malakia, 02/11/11)

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για παραλλαγή του πρωκτικού σεξ εις την οποίαν αντισυμβαλλόμενος δεν είναι ο πέων αλλά μικρός πόντικας τ. meriones unguiculatus (gerbil).

Πρωκτόκολλο του τρωκτικού σεξ (αγγλιστί, gerbilling): Αφού αφαιρεθούν νύχια και δόντια με λιλιπούτεια χειρουργικά παραφερνάλια, ο εισπρώκτωρ πετσοπάς εισάγει το ζούδι εντός του ορθού του, όπου αυτό ορύσσει ενστικτωδώς, προκαλώντας έντονη διέγερση. Την κλιμάκωση του οργασμού επιφέρουν τα επιθανάτια τινάγματα του άτυχου τρωκτικού.

Κατ' ισχυρισμό του διεθνούς τύπου, ο ηθοποιός Richard Gere είναι μεγάλη ποντικοπνίχτρα και τρωκτικάντζα, ο δε ποπός του προ ετών έτεκεν μυν σε μονάδα επειγόντων περιστατικών στην Καλιφόρνια.

Ορισμένοι σκεπτικιστές, αλλά και σωμάτια ΛΟΑΤ, ισχυρίζονται ότι το τρωκτικό σεξ αποτελεί αρρωστημένο και ομοφυλοφιλοεχθρικό αστικό μύθο.

Πέρι: - Πού είναι οι πραγματικοί άνδρες ρε παιδί μου, έχει γεμίσει ο τόπος με γιαουρτομούνες λούγκρες και βερμουδιάρηδες αρκούδους...

Βαγγέλης: - Ξεκόλλα ρε, άσ' τον Πιερ να κωλογαμιέται με τον Καυλαγόρα! Καιρός να ψαχτείς...να’ σπώ κάτι στ’ αυτί: ...ψουψουψου...το τρωκτικό σεξ...μουμουμου...γούτσου-γούτσου ο ποντικομικρούλης...ψουψουψου....

Πέρι: - Ουαααου, είσαι θεά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κασέρι μπορεί να σημαίνει:

  1. Τα μετρητά χρήματα εκ του αγγλικού cash, βλέπε τον άλλο ορισμό και κασερόπιττα.

  2. Το χασίς.

  3. Την ουρδική ουσία που σχηματίζεται στον πέοντα λόγω απλυσιάς και η οποία μοιάζει με τυρί, είτε κασέρι είτε φέτα, είτε κεφαλοτύρι.

  4. Παραπλησίως λέμε χύνω κασέρια όταν φεύγουν τα χοντράδια, δηλαδή όταν υπάρχει εκσπερμάτιση μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα. Αλλά και γενικότερα όταν χύνεται μεγάλη ποσότητα σπέρματος, ή και μεταφορικά για πολλαπλούς οργασμούς.

Η λέξη είναι τουρκική.

  1. Υπερήλικας Σλάνγκος από αυτούς που αποτελούν την πλειοψηφία του σάιτ:
    Καλά μιλάμε κάναμε σεξ χτες με την Λυσισλάνγκη μετά από χρόνια, και μιλάμε έχυνα Έμενταλ! Φίλος: Έμενταλ; Μιλάς με γρίφους, γέροντα.
    Σ.: Τώρα δεν είμαι και σίγουρος... Έμενταλ ήταν; Γραβιέρα, ροκφόρ; Γιατί έχω και μια ασθένεια που λέγεται κασέρι.

  2. Ό,τι κασέρι έχει το τρώει σε κασέρι.

(από GATZMAN, 25/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Έτσι καλείται ο πολυχρησιμοποιημένος, καταπονημένος πρωκτικός δακτύλιος, ο οποίος από τις πολλές διαστολές που έχει υποστεί έχει ξεχειλώσει και κατόπιν σουρώσει, δίνοντας την εικόνα του αστεριού που φοράει ο σερίφης (sheriff badge) στα γουέστερν.

(από τα απομνημονεύματα ενός μπουρδελιάρη)
Δεν χρειαζόταν και πολύς κόπος για να πάρεις πρέφα ποιό ήταν το σπεσιαλιτέ της Εμμανουέλας: Με το που έβλεπες το αστέρι του σερίφη, καταλάβαινες. Ωστόσο, δεν πρόλαβα να το τιμήσω, γιατί με πρόλαβε η κατάθεση.

Sheriff badge (από allivegp, 22/07/09)asshole (από allivegp, 22/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Η πολύ ασχημη και δύσοσμη (μασχαλίλα, κακοσμία στόματος) γυναίκα.

Η γυναίκα που με τη συμπεριφορά της ή τη στάση της απωθεί τους άντρες ή λειτουργεί ξενέρωτα κι ανοργασμικά.

Η γυναίκα που δε τηρεί τα στοιχειώδη της θηλυκότητας (τρώει τα νύχια της, αφήνει τριχοφυία στο πρόσωπο κ.α.).

(Πραγματική περίπτωση με μια Αγγλίδα).

- Του τάδε δεν του σηκώθηκε...
- Εεε...βέβαια, αφου η τύπισσα ήταν σπερματοκτόνο. Μόλις τα κατέβασε, βρωμούσε τόσο που το παλικάρι έκανε τον άρρωστο για να ξεφύγει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιαπωνική τέχνη, κατά την οποία η γυναίκα παίρνει το γεύμα της με λίγο σπέρμα ή το πίνει σαν το γαλατάκι.

Αυτό το μωρό εκεί πέρα, θέλει ένα γκοκούν να στρώσει!

Got a better definition? Add it!

Published

Η λεκάνη στα μπουρδέλα για το πλύσιμο μετά ή πριν την συνουσία. Αυτός που το διαπράττει είναι ο λεκανατζής, που λέγεται και μπαμιάκιας και πουστράκι λεκανηφόρο. Δηλαδή ο βοηθός της μαντάμας.

Πηγή: Χότζας, η χαρά του κάβουρα.

Ο σεφ λεκανατζής σήμερα προτείνει: μπάμιες με φέτα. Παραδοσιακό φαγητό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως και το θα σου πατήσω μια που αναφέρεται σε γροθιά η φάπα, έτσι και το θα σου σφίξω ένα αναφέρεται στο «θα σου τον καρφώσω» και «θα σου τον καρφώσω σφιχτά»

- 'Eλα δω, μανάραμ, να σου σφίξω ένα καλό να ξεθουλόσου ...

είπε ο τσοπάνος, και η μανάρα απάντησε ...

- μπέεεεεε ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίσης, το μπέουλο. Και το κατουρλιό / κατρουλιό που έχει απόχρωση μπανάνας.

Την έβαλε όλη την μπανάνα μέσα;

Got a better definition? Add it!

Published