Προ καιρού υπέβαλα στο δημόσιο πρόχειρο έκκληση για λήμμα που να ορίζει την εκνευριστική συνήθεια αρκετών γυναικών να φιλούν στο στόμα τον σύντροφό τους μετά της ολοκλήρωση μίας πίπας (μπλιάχ!).

Ο Γεώργιος Πρεζάκκης ανταποκρίθηκε με το ευρηματικότατο λήμμα Φιλοπίππου το οποίο αφ' ενός μεν συνδυάζει «αρχαιότητα, θέα, πίπα και ίππο» αφεδύο δε παραπέμπει στου Φιλοπάππου, «το πάλαι ποτέ στέκι για τσιμπούκι στο αυτοκίνητο (και πατάμε τα φρένα για σύνθημα να έρθουν οι ματάκηδες)».

Ωστόσο, το Σιδηρούν Προσωνύμιον έθεσε μια σκωπτική παρατήρηση, αφήνοντας μια πικρή επίγευση στα χείλη όλων μας: «υπάρχει και το φιλί μετά το γλειφομούνι, το η πίπα μετά τον κώλο και μετά φιλί (χα!) και όλ' αυτά που πρέπει να συμπεριληφθούν)». Κατέστησε λοιπόν επιτακτική την εύρεση ενός λιγότερο φαλλοκεντρικού λήμματος που να εμπεριέχει κάθε πιθανό συνδυασμό και παραλλαγή του φαινομένου «εκδικητικόπιπα».

Εξ ου προτείνεται η μπαγαποντολειχία (εκ των μπαγαπόντης και λείχω) ως επαμφοτερίζων και μητροσεξουαλικός συμβιβασμός.

Φτού Κύριε (φυλακήν) τω σπέρματί μου!

Η ανταπόκριση του σλανκεπώνυμου πλήθους στην αρχική μου ερώτηση στο Δημόσιο Πρόχειρο υπήρξε σπερματορροϊκή. Δυστυχώς όμως, τα λήμματα δεν αναρτήθηκαν, ίσως για τον φόβο των Ιουδαίων. Στο σημείο αυτό θα ήθελα να παρουσιάσω τις καλύτερες σχετικές προτάσεις:

  1. Τσιμπούμεραγκ, ιδέα του Χαλικού. Κττμγ πρόκειται για το απόλυτο σχετικό λήμμα, άξιο μυρίων σπεκ και καραπέκ, είθε να αναρτηθεί πάραυτα! [σ.ς.ήδη αναρτήτηκε] Ο ίδιος πρότεινε και το προσφυές μακάριοι οι πτωχοί τω σπέρματι.

  2. Χυσόφιλο και εκδίκηση της πιπατζούς από τον συμπάσχοντα acg. Δεν θα περίμενε κανείς κάτι λιγότερο από το αδιαμφισβήτητο ρεμάλι του σαϊτόστ!

  3. Πιποφιλία, από τον πνευματικό Αγιατολάχ και μπυροκροτητή μας Χεσούς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

σκυλοκουράδα, σκυλοκούραδο

Αλλιώς το σκυλόσκατο, η κουράδα του σκύλου. Όπως λέει και ο Dry Hammer, "σου γεμίζει περισσότερο το στόμα" από ό,τι η μικρότερη λέξη σκυλόσκατο. Το βρίσκουμε ήδη στη Λωξάντρα της Μαρίας Ιορδανίδου, γραμμένη το 1962.

  1. "Η Λωξάντρα φοβότανε τα γιατροσόφια της κόνα-Αννίκας, της πλάτρας. Τα σιχαίνουνταν. Πράματα ήτανε εκείνα να μήν τα σιχαθείς; Από κατρουλιό αρσενικού παιδιού έκανε η κόνα-Αννίκα γιατρικό για τις χιονίστρες και για τα σκασίματα των χεριών. Από σκυλοκούραδο έκανε σκονάκια για το βήχα, και τα φυσούσε μέσα στο λάρυγγα με καλαμάκι. Από ψόφια ποντίκια και λάδι έκανε ποντικαλοιφή. Μέσα στο καύκαλο του μυδιού έκανε τρεμπεντιναλοιφή, καλλυντικό για το πρόσωπο. Έκοβε το σιριλίκι, γήτευε την ιλαρά, σήκωνε τον αφαλό...και τί δεν έκανε η αδικιωρισμένη, αλλά η Λωξάντρα τη σιχαίνουνταν." (Μαρία Ιορδανίδου, Λωξάντρα, Αθήνα: 1962).
  2. Εχθές όπως γυρνούσα σπίτι, πάτησα πάνω σε κάτι περιττώματα σκύλου και αυτό με έβαλε σε σκέψεις. Ενώ κάποιος άλλος θα προσπερνούσε ενοχλημένος ένα τέτοιο συμβάν, εγώ ένιωθα πως μου είχε συμβεί κάτι πολύ σημαντικό, ένα γεγονός κοσμοϊστορικής αξίας, καθώς μου άνοιξε τα μάτια για το νεφελώδη τρόπο με τον οποίο λειτουργεί το σύμπαν. [...] Το μυαλό μου είχε απορροφηθεί σε τέτοια θεμελιώδη ερωτήματα και σκεπτόμενος ακατάπαυστα τη σχέση αιτίου αιτιατού που πιθανώς συνέδεε τη Παπαρίζου με το σκυλοκούραδο, έτρεξα γρήγορα σπίτι να καταγράψω τις σκέψεις μου. [...] Στη γαλήνη και ησυχία του δωματίου μου κοίταξα προσεκτικά το παπούτσι μου και το πώς είχαν απλωθεί τα σκυλίσια υπολείμματα πάνω του. Δε μπορούσα παρά να είμαι σίγουρος πως η ίδια συμπαντική δύναμη που έστειλε στο Νεύτωνα το μήλο και έκανε τον κατά τ' άλλα σεμνότατο Αρχιμήδη (ή τον Αριστείδη;) να τρέχει γυμνός στους δρόμους φωνάζοντας «Εύρηκα! Εύρηκα!», προσπαθούσε να μου πει κάτι. «Μίλα μου! Σ' ακούω» είπα στο παπούτσι μου και το κοίταξα ανυπόμονα. (Η συνέχεια του διανοητικού θρίλερ εδώ).
  3. Οι ευρωπαίοι νεοέλληνες που βγάζουν το κατοικίδιό τους βόλτα, θεωρούν εικαστική παρέμβαση υψίστης πολιτιστικής αξίας τις σκυλοκουράδες. (Εδώ).

Μεγαλύτερο σλανγκικό ενδιαφέρον έχει το ότι το βρίσκουμε και ως βρισιά, για να περιγράψει έναν άνθρωπο ξευτίλα, μηδαμινό, σκατιάρη, σκατένιο, ένα σκουπίδι, ένα απόρριμμα.

  1. "Είσαι ο επόμενος! Είσαι ο επόμενος σκυλοκούραδο!" Ύστερα ο Παξ μουγκρίζει το όνομά μου. Κι έπειτα το επαναλαμβάνει η φωνή του Τάκτου, μετά η Νάιλα από τον Ψηλό Πύργο. Και γρήγορα εκατό φωνές το τραγουδούν σε όλο το κατακτημένο κάστρο, από την αυλή μέχρι τα ψηλά προκαλύμματα και τους πύργους. (Πιρς Μπράουν, Κόκκινη Ανατολή, εκδ. Μεταίχμιο, μετάφραση: Τιτίνα Σπερελάκη).
  2. ΓΙΑΥΤΟ ΒΓΑΛΕ ΤΟΝ ΣΚΑΣΜΟ ΗΛΙΘΙΟ ΣΚΥΛΟΚΟΥΡΑΔΟ ΟΥΣΤ ΚΟΠΡΙΤΗ. (Άλλος ένας φωνακλάς που μας ξυπνάει με φωνακλάδικες βρισιές στο Ξυπνήστε Ρε!).
  3. Τράβα γαμήσου ρε σκυλοκούραδο ρουφιάνε βρωμότουρκε. Αυτοί οι μογγόλοι γαμάνε την μάνα σου. (Από βρις-οφ στο συσιφόνι).
  4. Εναλλακτικός τίπλος: "Με χρησιμοποίησαν σαν σκεύος και αφού ικανοποίησαν τις ορμές τους, με πέταξαν σα σκυλοκούραδο". (Εναλλακτικός τίτλος διαδικτυακού αρρωστουργήματος εδώ).

Αρρωστούργημα του Ολλανδού καλλιτέχνη Schippers, απεικονίζει ένα σκυλοκούραδο μνημειωδών διαστάσεων, τοποθετημένο στους περίφημους ολλανδέζικους κήπους Keukenhof, κοντά στην πόλη Lisse της Ολλανδίας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μετά την εμπειρία μιας σχεδόν 5ετίας μανιασμένου ψόφα, ψόφα, ψόφα, ξεκινάει νομίζω/ελπίζω η αργή πορεία της συνειδητοποίησης του πόσο έφθειρε τη ζωή μας αυτός ο θυμός για οτιδήποτε μας θύμιζε τον «παράδεισο» που ζούσαμε και χάσαμε, χωρίς τουλάχιστον να ψοφήσει η κατσίκα του γείτονα, ώστε να ηδονοτριφτούμε μετά μανίας και χαιρεκακίας. Ήδη και μόνο η αναφορά σε *κίνημα «ψόφα» *δείχνει(;) μια τάση αυτογνωσίας.

● Οι αντιδράσεις των μαχητών του πληκτρολογίου ενδεικτικές μιας κοινωνίας που καταρρέει.

● Οι συνδικαλιστές που την προπηλάκισαν της «εύχονταν να ψοφήσει από καρκίνο».

1.Το κίνημα του “ψόφα!”, όλοι εκείνοι που από το 2011 εξαπολύουν από τα social media απίστευτης σφοδρότητας και ανατριχιαστικής χυδαιότητας επιθέσεις σε όποιον εκφράζει άποψη διαφορετική από το δικό τους αυριανισμό, θρηνεί με κροκοδείλια δάκρυα τον Βαγγέλη Γιακουμάκη. Και καταδικάζει το μπούλινγκ. Ουαί υμίν υποκριταί!

  1. Άντε τώρα να συμμετέχεις στο hashtag 'φασισμός είναι' κ να καταδικάσεις το κίνημα του ψόφα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που χρησιμοποιείται για να δείξουμε ότι κάποιος είναι τραγικά κοντός.

Συνώνυμα: ένα κι ένα milko, ζουμπάς, κοντοπίθαρος, τάπα, Κοντορεβιθούλης, κουβάς, πικιπόκο, μισοριξιά, και χαμένε (διότι είναι τόσο μικρός - που δεν τον βλέπεις)

  1. - Τα έμαθες για τον Νικόλα; - Τι, για πε;
    - Να ρε, επιχείρησε να αυτοκτονήσει ο φουκαράς...
    - Γιατί μωρέ ο καημένος;
    - Έχασε στο χρηματιστήριο και πήγε και πήδηξε από το μπαλκόνι του στον πρώτο όροφο.
    - Καλά ρε με δουλεύεις, αφού μου λες «επιχείρησε»!
    - Ναι ρε, καλά λέω, τελευταία στιγμή άλλαξε γνώμη και πιάστηκε από το ρείθρο του πεζοδρομίου και γλύτωσε.
    - ;;;;;;;;;
  1. Είναι τόσο κοντός αδελφέ μου που, όταν αλλάζει λάδια στο αυτοκίνητό του, στον δρόμο μπροστά από το σπίτι του, πάει κάτω από αυτό και έχει τα χέρια στην ανάταση και ξεβιδώνει την τάπα του Κάρτερ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες λαδοπoντικών:

A. [i]Λαδόποντιξ ο λίγδας[/i]

Ο εν λόγω 'πόντικας ενδέχεται να είναι λιγδοπρεπής επειδή:

  • Είναι εκ πεποιθήσεως άπλυτος και τσακωμένος με τα σαπούνια,
  • Επέλεξε λιγδογόνο επάγγελμα (πχ ψήστης, μηχανικός αυτοκινήτων, κα). Ανάλογα με τις διπλωματικές του σχέσεις με το Ρεξόνα, συχνά παραμένει λαδοπόντικας και εκτός ωραρίου,
  • Είναι βικτιμάς υπερβολικού τζελαρίσματος ή κακής χρήσης άλλου προϊόντος καλλωπισμού.

Β. Λαδο[i]ποντίξ ο τρωκτικός[/i]

Το λιγδερό λουκ δεν είναι ούτε απαραίτητη αλλά ούτε και ικανή συνθήκη για να χαρακτησιστεί τις λαδο[i]πόντικας[/I]. Οι κύριες υποκατηγορίες, σε αύξουσα σειρά κυριολεκτικής τρωκτικοσύνης, είναι:

  • Ο τσιφούτης γερολαδάς του χωριού, ο οποίος εκμεταλλεύεται την μονοπωλιακή του θέση πουλώντας ληγμένα γάλατα προς € 2 το λίτρο. Συνήθως λειτουργεί και ως τοκογλύφος ή/και παιδεραστής ή/και μαστρωπός του χωριού,
  • Το πάντα διψασμένο γιά έλαια κρατικό τρωκτικό (εφοριακός, ιατρός, πολεοδόμος, κλπ) που κάνει τον βίο αβίωτο σε όσους δεν το λαδώσουν με γρηγορόσημο,
  • Διάφοροι καθηγητάδες κ.α. pop ταγοί με αρρωστημένα μυαλά που ακατάσχετα παπαρολογούντα αναπόδεικτα μη-επιχειρήματα τους στο απυρόβλητο. Εκτός Ελλάδος (ίσως και Γαλλίας), αναγκαστικά θα ακολουθούσαν άλλο επάγγελμα,
  • Άτομα που σμιλεύουν την κοινή γνώμη, με κυρίαρχους τους μουμουέδες δημοσιοκάφρους οι οποίοι κυνικά παραδέχονται ότι έχουν, στην καλύτερη περίπτωση, σκοτώσει την μάνα τους,
  • Οι κακώς εννοούμενοι άρχοντες της πολιτικής, του κομματικού παρακράτους, της εκκλησίας και της αγοράς που νέμονταιτα δημόσια και κοινοτικά ταμεία εις βάρος του κερασφόρου φορολογουμένου.

A. Λάδοποντικες

- Ειχα και εγω CBR 400 RR και με εξαιρεση προβλημα με το ρευμα (ανορθωτες) δεν ειχε παρουσιασει τιποτα άλλο (...) σιγουρα μου εκανε ολα τα γουστα και χωρις να φτανω στα ραντεβου με τα πιπινια σαν λαδοποντικας...
(από εδώ)

- Κερι μαλλιων: Το χρησιμοποιουμε (με φειδω για να μην καταληξουμε σα λαδοποντικες).
(από εδώ)

Β. Λαδοπόντικες

- Σιχαμα, γαυρος, ψευτοδιανοουμενοαριστερος λαδοποντικας (της ρατσας Ψαριανου δλδ).
(από εδώ)

- Τα λεφτά που είναι; τα λεφτά που πήραν όσοι τα πήραν αυτοί οι κύριοι στην Ελλάδα από την ζίμενς αυτά που είναι; Εδώ μιλάμε για 200.000.000 εκατομμύρια ευρω λαδωμένα, ποίοι τα πήραν, πια κόμματα, πια αποκόμματα, ποιοι πολιτικοί είναι λαδοποντικες; Δεν με νοιάζει αν είναι πασόκος, νεοδημοκράτης, κουκουέ, σύριζα, Λαός, ΑΥΤΑ αν δεν βρεθούνε θα τα βρίσκετε μπροστά σας όλοι οι πολιτικοί όλων των κομμάτων, και όταν περνάτε από της εκλογικές σας περιφέρειες θα τρώτε πολλές ροχάλες...
(από εδώ)

- Εχουν πιαστει γιατροι με φακελακια, μηχανικοι να λαδωνονται στις πολεοδομιες, εφοριακοι, λαδοποντικες και σπανια καποιος απο αυτους απολυεται μετα απο πολυχρονες μαλιστα διαδικασιες.
(από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η σχετικά νεόκοπη αυτή σλανγκιά έχει κάμποσες εφαρμογές:

1.
- είμαστε πολύ χεσαμόλα χώρα ,άντι να τρέξουμε την Γερμάνια για της αποζημιώσεις επι Β παγκοσμίου πολέμου και να τους τα πάρουμε χοντρά , Αντι να κάνουμε αυτό ,καθόμαστε και ανεχόμαστε αυτόυς
που μας χρωστάν να δηλώνουν...

2.
Μέτα από μισή ώρα τοστ-καφέ-τσιγάρου ακούω τις πρώτες τυμπανοκρουσίες να προμηνύουν την βρωμερή καθιερωμένη πρωινή χεσαμόλα. Με δέος και ευεξία μπαίνω στην αραχνιασμένη τουαλέτα μου και κάθομαι περήφανα στην πορσελάνινη κουραδορουφίχτρα.

3.
Κι εμείς είμαστε υπέρ του να σου γαμήσουμε την πρωκτάδα τόσο πολύ που θα είσαι μια μόνιμη χεσαμόλα.

4.
Η μητέρα του ήταν η Εστε Λόντερ που έγινε βαθύπλουτη πουλώντας ματζούνια και γυναικείες χεσαμόλες.

5.
ΡΕ ΒΑΓΓΕΛΗ ΠΟΛΥ ΚΑΙΡΟ ΤΗΣ ΕΨΑΧΝΕΣ ΑΥΤΗΝ ΤΗΝ ΚΑΡΑΠΑΠΑΡΑ ΤΗΝ ΧΕΣΑΜΟΛΑ;

Got a better definition? Add it!

Published

Ρωμαίος αυτοκράτορας που έζησε στο διάστημα 14-37 μ.Χ. Εδώ βέβαια το λήμμα αναφέρεται στην προειδοποιητική ατάκα αναγγελίας κλανιοβομβαρδισμών, ατάκα που σχετίζεται με τον εν λόγω αυτοκράτορα. Λέγεται πως κάποτε ο Τιβέριος βρισκόταν σε ένα meeting κορυφής στην αίθουσα της συγκλήτου. Μιλούσαν για πάρα πολύ σοβαρά θέματα, όταν του ήρθε ανάγκη για κλάσιμο. Ο πλανητάρχης και ουχί κλανητάρχης Τιβέριος, προσπαθώντας να καταπνίξει την ανάγκη αυτή, πέθανε. Πέθανε και στη θέση του ανέβηκε, ο σχιζοφρενής και γελοιωδέστατος Καλιγούλας. Οπότε η προσπάθεια της αποφυγής κλανιών έφερε την κουράδα στην εξουσία, επηρεάζοντας πολύ αρνητικά τις παγκόσμιες εξελίξεις.

- Τι φάγατε το ΣΚ;
- Άσε σκιστήκαμε στα φασόλια.
- Έτσι ε;
- Τιβέριος (δυνατή φωνή)
Ακολουθεί κλάσιμο διαρκείας.
- Καλά ... Σε εμπιστεύομαι. Μεταξύ φίλων, τα αποδεικτικά στοιχεία περιττεύουν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ή σίσκατος.

Ο υπερβολικά «χεσμένος» από το φόβο του. Συνώνυμο της φράσης -γενικής προσδιοριστικής: πάει το σκατό στην κάλτσα.

Πιθανή ετυμολογία:

  1. Εκ των συν + σκατά, ήτοι πλεόνασμα σε σκατά.

  2. Εκ των συς (αρχαϊστί «κάπρος-χοίρος») + σκατά, ήτοι, τα σκατά του κάπρου-χοίρου, δηλ. υπερβολική ποσότητα, χείριστη ποιότητα (ίδε και παρά του Δασκάλου Λάσκου: «συγ-γνώμη = συς-γνώμη = γνώμη χοίρου»).

  3. Εκ των σις (τουρκιστί «χοιρινό» που γίνεται κεμπάπ, ή κιοφτέ) + σκατά, δηλ. σκατά μαγειρεμένα.

Άκου και Coil «Scatology».

Αμάν, Παναγίτσα μου! Τι τρομάρα ήταν αυτή! Φτηνά τη γλιτώσαμε, κι ακόμα τρέχουμε, οι σύσκατοι! Θα κάνουμε καιρό να το ξεπεράσουμε!

Δες και σύσκατα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάποιος βιάζεται και κάνει λάθη σημαντικά, που μοιάζουν με τη μεταφορά μιας γεμάτης (ξέχειλης) καρδάρας (όπως έλεγαν κι οι αρχαίοι Έλληνες) με γάλα, που θέλει προσοχή στο περπάτημα για να μη χυθεί το γάλα και αυτός που τη μεταφέρει ψωλοπαραπατά και του φωνάζει ο άλλος «σιγά ρε θείο θα χυθεί το γάλα».

Ατάκα πρώτο-ακουσμένη από τα χειλάκια του Χαρούλη του καθαρού.

Υπάρχει και η περίπτωση που κάποιος σου πουλάει μαγκιά και τον γειώνεις λέγοντας του την ατάκα «σιγά ρε θείο θα χυθεί το γάλα». Αντί της «σιγά ρε μάνγκα μας έκανες τα μούτρα κρέας», ή «για δες, ματώνω;» και του δείχνεις το ένα άκρο των χειλιών σου, εννοώντας «τσιμπάω;»: μια και δεν τσιμπάς το δόλωμα δεν έχεις και αίμα στα χειλάκια σου.

Επίσης, τραβάς και μια ροχάλα μεγέθους ταλίρου κρητικής πολιτείας λέγοντας του... «φτου ρε και κολύμπα». Αν σε φτύσει κατάμουτρα και σου πει «φτου ρε και σε πιτσιλάω» κάνε την αλάργα διότι είναι μαγκάκος πονηρός.

-Θα τον σκοτώσω τον παλιοπούστη, θα κλείσω συμβόλαιο θανάτου... Αλλά όχι, είναι ακριβό... Να τι θα κάνω, θα στείλω 5 παλικαράκια να τον κάνουν τόπι στο ξύλο!
-Σιγά ρε θείο θα χυθεί το γάλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται σε άτομα που καλύπτουν το καπάκι δημόσιας τουαλέτας με χαρτί υγείας (ελαφρώς κυκλικά) και λόγω δυσκοιλιότητας μουγκρίζουν επίμονα παραπέμποντας έτσι σε τελετή επίκλησης δαιμόνων.

- Ρε συ πάλι ζορίζεται ο Βάμπης στην τουαλέτα; - Γάμησε τα φτιάχνει πάλι πεντάλφες με κωλόχαρτο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified