Further tags

Εξευτελίζω, γελοιοποιώ, νικώ με διαφορά, γαμώ βίαια / αδυσώπητα.

- Άσε μαλάκα παίζαμε Warhammer με τον μαλάκα τον χοντρό, αλλά τι να κλάσει ο φλώρικος ο στρατός του; Του έδωσα το κωλάντερο στο χέρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πράξη του να κατουράς και να χέζεις την ίδια στιγμή. Το καταφέρνουν μόνο οι μη δυσκοίλιες γυναίκες.

- Γρήγορα βγήκες από την τουαλέτα.
- Σκατούρημα ήταν.

βλ. και κουραδοκατουρλιό

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χιουμοριστικό, φυσώ τη μύτη μου, χρησιμοποιείται αποστομωτικά για αυτούς που προσπαθούν να γελοιοποιήσουν το υποκείμενο της πράξης.

- Τι λέει ρε θα μας γεμίσεις μύξες;
- Άσε ρε φίλε, τώρα μυξάρω κάνε δουλειά σου.

Got a better definition? Add it!

Published

Η πολλή βρώμα που έχει πιάσει στρώμα (μάκα) και μάλιστα έχει πετρώσει. Υπερθετικός της μπίχλας.

Σφουγγάρισε ρε και μια φορά εδώ μέσα! Σκουλαμέντρα έπιασε...

Got a better definition? Add it!

Published

Η κατάθλιψη κι απελπισία στην οποία περιέρχεται κανείς όταν για πολλοστή φορά επιβεβαιώνεται η ανικανότητά του να επιλέξει την πιο γρήγορη ουρά σε σούπερ μάρκετ ή τράπεζες και την οποία επεκτείνει και σε άλλους τομείς της ζωής του (λ.χ. Εμένα κανείς δε μ'αγαπά, μια ζωή γκαντέμης κ.ο.κ.)

Σαράντα άτομα στην ουρά... Μ'έπιασε πάλι μια ουραλπισία....

Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εννοούμε το είδος εκείνου του μεθανιούχου αερίου το οποίο λόγω εντάσεως και ορμής έχει τη δυνατότητα να σκίσει το εσώρουχο του αεριζόμενου ατόμου.

- Γιαννάκη μου αύριο θα σου κάνω μαυρομάτικα φασόλια. Κανόνισε να μη φορέσεις το καλό σου το Calvin Klein. Θυμάσαι τι έγινε την Τρίτη που είχα ρεβύθια! Να το φυλάξεις για όταν θα πας να κοινωνήσεις!
- Ευτυχώς που μου το 'πες μάνα! Να μου φύγει καμιά σωβρακοξεσκίστρα και να το κλαίμε μετά... Αν και λέω να το βάλω πρώτα στο ραντεβού με την Τασία να κάνω εντύπωση!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ουρώ ενώ έχω στύση, συνήθως τις πρωϊνές ώρες και μέχρι τα 40 συνήθως το πολύ.

- Ο Μήτσουρας από μικρός έτρεχε στο μπάνιο για να ουρήσει πρωί πρωί και τελικά πάντα καυλουρούσε γιατί ήταν στα ντουζένια του, 16 χρονών παιδάκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χρησιμοποιείται ευρέως για να υποδηλώσει διαφωνία η ακόμη και απέχθεια με κάποια κατάσταση ή ενέργεια.

- Καλά, πήγα στη συναυλία του Ζορντί.
- Α, ωραία πέρασες;
- Έβαλα δάχτυλο.
- Μαλάκα.
- Ραμολί.
- Γαμιόλη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η υπερβολική βρώμα, έντονη δυσοσμία.

Τι μπόχα είναι αυτή;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίστρωση βρώμας η λεγόμενη και ως «μπίχλα» (απλά είναι πεπαλαιωμένη μπίχλα). Εναλλακτικά χρησιμοποιείται και για την κίτρινη βρώμα που συσσωρεύει το πέος εσωτερικά του επικεφάλιου δέρματος. Συνήθως το λέμε μετά το ρήμα «πιάνω».

-Έχω να κάνω μπάνιο 11 μέρες και εχω πιάσει μάκα...

Βλ. και σκόρτσα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified