Further tags

Ο κωλομπαράς.

- Σκατοσπρώχτης ο δικός σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που έχει πιει πολύ. Όσο δεν πάει....

- Χτες πήγα με τα παιδιά απο τη δουλειά σ'ένα ρεμπετάδικο....
- Ήπιατε;
- Ασε ρε, κλασμένος γύρισα σπίτι... Αφού δεν θυμάμαι πώς ανέβηκα, πώς έπεσα στο κρεβάτι, τίποτα σου λεω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μουνόπανο ρε παιδιά, τι σερβιέτα και ευγένειες...

Άντε πηδήξου, μουνόπανο του κερατά!

(από Galadriel, 25/01/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Η γυναίκα ελευθέρων ηθών.

Φέρε κανά καρακλανίδι στο πάρτυ να γουστάρουμε.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο έχων άθλιες διατροφικές συνήθειες, ο σαβουροφάης, ο έχων στομαχικά / εντερικά προβλήματα με έντονα συμπτώματα (αέρια, δυσκοιλιότητα κ.λπ.).

-Πάλι με πιτόγυρα θα την βγάλεις ρε σαπιέντερε;

Got a better definition? Add it!

Published

Ονομάζεται ο μεθυσμένος ως «χεσμένος απ' το αλκοόλ».

Πάλι ξέρναγες χθες το βράδι βρε χεζμεντέν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η περίεργη, η κουτσομπόλα γκόμενα, αυτή που θέλει να τα ξέρει όλα και στήνει αυτί συνέχεια.

Ρε Βίκυ τι θέλεις γαμώτο; Σα τη χεζόμυγα έρχεσαι δίπλα μου σε ότι λέω και ότι κάνω τόση ώρα;

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός που πουλάει αέρα - κοροϊδεύει δηλαδή.

- Θα ψωνίσουμε από τον Τάκη;
- Τι λες ρε... απ' αυτόν τον κουραδέμπορα;

Got a better definition? Add it!

Published

Υβριστικός χαρακτηρισμός ανθρώπου νωθρού, αργόσχολου, τεμπέλη.

Από το «Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής», Τριανταφυλλίδη.

- Πω πω μαλάκα μου, η ομαδάρα φέτος πάει απ' το κακό στο χειρότερο. Στον κώλο μας θα το βάλουμε το διαρκείας.
- Άσε με ρε, με τις κοπριές που έφερε ο πρόεδρος να παίζουν, θα τελειώσουμε τη σεζόν με το γήπεδο ζούγκλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άνθρωπος λέρα... ο αναξιόπιστος κοινωνικά.

- Να σου δανείσω 2.000;
- Ουστ από δω ρε κοπριά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified