Selected tags

Further tags

Χαρακτηρίζει κάποιον που δεν ξεκολλάει από κάποιον άλλο, ή που γνωρίζει τα πάντα γι' αυτόν τον άλλο.

-Πού ήταν χθες ο Γιώργος; -Πού να ξέρω; Σπυρί στον κώλο του είμαι;!;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

... Από το «ρουφάω» και «κλάνω» -...ευνόητα τα περαιτέρω.
... Αναφέρεται, τόσο ΚΥΡΙΟΛΕΚΤΙΚΑ (στους αρεσκόμενους στην συγκεκριμένη πράξη) όσο και -κυρίως- μεταφορικώς με απαξιωτική έννοια...

  1. Ωχ... καημένε, αυτή τη ρουφοκλάνα βρήκες και τη βλέπεις και σα γκόμενα;

  2. Καλά... Τι περιμένεις από αυτόν τον ρουφοκλάνη... Τάξε του θέση, και δεν θα 'χει κανένα πρόβλημα...

Ντέλα Ρουφοκλάνη (από Vrastaman, 24/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνδυασμός του αγγλικού χαιρετισμού «cheers» και της τσίρλας. Δεν σημαίνει κάτι διαφορετικό από το cheers (τα λέμε, άντε γεια), αλλά ακούγεται αστείο. Χρησιμοποιείται πολύ και στον γραπτό λόγο στο internet.

Εγώ φεύγω γιατί έχω μάθημα σε μια ώρα, άντε cheerls.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τρομερά καυτερή κλανιά... που πηγάζει από τα άδυτα του εντέρου και συνήθως μυρίζει.

- Πωωω ρε φιλαράκι.... έφαγα κρύα χαλασμένα φασόλια για πρωινό... και άφησα ένα πυροκλάνι... γάμα τα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σημάδι από κόπρανα στο σώβρακο, που μοιάζει με ροδιά στο δρόμο μετά από φρενάρισμα.

- Και πάω στην τουαλέτα του για κατούρημα και βλέπω πάνω-πάνω στο σωρό με τ' άπλυτα ένα άσπρο σώβρακο μ' ένα φρενάρισμα να!

(από jesus, 14/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πορδίζω.

-Σταμάτα ρε να κλάνεις, θα πεθάνουμε εδω μέσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνάθροιση κλανιάρηδων.

-Αμάν ρε μαλάκες, κλανοπάζαρο το κάνατε! Ανοίχτε κάνα παράθυρο τουλάχιστον!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πέος, ειδικά όταν είναι μεγάλου μεγέθους.

- Σου λέω διαγραφόταν καθαρά η κρεατόβεργά του, χρυσή μου!

Βέργα (από GATZMAN, 03/02/09)Γυναίκα πάει να ευνουχήσει τσοχανταραίο που της αρπαξε την κόρη της για παστάκι (από GATZMAN, 03/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μύξα που αποβάλλουμε κλείνοντας το ένα ρουθούνι και φυσώντας δυνατά από το άλλο, με στόχο συνήθως το πεζοδρόμιο (έδαφος γενικότερα). Αποτελεί συνήθη πρακτική των λεωφορειατζήδων, στα τέρματα. Η μονομιάς αποβολή (εκτόξευση) όλης της φτύξας αποτελεί δείγμα καλής προπόνησης. Ωστόσο αν η φτύξα κρέμεται από το ρουθούνι, συμβάλλει σε maximum effect.

- Κι εκεί που καθόμουν ήρεμα κι ωραία, νιώθω κάτι υγρό στο σβέρκο μου. Ο πισινός μου, είχε ρίξει τη φτύξα του πάνω μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μύξα που τη ρουφάμε με δύναμη, την κατεβάζουμε στο λαιμό, και τη φτύνουμε από το στόμα... Το χρώμα της ποικίλλει από βαθύ καφέ, μέχρι πράσινο. Προκαλεί αηδία σε όλους τους γύρω.

- Αμάν με τις φτύξες σου ρε φίλε... Είσαι αηδία!
- Ε, έχω κρυώσει ρε μαν...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified