Selected tags

Λέξεις που προκύπτουν από τον συνδυασμό του ήχου/μορφής και της σημασίας δυο άλλων λέξεων π.χ. Μερκοζί (Μέρκελ+Σαρκοζί), συριζαυγίτης (συριζαίος+χρυσαυγίτης)

Further tags

Λέξη προερχόμενη από τα συνθετικά καύλα και τουλούμπα. Δηλώνει συνήθως θαυμασμό για μια τροφαντή κυρία με πιασίματα, κάτι σαν Φρατζολίνα Ζολί.

Ενίοτε μπορεί και να χρησιμοποιηθεί υποτιμητικά με διάθεση σεξιστική, χαρακτηρίζοντας πλέον κυρίες που εμπίπτουν στο γυναικότυπο της γκαμούζας.

Α. Μα τι καυλούμπα γυναίκα είναι αυτή!

Β. Ίσα μωρή καυλούμπα που θα μου πεις ότι άναψες και φλάς...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη: τσουλί + ξεμπούρδελο.

Τέτοιο τσούρδελο που είναι δεν μου κάνει εντύπωση που πηδιέται μόνο με λεφτάδες και φοράει φούστα μέχρι τον αφαλό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη από τις λέξεις πούστης και μικρούλα. Η πουστρούλα είναι πάντα παθητική. Η ηλικία της κυμαίνεται μεταξύ 13-14 εφηβικό και 23-24 μετεφηβικό στάδιο a.k.a. στάδιο του εκκολαπτόμενου πούστη. Οπωσδήποτε όμως κάτω των 25. Η πουστρούλα πάει σχολείο ή σπουδάζει συνήθως κομμωτική, ονυχοπλαστική, ενδυματολογία, θεατρικές σπουδές κτλ.

Η εξωτερική της εμφάνιση είναι από θηλυπρεπής έως θηλυπρεπέστατη και τονίζεται από παντελή απουσία τριχοφυϊας στο σώμα και το πρόσωπο (λόγω έλλειψης τεστοστερόνης), μακρυά ή μέσου μήκους μαλλιά και εξεζητημένα/προκλητικά χτενίσματα, μακιγιάζ στο πρόσωπο κτλ.

Οι συνήθεις σωματικές διαστάσεις μιας πουστρούλας είναι παρόμοιες με εκείνες μιας συνηθισμένης αδύνατης και μικρόσωμης γυναίκας: 1,50-1,70 εκ. ύψος και 45-70 κιλά βάρος χωρίς αυτό να αποκλείει και την ύπαρξη φυσικά μεγαλύτερων διαστάσεων (νταρντανοπουστρούλες).

Ψυχικά η πουστρούλα είναι συνήθως μπερδεμένη λόγω της νεαρής της ηλικίας για την μετέπειτα πορεία της ζωής της. Ακροβατεί και αμφιταλαντεύεται ανάμεσα σε δύο επιλογές. Το σχετικά εύκολο μονοπάτι του κλασσικού πούστη και το σχετικά δύσκολο και δυσβάσταχτο ηθικά, επαγγελματικά και κοινωνικά μονοπάτι της τραβεστί.

- Ρε συ τι ήταν αυτό που έκατσε στο διπλανό τραπέζι; Αγόρι ή κορίτσι;
- Αγόρι ήτανε ρε φίλε, την είδες βάψιμο την πουστρούλα; χαχαχα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολιτικό μπινελίκι κατά των Συριζαίων από υποστηρικτές της αμφιλεγόμενης «θεωρίας των δύο άκρων» που τσουβαλιάζει την άκρα Αριστερά και την άκρα Δεξιά ως ταυτόσημες εκφράσεις του ολοκληρωτισμού και της βίας, με διαφορετικό όμως πρόσημο.

Όπως πληροφορούμεθα από τον Χάνκοντα, παλαιότερα χρησιμοποιείτο το αριστεροχουντισμός στο πλαίσιο ενός παρόμοιου ντίσκουρς (βλ. μύδι με την πρώτη εκτέλεση του Σαββοπούλειου «Πολιτευτή»).

Για περισσότερες πολιτικές και κομματικές σπερματολογίες, βλ: αγκύλωση στο δεξί, αναρχοσταλίνα, ανθελληνάρας, αντίφας, απλός στρατιώτης, άπλυτος, αριστεράντζα, αριστεριάρης, αριστερίλα, αριστεριτζής, αριστεροειδές, αριστερός της δεξιάς τσέπης, αριστερόσκυλο, αριστερούλης, αριστερούργημα, αριστεροχαρούμενος, αρσενοκνίτης, αρχειομαρξιστές, αθεοαναρχοκουμμουνιστοσυμμορίται, αυγά, αυριανοτομπριστής, βενιζελόμουτρο, ελλημπάν, Ελληνάρας, εθνίκια, φασισταριό, φασιστόμουτρο, φίλοι αδολφικοί, αδολφάτο, φυτό, γερμανοτσολιάς, γκεμπελίσκος, γκρηνιάρης, γκρουπόσκυλο, γνωστός άγνωστος, ΘΑΣΟΚ, θολοφασίστας, θολοπατριώτης, θολοεθνίκι, θολοκουλτουριάρης, ισλαμοσταλίνας, καλύτερα παπάκι, παρά τον Μητσοτάκη!, Καμένοι Έλληνες, καταδικασμένος στην συνείδηση του λαού, κνάιτ, ΚΝΑΤ, κνιτόμπατσο(ς), κομματατζής, κομμούνι, κουκούλια, κουκουλοφλώρος, κουριάδα, κούτβηδες, λαϊφστάλιν, λικβινταριστές, λίτης, λουμπεναριό, μαντρόσκυλο, μαύρος, μικροαστούλης, μηκυό, μιμίκος, μΠΑτΣΟΚ, μπάχαλο, μπάχαλος, μπουκαλάκιας, ναζιάρης, ναζός, Νέα Δημοπρασία, νεοφιλελέρα, νεοφιλελές, ογδόντα οχτώ, οπορτούνα, πάντως αριστερός δεν είναι!, πλευρίτιδα, ραντεβού στα γουναράδικα, ΣφΥΡΙΖΑ, σκινάς, σκυλοβούλιο, σταλίνας, σταλινόμουτρο, σταλινοτσολιάς, συγγρού, συλλαλητήριος, ταγάρω, το πολύ το Κάπα Κάπα κάνει το παιδί μαλάκα, τσιπραλαβάνοι, τσολάκογλου, Τζέφρι, χουντάλας, χουντικό γυαλί, χουντόσκυλομ χρησοί αβγύ, χρυσά αυγά, χρυσαύγουλο, Ψεκασμένοι Έλληνες, ψηφοφθόροι, και άλλες δημοκρατικές δυνάμεις

Αποποίηση ευθύνης: το λήμμαν αυτούνο δεν αναρτήθηκε με γνωματζήδικη διάθεση ούτε για να προκαλέσει. Δίνει σχεδόν 3.000γουγλοχτυπήματα και ωσεκτουτού θαρρώ πως είναι λεξικογραφικά καταχωρίσιμο.

1. «Συριζαυγίτες»: Τραμπούκοι με άλλοθι [...] αποφάσισαν να καταλάβουν τις Σχολές και να εμποδίσουν (για μια ακόμη φορά) την ψηφοφορία για πανεπιστημιακά συμβούλια [...] στέκονται μπρος στις εισόδους των χώρων εκλογής και θα πρέπει να βιαιοπραγήσουν, παραμερίζοντάς τους, εκείνοι που θέλουν να μπουν να ψηφίσουν! Ιδού, λοιπόν, μια κρίσιμη διαφορά των δύο «άκρων». Οι Χρυσαυγίτες σε δέρνουν κατευθείαν, ενώ στην ΕΑΑΚ ζητούν να τους δώσεις άλλοθι για να σε δείρουν.
(Πέτρος Μαρτινίδης, καθηγητής στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων του ΑΠΘ)

2.
Όσον αφορά στη θεωρία της σύγκλισης των άκρων -την οποία μάλιστα συχνά φιλοξενεί στις στήλες της η Καθημερινή- και τους ευφάνταστους νεολογισμούς σας περί συριζαυγιτών (και ας ξεκαθαρίσουμε εδώ πως η ΕΑΑΚ δεν ασπάζεται τις διαχειριστικές λογικές που προβάλλει η αριστερά του Σύριζα, αλλά αποτελεί κομμάτι της Αντικαπιταλιστικής Αριστεράς στα πανεπιστήμια), θ’ αναρωτιόταν κανείς μήπως το αφηρημένο φιλοσοφικό σχήμα της μη διαφοράς ανάμεσα σε δύο ακραίους πόλους είναι ο μόνος τρόπος να χάσουν την σημασία τους οι ξεκάθαρες διαφορές μεταξύ των αξιών που φέρουν, στην προκειμένη περίπτωση ο νεοφασισμός και η επαναστατική αριστερά.
(Απάντηση ΕΑΑΚ στον Πέτρο Μαρτινίδη)

3.
Το μέσο στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ είναι παλαβός συριζαυγίτης του φαιοκόκκινου μετώπου. Εγώ που σας τα λέω αυτά τώρα είμαι φιλελεύθερος, για να ξέρετε.

4.
Αν ήτανε αιγύπτιος, σήμερα ο Μ. θα οδηγούσε στρατιωτικό τάνκ, βάσει της λογικής «τι θέλει ο λαός; Τάνκς; Τρέχω να πάρω δίπλωμα οδήγησης…» Με άλλα λόγια: «Λογικής λαού πεσούσης, πας συριζαυγίτης ανδρεύεται!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη που προκύπτει από την συγκοπή και την σύνθεση των λέξεων Πεθε(ρά) + (Σα)βούρα.

Άχρηστο, άκομψο και ακαλαίσθητο αντικείμενο που έχει περιέλθει στα χέρια σου ως δώρο από την πεθερά σου.

- Πού το βρήκες μωρή αυτό το βάζο; Ούτε στα κινέζικα δεν τα πουλάνε πια αυτά...
- Άσε, έμπλεξα με την πεθεβούρα και δεν μπορώ να την πετάξω. Όποτε έρχεται σπίτι κοιτάει να δει που την έχω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιρρηματικός τροπικός τύπος, προερχόμενος από τη λέξη σελέμης. Ακουγόταν σε λαϊκές αστικές συνοικίες. Δείχνει τον τζαμπέ τρόπο απόκτησης, ενίοτε δε και μικροκλοπές.

- Ρε Βαγγελάκη, πού βρήκες ρε τα γλυκά που κουβάλησες; Άφραγκος δεν είσαι;
- Σιγά ρε, μην τα πλήρωσα...
- Α, κατάλαβα... Σελεμουάρ είναι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη, αποτελείται από τον πούτσο και την κατάληξη –κλέτα, δανεική και συντμημένη από τη μοτοσικλέτα (motorcycle) ή τη μπισικλέτα (bicycle).

Προφανώς πρόκειται για συνένωση λέξεων με αλληγορικό νόημα. Από τη μία, ο φαλλός, που εκπροσωπείται από τη λέξη «πούτσος» και συμβολίζει τη σεξουαλική πράξη και την προς τα πάνω βλέψη, την ανόρθωση, τη δημιουργικότητα και από την άλλη η (μοτοσι)-κλέτα που αντιπροσωπεύει την ελευθερία, την περιπλάνηση, το ταξίδι. Σα να λέμε ταξιδιάρικο γαμήσι ή γαμιώντας ταξιδεύεις.

Ακούγεται συνήθως από άνθρωπο που έχει στην κατοχή του (ή έστω του αρέσουν) δίκυκλα μηχανοκίνητα ή μη οχήματα, εις περίπτωση ήντινα επιθυμεί όπως επιβιβάσει νεαρά κορασίδα χαλαρών ηθών. Βέβαια, υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να χαρακτηριστεί, από την τελευταία, ως χυδαίος μαλακοκαύλης, κάφρος τσουτσουνοπαίχτης και γενικά μουνόδουλος φαντασιωσιόπληκτος. Για το λόγο αυτό η ηχητική ομοιότης μεταξύ πουτσοκλέτας και άλλης –κλέτας σώζει την κατάσταση, όπως εξάλλου διαφαίνεται και εις το παράδειγμα (1) του λήμματος.

Εις άλλη περίπτωση χρησιμοποιείται η ίδια λέξη για να εκφράσει τον ξυλοδαρμό (ο οποίος πολλάκις συνδέεται με τη συνουσία) με τη μετακίνηση, κοινώς «σε πάω γαμιώντας», «σε γαμάω κωλοφεράντζα» κλπ. παράδειγμα (2) του λήμματος

Άλλη ενδεχόμενη χρήση του όρου, είναι κατά τη μετατροπή ενός φυσιολογικού, κατά τα φαινόμενα ανδρικού μορίου, εις πουτσοκλέτα. Αυτό συμβαίνει καθώς εκαυλώθει το εν λόγω μόριο από τυχόν πιπινοκαυλάκι περαστικό και πρόστυχο και μετατράπηκε σε όχημα που μαρσάρει έτοιμο να εκτοξευτεί πυραυλοκίνητο. παράδειγμα (3) του λήμματος

  1. -Κοπελιά φαίνεται να σ’ αρέσουν οι βόλτες, τι λες πάμε μια βόλτα;
    - Μπα! Και με τι θα πάμε βόλτα ρε καρμοίρη;
    - Ανέβα στην πουτσοκλέτα και θα δεις τον κόσμο μ’ άλλο μάτι…
    - Α να χαθείς, χυδαίε.
    - Γιατί βρε κοπελιά, χιλιάρα μηχανή λέμε…

  2. Κακα τα ψεμματα...αν ο καραφλας ειχε ενα κρανος θα τους εβγαζε πουτσοκλετα εξω μονος του! Αυτη η αγελοποιηση και η μηδεν προσωπικοτητα μου φερνει εμετο! Καταφεραν να στρεψουν την κοινη γνωμη υπερ του χρυσαυγιτη...(εδώ)

  3. Πουτσοκλέτα μαs τον έκανεs! (εδώ)

Πουτσοκλέτα πρωτότυπο 1 (από VAG, 11/07/12)Πουτσοκλέτα "η εξέλιξη" (από VAG, 11/07/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη έννοια,από την αγγλική λέξη spammer και το σπαστικός. Περιγράφει αψεγάδιαστα το ενοχλητικό σκουπίδι του διαδικτύου, περσόνα που προκαλεί την έκρηξη των γεννητικών οργάνων άλλων χρηστών του internet και γίνεται συχνά πυκνά αντικείμενο χλευασμού για το λόγο αυτό.

Συνώνυμα: σπασαρχίδιο (δικτύου), και ντέφια

- Γεια, είμαι ο Στέφανος! Γράψου στο blog μου αν θέλεις, παίξε και το παιχνίδι μου!
- Τι είναι αυτός ο σπαμστικός ρε μαλάκα, σε λίγο θα ζητάει και πίπες...

βλ. και σπαμαρχίδας, Spamστικός, σπαμεράς

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν ηξεύρω αν πρόκειται περί επιθετικού προσδιορισμού, επιρρήματος ή επιφωνήματος, αλλά αναμφισβητήτως έχει εμφατική έννοια.

Διά του παρόντος λήμματος επιφορτίζω τους σύσσλανγκους με το ετυμολογικό καθήκον της επιλογής μεταξύ του τουρκικού επιτατικού kara- και του ισπανικού έκπληκτου caramba.

Γνωρίζω την έκφραση παλαιόθεν, μάλιστα την έχω γιά αρκετά διαδεδομένη. Όμως τα διαδικτυακά ευρήματα είναι παραπάνω από φτωχά. Δε γουστάρω να λινκάρω στο μοναδικό σάιτ / κείμενο που γουγλίζεται η λέξη.

Καραεπιτατικά: καραγκαγκάν, καραμπαμπάμ, καραμπαντάν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Υποκοριστικό» της λέξεως πρετζόνι, που προφανώς σχηματίζεται από την λέξη πρεζόνι μαζί με το «τζ» από την αγγλικάνικη ομόλογη της λέξη junkie.

Συνώνυμη με τις: πρέζονας, ζακιπρέ, ζέο, ζάκι.

Σε αντίθεση με τις προαναφερθείσες λέξεις που χρησιμοποιούνται, ως επί το πλείστον, για άτομα που κάνουν χρήση πρέζας (βλέπε και ζαμπόν, ζουζού, κ.τ.λ.) η συγκεκριμένη χρησιμοποιείται κυρίως για να κοροϊδέψει ή να ειρωνευτεί κάποιον (πως αυτά που λέει δλδ είναι αποτέλεσμα χρήσης ουσιών) όταν αυτός είτε είναι μπουρδολόγος- παπαρολόγος με την καλή έννοια, είτε το μυαλό του (λέμε τώρα) έχει πνεύσει τα λοίσθια, με αποτέλεσμα αυτά που λέει να σε κάνουν να μην την παλεύεις, να βαράς ενέσεις.

(συζήτηση μεταξύ σλάνγκου κ «φιλομπαμπανιώτη»)
-…..αφού το έγραψε και ο Μπαμπινιώτης σε λέω. Είναι σίγουρο ρε…
- Εεε άμα το ’πε κι ο Μπάμπης αλλάζει το πράγμα… Δεν μας χέζεις ρε Τζόνι λέω 'γω; Άντε κόψε τα ληγμένα να ησυχάσουμε όλοι μας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified