Further tags

Ο φαντάρος (συνήθως νέος) που τον χώνουν διαρκώς για αγγαρείες.

- Έχω καταντήσει αγγαρειομάχος στη μονάδα. Τη μια μαγειρεία, την άλλη τουαλέτες, δεν αντέχω άλλο!

(από Cunning Linguist, 23/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βρίσκομαι σε άδεια πάσας φύσης, είτε επαγγελματική, είτε στρατιωτική, είτε για λόγους υγείας, σπουδών, διακοπών κλπ, ασχέτως με το αν η άδεια αυτή λαμβάνεται νομίμως, ή απλά παίρνεται απ' τη σημαία.

Το ρήμα ξεκίνησε να χρησιμοποιείται στην στρατιωτική ιδιόλεκτο, αλλά η χρήση του επεκτάθηκε στον ευρύτερο πολιτικό βίο.

  1. Τους τελευταίους 2 μήνες έχω ξεκωλιαστεί στα ρεπό.
    Και δηλώνω επίσης ότι αδειεύομαι (ζήτησα από τη σημαία) από 18 Δεκ μέχρι 8 Ιαν. (Εδώ)

  2. Eγώ αδειεύομαι μέχρι τις 9 του μήνα, αλλά καλύτερα να δούλευα.
    Κοντεύω να σηκώσω όλη την Ερμού με τα ψώνια που έκανα σήμερα.
    Κι ακόμα έχουμε τόσες μέρες με τα μαγαζιά ανοικτά. Βαστάτε με. (Εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αξιωματικός του Ελληνικού στρατού. Ονομάζεται έτσι επειδή είναι παντελώς ανάξιος και ανίκανος για οποιαδήποτε δουλειά και τα φορτώνει όλα στους φαντάρους.

- Περίμενε λίγο, στις 3 φεύγουν οι αναξιωματικοί και θα χαλαρώσουμε λίγο.
- Πρόχεχε σ' αυτή τη μονάδα, άμα βλέπεις αναξιωματικό θα χαιρετάς, αλλιώς θα φας καμπάνα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά περίπτωση:

  1. Ο νέος στρατιώτης, άρτι αφιχθείς στην Μονάδα κατά τις πρώτες του υπηρεσίες ως θαλαμοφύλακας (θαλαμόσκυλο).

  2. Υποτιμητικός τίτλος για στρατιώτη (νεότερης συνήθως σειράς), ο οποίος το παίζει «στρατηγός». Συνηθισμένη περίπτωση: νέος υποδεκανέας ο οποίος επιδεικνύει το τσατσόσημό του.

- Φιλαράκο για πρόσεχε γιατί είμαι υποδεκανέας...
- Ρε σειρές, κόψτε τον ψαρά τον ανθυποαρβυλοφύλακα που νομίζει ότι έγινε Α/ΓΕΣ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο παντελώς ασήμαντος, ο τελευταίος κρίκος της τροφικής αλυσίδας, η κατώτατη βαθμίδα σε οποιοδήποτε ιεραρχικό σύστημα (όπως έλεγε και ο Βέμπερ).

Συνήθως ο ανθυποτίποτας δεν έχει αντίληψη του πραγματικού ειδικού του βάρους και στριτζώνεται αδίκως.

Εμπνευσμένο από την στρατιωτική ορολογία, συναντάται και εκτός στρατεύματος.

- Για να μπει λίγο τάξη εδώ!
- Άει ρε ανθυποτίποτα, παράτα μας!

(από jesus, 23/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χάπι για όποιον δεν την παλεύει.

- Μαλάκα έχω 10 μέρες μέσα, γάμησε τα...
- Πάνε στα ιατρεία και πάρε κάνα αντιπαλεβόν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φάρμακο που χρησιμοποιείται κυρίως κατά την διάρκεια της στρατιωτικής θητείας. Χρησιμοποιείται για στιγμές ανίας, βαρεμάρας, ρουτίνας ή ακόμα και για πολύ πιεστικές καταστάσεις.

- Πω, Πω ρε παιδία δεν μπορώ άλλο εδω μέσα!!! Κάθε μέρα σκοπιά 2-4 τα χαράματα! Δεν την παλεύω άλλο!!!
- Ένταξει ρε ψηλέ! Πως κάνεις έτσι; Πάρε αντιπαλευόν!!

Από το ΦΑΔ της Λήμνου... (από Cunning Linguist, 23/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα φανταράκι υπηρετεί παραμεθόριο στον Έβρο... Και πήηηηηζει... Οι δείκτες του ρολογιού σέρνονται... Παίζει με τις τάπες των βαρελιών περιμένοντας να περάσει ο χρόνος και ωριμάσει η μετάθεση για κάπου πιο κοντά στο σπίτι του, την πολυπόθητη μέρα της απονΕΒΡΟσης... Ο καιρός συνεχίζει να περνάει... Η απονέβρωση έρχεται! Ο φανταράκος τα μαζεύει και όπου φύγει-φύγει, Τομπούλογλου!!

Στο μεταξύ, η ντροπαλή εποπίνα εξομολογείται τον κρυφό της έρωτα στον αυστηρό λοχία που έχει όμως καρδιά μικρού παιδιού... Εκείνος την αγκαλιάζει στα στιβαρά του μπράτσα και της χαρίζει υποσχέσεις αιώνιας αγάπης...

(HAPPY END)

Δες και το έργο: «Ακριβή μου απολήμνωση» (2009 [38 κσ!]).

  1. (από εδώ)
    «A A A A φα. Ευχαριστώ Τζόνι μου για το καλωσόρισμα. Στις 20 Αυγ. Έχω την απονΕΒΡΟση μου.Θα τα λέμε απο κοντά πλέον.»

  2. (από εδώ)
    «Geia sou Jim 65 + 1 aponEVROsh...

Pws ta pas; Eisai kala...
sorry pou den egrapsa toso kairo alla htan ligaki duskola...»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κατάσταση κατά την οποία ένας φαντάρος φεύγει (επιτέλους) από τη Χίο.

Αποχίομαιιιιι, αποχίομαιιιιι,... αποχίομαι μωρό μου και τρελαίνομαιιιι (τραγουδιστά κατά το γνωστό άσμα ).

Στέφανος Χίος. Αυτός δεν μπορεί να πεί:αποχίομαι (από GATZMAN, 06/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στρατιωτική λέξη.

Τρόπος επικόλλησης με τη χρήση λιωμένου λαστιχένιου κορδονιού της στρατιωτικής αρβύλας, το οποίο έχει κολλητικές ιδιότητες. Συνήθως είναι για την επικόλληση σημάτων πάνω στη στολή απο τους φαντάρους που δεν ξέρουν ράψιμο αλλά βρίσκει και άλλες εφαρμογές (μπαλώματα κλπ).

Χρήση

  • Παίρνουμε το κορδόνι της αρβύλας, ή κατα προτίμηση κάποιο εφεδρικό, και έναν αναπτήρα. Έχουμε στην επιφάνεια το σημείο όπου θέλουμε να επικολλήσουμε το σήμα.
  • Καίμε την άκρη του κορδονιού μέχρι να λιώσει (κοντά στην υγροποίηση), και ακουμπάμε το λιωμένο λάστιχο στην επιφάνεια που θα καλυφθεί απο το σήμα, σε διάφορα σημεία.
  • Γρήγορα, και όσο το λάστιχο είναι υγρό, καλύπτουμε με το σήμα μέχρι να κολλήσει.

Μειονεκτήματα:

  • Είναι μη-προβλεπόμενο απο τους κανόνες. Προβλέπεται μόνο η κανονική ραφή των σημάτων. Αν γίνει αντιληπτό, υπάρχει κίνδυνος καμπάνας!
  • Το λάστιχο λεκιάζει οπότε χρειάζεται προσοχή για να μη γίνει λάθος.

- Ρε παιδιά πώς να ράψω το λοχιόσημο στη στολή;
- Κάτσε να σου δείξω πώς να κάνεις αρβυλοκόλληση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified