Σε χρήση επιφωνηματική σημαίνει:
1. Η κατάσταση έχει φτάσει στο μη περαιτέρω, αλλά επιθυμώ να ταλαιπωρηθώ κι αλλο. 2. Πάρ' τα μωρή άρρωστη.
3. Απλή έκφραση απογοήτευσης.

Χρησιμοποιείται κυρίως σε στατιωτικές κοινότητες.
Ετυμολογία (πιθανολογείται): από πορνογραφική ταινία του Γκουσγκούνη.
Ισοδυναμεί με το επιφώνημα «τρομπόνι» ή «τρομπόνι τώρα» ή «ρούφα το τρομπόνι (πουτανίτσα)».

  1. - Πάλι εμένα βάλανε σκοπιά.
    - Έτσι, και τις μπάλες.

  2. - Και μετά την έβαλα στα τέσσερα...
    - Πωπω μαλάκα, και τις μπάλες!

  3. - Πώς πάει; Όλα καλά;
    - Μπα, πίπα-κώλο. Και τις μπάλες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στις Ένοπλες Δυνάμεις, σημαίνει 124 Πτέρυγα Βασικής Εκπαιδεύσεως. Μεταξύ των φαντάρων όμως γίνεται συχνά γνωστή και ως "124 Πούστηδες Βαράνε Εμένα", ανάλογα με το ποιος είναι δίκας εκείνο τον καιρό· συνήθως διοικείται από αποτυχημένους αξιωματικούς.

Όπως παραπάνω...

Got a better definition? Add it!

Published

Χαρακτηρισμός για άτομο εξόχου γκαντεμιάς, κωλοκατάστασης και εν γένει ανεπιθύμητων εξελίξεων σε όλα τα επίπεδα και τομείς (π.χ. σχέσεις, εργασία, στρατό, τροχαίες παραβάσεις καιτελειωμόδενέχει...)

Εβραίος χρησιμοποιείται στο στρατό για φαντάρους μουλτιπιπωμένους, ιδιαίτερα όταν συμβαίνει στα καλά καθούμενα, απροειδοποίητα και καθ'εξακολούθηση.

Να μην συγχέεται με τον Μητσοτάκη, σπανίως η γκαντεμιά του τσιμπουκομαγνήτη φέρει παράπλευρες απώλειες, είναι επί το πλείστον αυτοκαταστροφική.

Αντίθετο του κωλόφαρδου!

  1. - Τί'ν'αυτός ο Λάκης ρε, δέκα αυτοκίνητα παρκαρισμένα παράνομα, μόνο το δικό του έγραψε η τροχαία.
    - Τσιμπουκομαγνήτης, λέμε, τσε βάλε!

  2. - Πάλι τιμωρημένος ο Καραμήτρος; Τί έγινε;
    - Τι να γίνει, κοιμόταν στο σκοπέτο.
    - Από πίπα σε πίπα τον πάει ή μου φαίνεται;
    - Έλα ρε, διάσημος τσιμπουκομαγνήτης το παλουκάρι!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο της λέξης «τσιμπούκωμα».

Αναφέρεται σε ανθρώπους που προσπαθούν να έχουν προσωπικό όφελος εις βάρος μιας ομάδας ή ενός συνόλου.

Καλά, μιλάμε αυτός ο Σπύρος πατιέται συνέχεια για να παίρνει εξόδους... Μιλάμε το πάτημά του έχει ξεπεράσει τα όρια... 2 μεσα 1 εξω ο Σπύρος, 5 μέσα 1 έξω οι υπόλοιποι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τύπος και εργαλείο βασανιστηρίου, με μεταλλικές «αυγουλοθήκες» οι οποίες φυλακίζουν έναν-έναν ξεχωριστά τους όρχεις. Αφού το συνδέσουμε στην πρίζα, θερμαίνονται οι «αυγουλοθήκες» σε σημείο που ψήνονται οι όρχεις και τραβώντας απότομα ξεκολλούνται από το υπόλοιπο σώμα.

- Ε τώρα, δεν έχει εφαρμοστεί ακόμη, σόρρυ!

(από Vrastaman, 08/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσδιορισμός καταναγκαστικής εργασίας κατά την οποία η πίπα που τρως και το «πήδημα»...είναι άξια επαίνου. Συνήθως απαντάται στα χρόνια της θητείας, κατά τα οποία αυτά που τραβάει ο νέωψ μοιάζουν να τον κάνουν μογγόλο.

Παπαδόπουλε τράβα καλλιόπη. Θέλω ο κώλος μου να αγαπήσει την χέστρα, νέοπαααα. -Παπαδόπουλεεεεε πίπα κώλο, γερμανικοοοοοοό....και μετά νέοπα λοβε μπόουτ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Α.Κ.Α.Β. - αρκτικόλεξο, ακρωνύμιο.

Αυστηρό Κωλοδάχτυλο Άνευ Βαζελίνης.

Τιμωρία που επέβαλαν οι παλιοί στους νέους στον Στρατό.

  1. Πρόσεχε θα τιμωρηθείς με τετραήμερο Α.Κ.Α.Β.

  2. Ε!!! νέους, τετραήμερο Α.Κ.Α.Β.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το παιδί που η σύλληψή του έγινε μετά την τρίτη εκσπερμάτωση, με αποτέλεσμα να βγει αδύνατο, ασθενικό, ανίκανο για οποιαδήποτε χειρωνακτική εργασία...

Ρε δεν ντρέπεσαι! Έβαλες το απογαμίδι να τραβήξει τη μάνικα και εσύ έμεινες στον αυλό;

Βλ. επίσης: μισοριξιά, μισοχυσιά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λαμπτήρ χαμηλής εντάσεως που ανάβει τα βράδια σε θαλάμους στρατοπέδων, χρώματος κόκκινου και έτσι συνειρμικά πήρε και το όνομα του (αν είναι άλλο χρώμα δεν έγινε και τίποτα).

Χρησιμοποιείται για να ετοιμάζονται οι σκοποί χωρίς να ανάβουν τα φώτα του θαλάμου, να πηγαίνουν για κατούρημα οι κοιμισμένοι και για να μην κουτουλάει στα κρεβάτια ο θαλαμοφύλαξ.

Παλιός: Σβήσε ρε πüστόνεο τα γαμοφώτα!
Πüστόνεο: Εε...και τον πουτανιάρη;
Παλιός: ...Είσαι μαλάκας;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά τη στρατιωτική ορολογία, ο φαντάρος θαλαμάρχης. Επειδή αυτός είναι υπεύθυνος για την καθαριότητα και την τάξη στο θάλαμο ή είναι αυτός που στρώνει (που + στρώνει) τα κρεβάτια για να μην φάει καμπάνα, ή ένα πουστρόνι που χώνει άλλους να το κάνουν!!!

- Άσε, με κάνανε πουστρόνι στο λόχο και πρέπει να τον έχω προβλεπέ! Αλλιώς την πούτσισα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified