Πρόσφατες ιστορικές έρευνες έφεραν στο φως του Ανατέλλοντος Ηλίου τη μυστηριώδη μέχρι σήμερα τοποθεσία η οποία έχει μείνει στο συλλογικό υποσυνείδητο ως το μέρος στο οποίο έχουν δοξαστεί μυριάδες ανώτατων στρατιωτικών με πλάκα τα γαλόνια. Το μέχρι χτες μυθικό αυτό πεδίο μάχης σχετίζεται με την συντριπτική ήττα που υπέστησαν τα στρατεύματα του στρατηγού Misuheso Tobatzaki από συνασπισμένες συμμορίες ληστών στην κοιλάδα του ποταμού Kazanaki, σε απόσταση περίπου 650 ρολών χαρτιού υγείας από την αρχαία πόλη Takakatumitsu.

Ο επηρμένος και σκληρόκαρδος στρατηγός Misuheso Tobatzaki, το έτος 718 μ(η).Χ(έσω). (στα καθ' ημάς, έτος γεννήσεως του Κων/νου Ε' του Κοπρώνυμου) εξεστράτευσε κατά διαταγήν του Αυτοκράτορα Namigano Kakamu με αποστολή του να κόψει τον κώλο των ληστών που λυμαίνονταν την κοιλάδα, κλέβοντας «ακόμα και το σκατό από τον ίδιο τους τον κώλο» σύμφωνα με τους σχετικούς θρύλους.

Ο αλαζών στρατηγός, έχοντας απόλυτη εμπιστοσύνη στην άριστη εκπαίδευση και προετοιμασία του στρατού του, θεώρησε περιττό να προσευχηθεί στην Μεγάλη Θεά Kakanakano για να την παρακαλέσει να στέψει με τη νίκη τα αυτοκρατορικά όπλα.
Δικαίως εξοργισμένη, η θεά τον καταράστηκε να βουλιάξει στα σκατά για το υπόλοιπο του βίου του.

Την ημέρα της μάχης, ο σατανικός αρχιληστής Sehezo Tora κατάφερε να εξαπατήσει τον στρατηγό και να τον παρασύρει σε παγίδα, πιθανότατα εκμεταλλευόμενος και την επιδημία δυσεντερίας που είχε ενσκήψει στην περιοχή. Με έναν ευφυή ελιγμό περικύκλωσε το ογκώδες και δυσκίνητο στράτευμα του Misuheso Tobatzaki και επιτέθηκε από τους γύρω λόφους με την καινοφανή (και μηδέποτε έκτοτε χρησιμοποιηθείσα) τακτική του kura-do.

Εικάζεται οτι επρόκειτο για ανηλεή βομβαρδισμό του εχθρού με το περιεχόμενο χιλιάδων δοχείων νυκτός στα οποία ξαλάφρωναν τα αμέτρητα θύματα των υδάτων του μολυσμένου Kazanaki.

Τα αυτοκρατορικά στρατεύματα απάντησαν με την κλασική τακτική αναδίπλωσης natigano katsika, η οποία όμως λόγω κακού συντονισμού κατέληξε σε μαζική, πανικόβλητη φυγή, στη διάρκεια της οποίας χιλιάδες στρατιώτες έπεσαν σε καμουφλαρισμένους σκατόλακκους των πανούργων ληστών, αφήνοντας εκεί την τελευταία, όχι ιδιαιτέρως ευωδιαστή πνοή τους.

Σύμφωνα με τα βάρβαρα πολεμικά έθιμα της εποχής, οι στρατιώτες που έπεσαν στα χέρια των ληστών πέρασαν απαξάπαντες από στόματος μαχέστρας και αφοδεύθηκαν ανοικτιρμόνως μέχρι και τον τελευταίο.

Η μοίρα του ηττημένου στρατηγού στάθηκε ελάχιστα πιο εύοσμη. Ο Αυτοκράτορας Namigano Kakamu, εξαγριωμένος από μιά οδυνηρή κρίση δυσκοιλιότητας, αποφάσισε να ξεχέσει παραδειγματικά τον ανίκανο πολέμαρχο. Μετά από μια χεστήρια τελετή ατιμωτικής καθαίρεσης, ο εξευτελισμένος πρώην στρατηγός καταδικάστηκε να περάσει το δυσώδες υπόλοιπο της θλιβερής σκατοζωής του καθαρίζοντας τις Αυτοκρατορικές Χέστρες, τις οποίες τιμούσε πολλάκις και σε καθημερινή βάση με τα υδαρή περιττώματά της η παραγωγικότατη Αυτοκρατορική Σύζυγος Nakatso Natakano.

Το πέπλο της Λήθης σκέπασε τα τραγικά, όσο και δύσοσμα γεγονότα της κοιλάδας του ποταμού Kazanaki. Λησμονήθηκε ακόμα και η νικηφόρα πολεμική τακτική του kura-do, αφήνοντας πίσω της σαν μακρινό απόηχο μόνο τη συλλαβή -do ως β' συνθετικό αρκετών ιαπωνικών πολεμικών τεχνών όπως judo, aikido, kendo κλπ. Μέσω του κώδικα τιμής των σαμουράι, του περίφημου bushido, πέρασε και στην προηγμένη Δύση ως απαραίτητο συστατικό στοιχείο της συμπεριφοράς των τραπεζικών και χρηματοπιστωτικών κύκλων. Ο λόγος φυσικά για το δυσώνυμο bullshido, με τα πασίγνωστα, όσο και επίκαιρα τραπεζικά κλπ παράγωγα.

Στην πτωχή πλην τιμία Ελλάδα, η φράση έμεινε για να περιγράφει στον αιώνα τον άπαντα τους άκαπνους, αλλά φαντασμένους και σκατόψυχους αξιωματικούς που ταλαιπωρούν τη δυστυχή φανταρία.

Για κοίτα ρε τον μαλάκα τον καραβανά πώς κορδώνεται σαν το παγόνι με τα λιλιά και τα παράσημα. Πού πολέμησε ρε αυτός, στο Κουραδόκαστρο;

Δες και κατάληψη του Κουραδόκαστρου. Ουτοπίες της καθομιλουμένης και της αργκό: Γκουαλνταμπουγκντάλα, Δρυμίκλανα, Ίφκινθος, Κουραδόκαστρο, Κωλοπετεινίτσα, Λέτσοβο, Σέκλανα, Τζιβιτζιλοχώρια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως όλα τα πράγματα στο στρατό, απο το λιγότερο σημαντικό που μπορούνε όλοι να φανταστούνε έως το περισσότερο σημαντικό, έτσι και τα φαγητά υπόκεινται σε κάποιο κωδικοποιημένο σύστημα. Τα παραδείγματα πολλά: πούστης με κινέζο, πούστης με γύφτο κτλ. Σε αυτήν την περίπτωση ο γνωστός μέχρι και στις πέτρες Σάκης, και συγκεκριμένα μέσα από το άσμα του «Έλα Μου», ονοματίζει το πλούσιο και συνήθως φρέσκο πιάτο των ζυμαρικών με κιμά.

Ο κιμάς μπορεί να έχει χρώμα μπλε, λες και έχει 4 χρόνια στο ψυγείο ενώ έχει μόνο δύο εβδομάδες, αλλά τρώγεται ευχάριστα. Τα ζυμαρικά είναι τυχαία και ίσως τύχει να πέσει ραβιόλι αλλά οι πιθανότητες συγκλίνουν προς το κοφτό. Συνήθως είναι κολλημένα μεταξύ τους, αν και ο μάγειρας δικαιολογείται λέγοντας:
- «Τα κάλυψα ρίχνοντας λάδι μέχρι πάνω!»

Κανονικά θα έπρεπε να συμπεριληφθεί και στην κατηγορία σιχαμερά αλλά κάποιος πρέπει να γευτεί την μαγειρική του μάγειρα στην μονάδα που κάποτε υπηρετούσα για να το καταλάβει.

- Τί φαΐ έχουμε σήμερα ρε μάγερας;
- Σάκη Ρουβά.
- Πάλι ρε μάγερα; Και την προηγούμενη Δευτέρα αυτό μας τάισες.
- Α, αυτό είναι το καινούριο, ντουέτο με Κοκκίνου. Σάλτσα.

Γύρνα πάλι γύρναααα πάλι γύρνααα (από Galadriel, 10/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ένα κομμάτι σχοινί (λεπτό περίπου 6 mm διαμέτρου) που από την μια μεριά έχει μια λούπα και από το άλλο το τραβάς αφού πρώτα έχεις βάλει στην λούπα ένα μικρο πανάκι και το έχεις τοποθετήσει μέσα στην κάννη ενός πυροβόλου όπλου.

Τραβώντας το μέσα από την κάννη την καθαρίζεις. Όσοι πήγαν στον στρατό να υπηρετήσουν την μαμά Ελλάδα το γνωρίζουν καλά. Έχει περάσει στην slang σαν προσβλητική ενέργεια προκειμένου να τόνε χώσει κάποιος στον βρωμόκολο κάποιου η κάποιας.

Σημειωτέον, είναι τέχνη να ξέρεις να χρησιμοποιείς την κωλοτρυπίδα σου για αιδοίον κατά μαρτυρία γνωστού μου κίναιδου - όχι τίποτε άλλο αλλά να προλάβω κάνα Βράστα να μου τη λέει («αυτοαναφορικό, ε;»).

Γιασά ρε Μήτσε με τα μάκτρο σου!!

Συζήτηση κολομπαράδων:
Ρε τόνε γαμάς αυτόνε τον πούστη;; — Όπα ρε μαλάκα, τι είναι ρε η πούτσα μου, σχοινοκαθαριστήρας;

Ο Σάκης παραθερίζει στις Κάννες. (από Vrastaman, 23/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα παράπονα, οι αυστηρές επιπλήξεις, το ξέχεσμα, ιδίως όταν ο αποδέκτης όλων αυτών δεν μπορεί καν να μιλήσει για να υπερασπιστεί τον εαυτό του, πράγμα που συμβαίνει κατεξοχήν στα στρατόπεδα ανάμεσα σε φαντάρους/κατώτερους και ανώτερους ή στον εργασιακό χώρο, ανάμεσα σε υφιστάμενους και προϊσταμένους.

Ο ενεργητικός τύπος είναι ρίχνω σκατό ή σκατώνω, ενώ ο παθητικός τρώω/ακούω σκατό.

Βλέπε και τρώω το σκατό.

  1. (από εδώ)
    «Να σημειωθεί ότι ναι μεν έχεις κοντά σου (δίπλα σου κυριολεκτικά) τον Ταξίαρχο, αλλά δεν πρόκειται να ασχοληθεί με εσάς, αφού όλον τον καιρό θα τριγυρνά στις υπόλοιπες μονάδες του νησιού για να ρίχνει σκατό στα στρατόπεδα και τους διοικητές που δεν γουστάρει.»

  2. (φαντάρος πάει να μπει στους θαλάμους και τον προλαβαίνει άλλος) - Σειρά πρόσεχε, είναι πάνω ο στρατοπεδάρχης και σκατώνει κόσμο!
    - Ωχ, τον πούλο τον τρεχάτο!

  3. (στο ΚΨΜ)
    - Φτιάξε μου έναν καφέ γιατί δεν την παλεύω μία...
    - Τι έγινε;
    - Άσε, δυο ώρες έχω κοιμηθεί μόνο και άκουσα και μισή ώρα σκατό από τον διοικητή στην πύλη...

  4. (σε ένα γραφείο μεταξύ συναδέλφων)
    - Λείπει ο διευθυντής σήμερα...
    - Επιτέλους, να και μια μέρα που δεν θα φάμε σκατό!

(από gaidouragathos, 28/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αν και παράγεται από τη γνωστή λέξη, περιγράφει ένα ευρύτερο φάσμα βρώμικων οσμών (ποδιών, μασχάλης, απλυσιάς, βαρβατίλας), οι οποίες κατά κόρον συνυπάρχουν σε θαλάμους στρατοπέδων των ανά τον κόσμο Ενόπλων Δυνάμεων.

Είναι χαρακτηριστική η τραυματική εμπειρία που πλείστοι εξ ημών έχουν περάσει φαντάροι όντες, επιστρέφοντας για ολιγόωρο ύπνο μετά από νυχτερινό νούμερο, όταν η μποχατίλα της πουτσίλας μάς χτυπάει στη μύτη, εισερχόμενοι στο θάλαμο. Στην περίπτωση που brothers in arms κρατάνε τις βρωμοαρβύλες κάτω από το κρεβάτι στα μουλωχτά, η πουτσίλα αποκτά επιθετικότερες διαστάσεις.

Ο όρος χρησιμοποιείται και για να περιγράψει χώρους στους οποίους είναι έντονη η παρουσία ανδρικού στοιχείου.

  1. - Ρε βρωμιάρηδες, πάλι πουτσίλα μυρίζει ο θάλαμος! Θα πλυθείτε καμιά φορά;
    - Άει γαμήσου ρε κωλόψαρο, που θα μας κάνεις και κήρυγμα καθαριότητας.

  2. - Τι έγινε χθες, καλό το μπαράκι στου Ψυρρή;
    - Καλό κι αρχίδια, μύριζε πουτσίλα από 200 μέτρα, τίγκα στους παλιάντρες.

Μπουτσίλα (από Vrastaman, 05/02/09)Aleh Putsila (από Vrastaman, 09/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η σκουπιδιάρα στα ελληνικά στρατά.

- Τι υπηρεσία έχεις σήμερα;
- Πλοίο της Αγάπης...

Captain Stubing (Καπετάν Στουμπωμένος) (από Vrastaman, 31/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολύ βρωμιάρης κι ατημέλητος (λόγω βαρεμάρας ή εκ πεποιθήσεως κι όχι λόγω ανέχειας ή κάτι τέτοιο).

Από το «βρωμύλος» και το «βρωμόκωλος».

Αυτός που το είπε (πραγματική περίπτωση), απλά πήγε να πει για κάποιον κάτι απ τα δύο, αλλά τελικά μην έχοντας αποφασίσει προς στιγμήν ποιο θα χρησιμοποιήσει, τα ένωσε λίγο κι έκανε το «βρωμίκωλος».

Δηλαδή ήταν λέξη που ειπώθηκε, αλλά και σχηματίστηκε, κατά λάθος. Αλλά παρέμεινε...

...αυτός είναι βρρρωμ...ί...κωλος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Tο κουράδι, το σκατό στις τουαλέτες των στρατοπέδων.

(Ο λοχίας σε νεοσύλλεκτο φαντάρο)
- Νέος, σήμερα σειρά σου στην Καλλιόπη.

(Μετά το πέρας της αγγαρείας)
- Νέος, εντάξει το πάλεψες το θηρίο;

Βλ. και σχετικά λήμματα κουράδα, κουράδα σε θέση offside, μουγκρί, το

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αργκό της φυλακής.

Δεν είναι ο συνηθισμένος αρραβώνας με βέρες, πεθερικά και φαγοπότι, αλλά ο παρά φύσιν, που συμβαίνει μεταξύ δύο ανδρών, όταν ο ένας σκύβει να πάρει το σαπούνι.

Όποιος συνάψει πολλούς τέτοιους αρραβώνες, του γίνεται η ροδέλα κόσκινο.

- Γιατί ρε συ έβγαλε ο Στράτος το τραγούδι ο «Σαλονικιός»;
- Γιατί όταν είχε μπει στη στενή, ήτανε εκεί και ο Σαλονικιός (διάσημο μούτρο του υποκόσμου). Θα τον γλίτωσε φαίνεται από κανέναν αρραβώνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Θα σου γίνει η ροδέλα κόσκινο» προέρχεται από την αργκό των κρατουμένων.

Είναι το αντίστοιχο του «αρραβώνας». Σημαίνει δηλαδή ότι, όταν πάει κάποιος στη φυλακή, κάνει πολλές γνωριμίες, που του προκαλούνε μέχρι και διάρρηξη του σφιγκτήρα της έδρας.

-Τι έγινε, θα πάει τελικά φυλακή ο Γιώργος;
-Ναι ρε. Βγήκε η απόφαση εχτές.
-Αμάν, την έχει άσχημα... θα του γίνει η ροδέλα κόσκινο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified