Η σκουπιδιάρα στα ελληνικά στρατά.

- Τι υπηρεσία έχεις σήμερα;
- Πλοίο της Αγάπης...

Captain Stubing (Καπετάν Στουμπωμένος) (από Vrastaman, 31/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τουαλέτα στη στρατιωτική αργκό.

Πάλι με έβαλε αγγαρεία να καθαρίσω την καλιόπη!

Got a better definition? Add it!

Published

Το νερόβραστο φαγητό, με πολύ ζουμί και ελάχιστη γεύση. Ετυμολογικά η λέξη προέρχεται από τον ήχο που ακούγεται ρίχνοντας στερεά υλικά στο νερό που βράζει.

- Ψηλέ, τι έχουμε για φαΐ;
- Πατάτες μπλουμ.
- Πάλι ρε πούστη μου... Πατάτες μπλουμ, μακαρόνια μπλουμ, για το πούτσο είναι ο μάγειρας... Πότε θα πάω σπίτι μου να φάω σαν άνθρωπος...

O νερόβραστος δήμαρχος της Νέας Υόρκης Michael BLOOMberg. (από Vrastaman, 12/09/08)Πάλι μπλουμ ... (από poniroskylo, 12/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αν και παράγεται από τη γνωστή λέξη, περιγράφει ένα ευρύτερο φάσμα βρώμικων οσμών (ποδιών, μασχάλης, απλυσιάς, βαρβατίλας), οι οποίες κατά κόρον συνυπάρχουν σε θαλάμους στρατοπέδων των ανά τον κόσμο Ενόπλων Δυνάμεων.

Είναι χαρακτηριστική η τραυματική εμπειρία που πλείστοι εξ ημών έχουν περάσει φαντάροι όντες, επιστρέφοντας για ολιγόωρο ύπνο μετά από νυχτερινό νούμερο, όταν η μποχατίλα της πουτσίλας μάς χτυπάει στη μύτη, εισερχόμενοι στο θάλαμο. Στην περίπτωση που brothers in arms κρατάνε τις βρωμοαρβύλες κάτω από το κρεβάτι στα μουλωχτά, η πουτσίλα αποκτά επιθετικότερες διαστάσεις.

Ο όρος χρησιμοποιείται και για να περιγράψει χώρους στους οποίους είναι έντονη η παρουσία ανδρικού στοιχείου.

  1. - Ρε βρωμιάρηδες, πάλι πουτσίλα μυρίζει ο θάλαμος! Θα πλυθείτε καμιά φορά;
    - Άει γαμήσου ρε κωλόψαρο, που θα μας κάνεις και κήρυγμα καθαριότητας.

  2. - Τι έγινε χθες, καλό το μπαράκι στου Ψυρρή;
    - Καλό κι αρχίδια, μύριζε πουτσίλα από 200 μέτρα, τίγκα στους παλιάντρες.

Μπουτσίλα (από Vrastaman, 05/02/09)Aleh Putsila (από Vrastaman, 09/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Θα σου γίνει η ροδέλα κόσκινο» προέρχεται από την αργκό των κρατουμένων.

Είναι το αντίστοιχο του «αρραβώνας». Σημαίνει δηλαδή ότι, όταν πάει κάποιος στη φυλακή, κάνει πολλές γνωριμίες, που του προκαλούνε μέχρι και διάρρηξη του σφιγκτήρα της έδρας.

-Τι έγινε, θα πάει τελικά φυλακή ο Γιώργος;
-Ναι ρε. Βγήκε η απόφαση εχτές.
-Αμάν, την έχει άσχημα... θα του γίνει η ροδέλα κόσκινο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αργκό της φυλακής.

Δεν είναι ο συνηθισμένος αρραβώνας με βέρες, πεθερικά και φαγοπότι, αλλά ο παρά φύσιν, που συμβαίνει μεταξύ δύο ανδρών, όταν ο ένας σκύβει να πάρει το σαπούνι.

Όποιος συνάψει πολλούς τέτοιους αρραβώνες, του γίνεται η ροδέλα κόσκινο.

- Γιατί ρε συ έβγαλε ο Στράτος το τραγούδι ο «Σαλονικιός»;
- Γιατί όταν είχε μπει στη στενή, ήτανε εκεί και ο Σαλονικιός (διάσημο μούτρο του υποκόσμου). Θα τον γλίτωσε φαίνεται από κανέναν αρραβώνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Tο κουράδι, το σκατό στις τουαλέτες των στρατοπέδων.

(Ο λοχίας σε νεοσύλλεκτο φαντάρο)
- Νέος, σήμερα σειρά σου στην Καλλιόπη.

(Μετά το πέρας της αγγαρείας)
- Νέος, εντάξει το πάλεψες το θηρίο;

Βλ. και σχετικά λήμματα κουράδα, κουράδα σε θέση offside, μουγκρί, το

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολύ βρωμιάρης κι ατημέλητος (λόγω βαρεμάρας ή εκ πεποιθήσεως κι όχι λόγω ανέχειας ή κάτι τέτοιο).

Από το «βρωμύλος» και το «βρωμόκωλος».

Αυτός που το είπε (πραγματική περίπτωση), απλά πήγε να πει για κάποιον κάτι απ τα δύο, αλλά τελικά μην έχοντας αποφασίσει προς στιγμήν ποιο θα χρησιμοποιήσει, τα ένωσε λίγο κι έκανε το «βρωμίκωλος».

Δηλαδή ήταν λέξη που ειπώθηκε, αλλά και σχηματίστηκε, κατά λάθος. Αλλά παρέμεινε...

...αυτός είναι βρρρωμ...ί...κωλος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα παράπονα, οι αυστηρές επιπλήξεις, το ξέχεσμα, ιδίως όταν ο αποδέκτης όλων αυτών δεν μπορεί καν να μιλήσει για να υπερασπιστεί τον εαυτό του, πράγμα που συμβαίνει κατεξοχήν στα στρατόπεδα ανάμεσα σε φαντάρους/κατώτερους και ανώτερους ή στον εργασιακό χώρο, ανάμεσα σε υφιστάμενους και προϊσταμένους.

Ο ενεργητικός τύπος είναι ρίχνω σκατό ή σκατώνω, ενώ ο παθητικός τρώω/ακούω σκατό.

Βλέπε και τρώω το σκατό.

  1. (από εδώ)
    «Να σημειωθεί ότι ναι μεν έχεις κοντά σου (δίπλα σου κυριολεκτικά) τον Ταξίαρχο, αλλά δεν πρόκειται να ασχοληθεί με εσάς, αφού όλον τον καιρό θα τριγυρνά στις υπόλοιπες μονάδες του νησιού για να ρίχνει σκατό στα στρατόπεδα και τους διοικητές που δεν γουστάρει.»

  2. (φαντάρος πάει να μπει στους θαλάμους και τον προλαβαίνει άλλος) - Σειρά πρόσεχε, είναι πάνω ο στρατοπεδάρχης και σκατώνει κόσμο!
    - Ωχ, τον πούλο τον τρεχάτο!

  3. (στο ΚΨΜ)
    - Φτιάξε μου έναν καφέ γιατί δεν την παλεύω μία...
    - Τι έγινε;
    - Άσε, δυο ώρες έχω κοιμηθεί μόνο και άκουσα και μισή ώρα σκατό από τον διοικητή στην πύλη...

  4. (σε ένα γραφείο μεταξύ συναδέλφων)
    - Λείπει ο διευθυντής σήμερα...
    - Επιτέλους, να και μια μέρα που δεν θα φάμε σκατό!

(από gaidouragathos, 28/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified