Further tags

Έτσι χαρακτηρίζεται ο νέος στρατιώτης που αποτελεί τον αντικαταστάτη ενός παλιού και επωμίζεται τις σκοπιές και αγγαρείες του.

Άντε ρε σειρά και τον άλλο μήνα έρχονται οι απαλλαγές μας, να πάρουμε και εμείς καμιά ανάσα!

Got a better definition? Add it!

Published

Ο καθαρισμός / ξεχορτάριασμα του στρατοπέδου.

Ο Νικολάου και ο Δημητρίου θα πάνε μετά την αναφορά για αποψίλωση.

Got a better definition? Add it!

Published

Το αρχικό γράμμα Φ που δηλώνει στο στρατό με πόσες μέρες φυλακή τιμωρείται ένας φαντάρος για κάποιο σοβαρό παράπτωμα.

Πιάσανε τον Δημητρίου πάλι να κοιμάται στη σκοπιά αλλά αυτή τη φορά δεν του χαρίστηκε ο διοικητής και έφαγε 10 φι.

Βλ. και κάπα.

Got a better definition? Add it!

Published

Παίρνω άδεια στη στρατιωτική γλώσσα.

-Πότε απολύεσαι; -Αδείομαι αυτόν το μήνα και μετά πάω να πάρω τη ροζαλία.

Got a better definition? Add it!

Published

Έκφραση χαράς απο στρατιώτη που τρελένεται καθώς κοντεύει να απολυθεί. Συναντάται μαζί με το απολελέ.

Απολελέ και τρελελέ ποντίκια!

Got a better definition? Add it!

Published

Έκφραση χαράς απο στρατιώτη που κοντεύει να απολυθεί. Συναντάται μαζί με το τρελελέ.

Απολελέ και τρελελέ ψάρακες!

Got a better definition? Add it!

Published

Ιδανική κατάσταση για τον στρατιώτη. Τη μία μέρα έχει υπηρεσία, την άλλη είναι εξοδούχος.

- Πως σε πάει η υπηρεσία;
- Πολύ καλά! Μία-μία

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γρήγορα, στη στρατιωτική γλώσσα.

- Γεωργίου, φύγε σφαιράδην μέχρι την πύλη να φέρεις το βιβλίο αναφοράς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τσακωμός μεταξύ νέων στρατιωτών.

Χτες πλακώθηκε ο Γεωργίου με τον Αντωνίου. Τρελή ποντικομαχία!

Βλ. και ποντίκι.

Got a better definition? Add it!

Published

Η γραμμή αναφοράς στο λόχο όπου οι φαντάροι είτε αιτούνται άδεια / έξοδο / διανυκτέρευση, είτε απολογούνται για κάποιο παράπτωμα που τους παρέπεμψε ο ανώτερος τους με σκοπό να τιμωρηθούν.

Άσ' τα να πάνε ρε σειρά, χτες με έπιασε ο λοχίας να κοιμάμαι στη σκοπιά και σήμερα με έχει βγάλει στη σέντρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified