Further tags

Ο στρατονόμος.

Πες στον οδηγό να μην τρέχει με την καναδέζα στην έξοδο γιατί έχουν βγεί παγανιά τα καρακώλια και κάνουν ελέγχους!

Got a better definition? Add it!

Published

Οι στρατιώτες που κατετάγησαν την ίδια ημερομηνία. Λέγεται και χαριτολογώντας μεταξύ 2 φαντάρων όχι της ίδιας ΕΣΣΟ.

  1. - Τι σειρά είσαι εσύ;
    - 270.
    - Έλα ρε, μαζί θα απολυθούμε!

  2. Ρε σειρά, όταν τελειώσεις με την εφημερίδα, δώσ' την και από δω λίγο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο στρατιώτης πυροβολικού. Λέγεται και πυροβολημένος.

- Σε τι σώμα υπηρετείς ρε σειρά;
- Είμαι πυροβολικάριος στη Λήμνο.

Δες και -άριος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με μια λέξη, ο Στρατιώτης Πεζικού.

ΣΤΡΠΖ Νίκος Νικολάου, αιτούμαι 2ήμερη άδεια.

Got a better definition? Add it!

Published

Οι φαντάροι που κάνουν χαλαρές υπηρεσίες, οι γραφείς.

Κοίτα τη ντακότα που είναι στο Πρώτο Γραφείο και εμείς πήζουμε στην αγγαρεία!

Got a better definition? Add it!

Published

Ο αρχαιότερος στον λόχο στρατιώτης, μετρά λίγες μέρες απόλυσης.

Συνώνυμο: λέουρας.

- Είδες τις υπηρεσίες σήμερα; Έβαλαν γερμανικό τον Δημητρίου. - Ποιον ρε τον παλιό; Άμα το δει θα τον ξεσκίσει τον νέο τον επιλοχία!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως και το ποντίκι, ύποδηλώνει τον νεοσύλλεκτο στρατιώτη.

- Μάζεψε την ουρά σου ρε αρούρι, θα σκοντάψει ο παλιός!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται απο την εξέλιξη του

παλιός -> πάλιουρας -> παλέουρας -> λέουρας

και υποδηλώνει τον αρχαιότερο σε ιεραρχία και πιο παλιά σειρά στον λόχο.

Τα ποντίκια πάντα τον σέβονται και ζηλεύουν τις «μέρες» του.

- Ρε σειρά πως τη περνάει έτσι ζάχαρη ο λέουρας;
- Άσε ρε ποντίκι που θές να μάθεις κόλας! Ο Νίκος είναι ειδικός στο λούφινγκ, το φίδινγκ και το μηνυματέισον!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τσάτσος της διοίκησης στο στρατό, που οι διάφορες απαλλαγές του φορτώνουν συγκεκριμένα τις «σειρές» του αντί για τους «νέους». Αυτός που γαμάει τη σειρά του.

- Σειρά, ο Καραβυσμάτογλου πήρε αναρρωτική πάνω στην ταξιαρχική. Δε σε χάλασε το χωσέ.
- Δε θα γυρίσει το γαμοσείρι; Θα 'χουμε τεντώματα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πληθ.: χεπχοπάδες.

Οι ΕΠ.ΟΠ.τζήδες (ΕΠαγγελματίες ΟΠλίτες). Απαντώνται σε περιοχές με έντονη στρατιωτική παρουσία, όπως σύνορα (βλ. Γκατζολία, Γκασμαδία).

Εμπνευσμένο από το δίστιχο:

«Περπατώ εις το δάσος και ακούω χιπ χοπ, λες να απολύομαι, μπααα... είμαι ΕΠ.ΟΠ.».

Εννοιολογικά: χΕΠ.χΟΠάς.

- Τι έλεγε χθες το βράδυ στο clubάκι;
- Τι να πεί... Αρχιδόκαμπος σκέτος, τίγκα στους χεπχοπάδες.

Μυδασίστ: ΜΧΣ. (από Khan, 23/11/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified