Further tags

Αυτός που έχει πώρωση με τον στρατό.

Φοράει στρατιωτικά ρούχα, έχει όλα τα απαραίτητα αξεσουάρ όπως μαχαίρια, στρατιωτική ταυτότητα, αρβύλες ακόμα και όπλα. Επίσης οι συμπεριφορά του και οι κουβέντες του γυρίζουν γύρω από θέματα του στρατού.

- Καλά δεν ξανακάνω το λάθος να πάω για καφέ με τον Γιώργο τον στρατόκαυλο... Όλη την ώρα μας έλεγε για τα Ο.Υ.Κ., πόσο γαμάτα είναι και πως τους εκπαιδεύουν κτλ. Λες και δεν ξέρουμε πως αυτός στον στρατό ήταν μάγειρας!!

Όταν είσαι κάγκουρας και στρατόκαυλος πρέπει να το δείχνεις με κάθε τρόπο #eklapsa  (από soulto, 19/03/15)Πάει ασορτί με το δίπλα κάγκουαρ να το φοράει η καγκουρίνα του στρατόκαυλου! (από Khan, 01/04/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προκύπτει από το κλαπαρχίδας + ναύαρχος (άτομο με εξουσία και αξιώσεις στο χώρο του -master of their domain). Χρησιμοποιείται ειρωνικά για τον κατά περίσταση γαλονά, αρμόδιο κτλ.

Με στέλνανε από το ένα γραφείο στο άλλο σαν το μαλάκα. Στο τέλος βουτάω μια γραμματέα εκεί και της λέω «Φέρε μου τον κλάπαρχο μωρή, μην τα σπάσω όλα εδώ μέσα, γιατί άκρη δε βγαίνει!».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ασφαλίτης, ο κρυφός αστυνομικός.

-Δες αυτόν εκεί ρε πώς μας κοιτάει, παίζει να είναι λίτης.

(από Khan, 20/03/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μπάτσος, δηλαδή ο αστυνομικός στα ποδανά (=ανάποδα).

Πάμε να φύγουμε γιατί θα σκάσει κανένας τσομπάς και θα μπλέξουμε!

Βλ. και τσοσμπά, τσος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπάτσος. Ιστορικά, προέρχεται από την παλιά (εποχή «είμαι μάγκας & κυκλοφορώ με το ένα μανίκι του σακακιού μου αφόρετο να σέρνεται») μάγκικη έκφραση υπαρξιακής αγωνίας «μπας κι είναι εδώ; μπας κι είναι εδώ;»

(Πολύ παλιός & άρα αδόκιμος όρος για παράδειγμα.)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified