Further tags

Έτσι λεγόταν το κρατητήριο σε αρκετά στρατόπεδα κατά το παρελθόν λόγω των ανέσεων και των υψηλών προδιαγραφών υπηρεσιών που παρείχαν που όμοια έβρισκες μόνο στα αριστοκρατικά σαλόνια του Βρετανικού παλατιού Μπάκιγχαμ. Μεταξύ άλλων περιλάμβαναν πρωινό αμερικάνικου τύπου σε μπουφέ με μεγάλη ποικιλία μουχλιασμένων ψωμιών και μπαγιάτικου νερού, εσωτερική θερμαινόμενη πισίνα όταν έσταζε η οροφή, αυτόνομη θέρμανση με πυρότουβλα το καλοκαίρι και ασύρματο wi-fi internet στα 0 MBps. Αν ήσουν τυχερός και πάθαινες καμιά πνευμονία κατά τη διαμονή σου εκεί, καθόσουν μόνο για κάνα μήνα έγκλειστος. Αν πάλι πέθαινες τότε έπαιρνες χάρη...

- Στραβάδι πάλι σε πήρε ο ύπνος στη σκοπιά; Ετοίμασε τα πράγματά σου, φεύγεις αεροπορικώς για 1 εβδομάδα διακοπές με όλα τα έξοδα πληρωμένα στο μπάκινχαμ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη αρχικά σήμαινε αστυνομικό τμήμα ή απόσπασμα χωροφυλακής - αυτό σημαίνει και το τούρκικο karakol απ' το οποίο και προέρχεται (βλ. παράδειγμα 1).

Αργότερα, μετά το 1922, στα Ελληνικά σημαίνει και το αστυνομικό όργανο, τον χωροφύλακα - και ειδικά τον βλάκα, τυπολάτρη αλλά και βάναυσο μπάτσο (βλ. παράδειγμα 2).

Στην πιο συνηθισμένη σήμερα χρήση της λέξης καρακόλι εννοείται ο στρατονόμος και η στρατονομία γενικότερα (βλ. παράδειγμα 3).

Η λέξη χρησιμοποιείται και ειρωνικά για να δηλώσει κάποιον που εκτελεί διατεταγμένη υπηρεσία (βλ. παράδειγμα 4) ή και οποιαδήποτε μορφή παρεμβατικής εξουσίας (βλ. παράδειγμα 5).

Το κarakol στα τούρκικα προέρχεται από το kara + kol = μαύρο + χέρι. Μπρρρ ...

Έχουν προταθεί και άλλες ετυμολογίες της λέξης - από το βενετσιάνικο caraguol και το ισπανικό caracol που σημαίνουν σαλιγκάρι και από την μογγολική (!!!) λέξη caracole που είναι ένας στρατιωτικός σχηματισμός - αλλά μάλλον δεν ευσταθούν.

  1. Εκεί στο κέντρο του μαχαλά αυτουνού ήτανε και το καρακόλι ―ο αστυνομικός σταθμός. Τα βραδάκια ήβγαινε κι ηκαθούντανε ο κομισέρης, ο αστυνόμος, στην ευρύχωρη είσοδό του κι ηφουμάριζε τον ναργιλέ του συγκαταβατικά. (από το «Θυμάμαι τη Σμύρνη» του Ν. Καρστσωνάκη-Νάκη)

  2. Φαντάζομαι τη φάση: φοιτητής με κοτσίδα δίνει σε φίλο του μνήμη DDR2 σε αλουμινόχαρτο και εισπράττει 20 ευρώ. Τους παίρνει χαμπάρι η κυρά Ζηνοβία και στέλνει τα καρακόλια με μπαντιλίκια να συλλάβουνε τον πρεζέμπορα. Οι δε.. αδιάφθοροι σκάνε πυροβολώντας για εκφοβισμό και σπάνε κάνα δυό παρμπριζ, τη ζαρντινιέρα της κυρα Ζηνοβίας, τραυματίζουν και κανένα περαστικό για γούστο... (Από forum)

  3. καρακόλι εθελοντικά;;;; να κυνηγάς επόπ μετά απο ξενύχτια, χασικλίδες, ΡΠ και ότι άλλο θες αντί να πας να αράξεις σε κανα νησάκι να έχεις το κεφάλι σου ήσυχο;;; (από συζήτηση σε forum για τη στρατονομία)

  4. Κατόπιν τούτων, και δεδομένου ότι το τι έχει συμβεί με το θάνατο του διοικητή του ΙΚΑ, είναι μια υπόθεση που έχουν αναλάβει ο «αιδεσιμότατος» Κακαουνάκης, ο «ντετέκτιβ» Τράγκας και τα γνωστά «καρακόλια» τους, κάθε δική μας περαιτέρω ενασχόληση περιττεύει. (από τον «Ριζοσπάστη»)

  5. - Σύρμα, πλακώσανε τα καρακόλια ... - Ε; Τι;
    - Φύγε απ' αυτό το σάιτ ρε μαλάκα ... ανεβαίνει η μάνα σου και θα μας κάνει τσακωτούς ... κι άντε να της εξηγήσουμε μετά ότι για παλτό ψάχναμε και κατά λάθος μας προέκυψε αυτό το καμηλό.

Καρακόλια αυτοσχεδιάζουν (από poniroskylo, 07/07/08)(από Vrastaman, 26/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η Σαλαμίνα, όπως την αποκαλούν οι ναύτες που κάνουν εκεί τη θητεία τους.

(Διάλογος ενός ναύτη με έναν πολίτη φίλο του)
- Και δεν μου λες, όταν φεύγεις από το στρατόπεδο πας για καφέ στην Κούλουρη ή στο Αιάντειο;
- Πας καλά ρε με τη Μπακαουκία; Μόλις βγω, βουρ καραβάκι και κατευθείαν σπίτι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Έβρος. Χρησιμοποιείται υποτιμητικά από φαντάρους οι οποίοι δεν έχουν και τόσο καλή εμπειρία από την παραμονή τους στο συγκεκριμένο μέρος. Γκάντζος είναι ο γάιδαρος στην τοπική διάλεκτο και φυσικά δεν ήταν δύσκολο να χαρακτηριστεί ολόκληρη η περιοχή από το συμπαθητικό κατά τα άλλα ζώο.

- Μαλάκα, τον ήπιαμε. Φεύγουμε μετάθεση για Γκατζολία...
- Όχι ρε πούστη, εκεί που τα κουνούπια είναι σαν στούκας; Να το χέσω ρε μαλάκα το κωλοβύσμα σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το νησί της Ρόδου. Επίσης και Τσαμπικάιλαντ, Τσαμπικία.

- Στο Τσαμπικονήσι με στείλανε μετάθεση, μόνο με αεροπλάνα και βαπόρια θα ανεβαίνω πια Αθήνα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λευκή γραμμή της πρωινής αναφοράς όπου βγαίνουν να παρουσιαστούν οι φαντάροι ως αναφερόμενοι ή αιτούμενοι αδείας.

Συναντάται και ως τακ-λάιν.

Πάλι στον τάκο είμαι σήμερα αναφερόμενος, να δω πότε θα βγω εξοδούχος!

Βλέπε και τάκοταϊμ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στον στρατό, το γραφείο του επιλοχία που βγάζει τις υπηρεσίες των φαντάρων (επιλοχάδικο).
Πιθανόν η έκφραση προέρχεται από το «μαγείρεμα» που πέφτει στις υπηρεσίες.

  1. Πετάγομαι μέχρι το μπιφτεκάδικο να δω τις υπηρεσίες...

  2. Ευτυχώς που στο μπιφτεκάδικο είναι το ασιμί μου και με σκαντζάρει εξοδούχο μέρα παρά μέρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αμιγώς στρατιωτική έκφραση που σημαίνει στρατόπεδα παραμεθορίου (κυρίως του Έβρου και των άγονων νησιών). Τα μέρη αυτά είναι τόσο απομακρυσμένα, που στους χάρτες της Ελλάδας που είναι κρεμασμένοι στα στρατιωτικά γραφεία έχουν καρφώσει τις πινέζες για να στερεώνονται στον τοίχο.

  1. - Πως πω πινέζα μου ήρθε η μετάθεση, θα πήξω στο κρύο.

  2. - Θα σε στείλω να υπηρετήσεις στην πινέζα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συναντάται και ως Κασμαδία και στη στρατιωτική ορολογία σημαίνει την νήσο Λήμνο.
Προέρχεται από τη λέξη κασμάς (=τσάπα). Υποτίθεται (σύμφωνα με την στόμα-στόμα παράδοση των φαντάρων) πως όταν ήταν να φτιαχτεί το αεροδρόμιο της Μυτιλήνης, όλοι οι κάτοικοι πήγαν να συνδράμουν κρατώντας από έναν κασμά (και κανένας δεν κρατούσε φτυάρι ή σκαπέτι).

- Πω πω στην Κασμαδία μου ήρθε η μετάθεση, θα πήξω!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μονάδα χωρίς δυσκολίες, με λίγες αγγαρείες και καλούς αξιωματικούς.

Πέρασα πολύ καλά στον στρατό! Υπηρέτησα σε μια μονάδα στη Ρόδο εντελώς χυμαδιό! Κάθε μέρα εξοδούχος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified