Further tags

Χαρακτηρισμός για στρατιωτική μονάδα όπου το πήξιμο πάει σύννεφο, όπου σε πάει πίπα κώλο εμπλοκή.

Κλασσικός όρος για τον χαρακτηρισμό παραμεθόριων μονάδων καθώς και πλοίων του Π.Ν. όπου «βλέπεις την άδεια με το μακαρόνι».

Βλέπε και σχετικά λήμματα: βλέπω την βάλε πόλη προέλευσης εδώ με το μακαρόνι
αγγαρειομάχος.

Μετά τη βασική εκπαίδευση πήρα μετάθεση για ένα πλοίο σκέτη μαυρίλα! Φοβερό πήξιμο, συνέχεια ταξίδια και να βλέπεις την άδεια με το μακαρόνι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μπούλης που το παίζει και πολύ άντρας, μάγκας και νταής, γαμιάς της γειτονιάς, και γενικά έχει πάααααααρα πολύ καιρό να κατουρήσει.

Θεωρείται σλανγκ της φυλακής, αλλά και της νύχτας με το caveat ότι ό,τι έχει φτάσει να καταγραφεί ευρέως πιθανόν να μην είναι η τελευταία λέξη της σλανγκ αυτών των χώρων. Από την άλλη, χρησιμοποιείται και σε ιντερνετικές φοράδες, λίγα χτυπήματα.

  1. Ειρωνείες προς φωνακλά εδώ:

- ρε συ, μιλα λιγο πιο δυνατα! Δεν ακουγεσαι! ρε ΣΠΑΘΟΛΟΥΡΟ... - Ρε συ, εσυ που εισαι και μαγκας κι αλανι και ΣΠΑΘΟΛΟΥΡΟ, μπορεις να μας πεις τι δουλεια εχεις με κατι ελεεινους χλεχλεδες;

  1. Το χαρτί όμως που πιστοποιούσε τον τραυματισμό του είχε πάει και το είχε παραλάβει κάποιος “Γκλίτσας”, που τελικά αποδείχτηκε ότι ήταν ο δεύτερος καταζητούμενος με παραφρασμένο όνομα, τον οποίο οι αρχές θεωρούν σκληρό ποινικό και “σπαθόλουρο” της νύχτας, κατά το κοινώς λεγόμενο, μπράβος, πρωτοπαλλήκαρο δύο άλλων ποινικών που βρίσκονται στη φυλακή.
    (εδώ).

  2. Σπαθόλουρο μας προέκυψες...
    I like you more now :-) (εκεί).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μπερντάχι. Το βρωμόξυλο, η κλωτσοπατινάδα, το άγριο ξύλο. Παραπλήσια έννοια, με λιγότερο βίαιη σημασία, το σοπάκι. Συντάσσεται με τα ρήματα δίνω, ρίχνω ένα, κερνάω.

Παμπάλαια λέξη, η οποία όμως επιζεί μέχρι σήμερα. Την έχω σταμπάρει μόνο σε επαρχία, από Κρήτη μεριά, σε διαλόγους σβούρων, πέτσακων και κούργιαλων, βλ. παράδειγμα 1, ενώ βρίσκεται και σε ένα γλωσσάρι της Μεσσηνίας εδώ. Όμως ήταν συνηθισμένη έκφραση και της κλασσικής ρεμπέτικης αργκό, η οποία είναι γέννημα θρέμμα του άστεως (βλ. παράδειγμα 2).

Χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον από τους χωροφύλακες και λοιπά σώματα ασφαλείας της νεώτερης Ελλάδος. Διασώζεται η έκφραση «τάγιο χταποδάτο», πιθανή ερμηνεία: πολλοί μαζί βαράγανε έναν κάτω σα χταπόδι, μέχρι να μαλακώσει, βλ. παράδειγμα 3. Υπήρχε και η έκφραση «ρίξτε του ένα χωροφυλακίστικο και το πρωί στην αρχή». Δηλαδή λιανίστε τον όλη τη νύχτα και το πρωί τον περνάτε εισαγγελέα.

Δυσάρεστη έκπληξη δοκίμασαν αρκετοί αστοί πολιτικοί, όταν τους μπουζούριασε η Εθνοσωτήριος, αφού διαπίστωσαν έντρομοι και στο πετσί τους ότι τόσα χρόνια η χωροφυλακή είχε το ελεύθερο να βασανίζει και να χτυπάει κρατούμενους, διαθέτοντας και τον απαραίτητο εξοπλισμό και τεχνογνωσία προς τούτο. Φυσικά τα φαινόμενα αυτά σήμερα έχουν εκλείψει παντελώς, ως αποδεικνύουν εκατοντάδες πραγματοποιηθείσες αξιόπιστες Ε.Δ.Ε..

Η λέξη «τάγιο» προέρχεται από το ιταλικό taglio που σημαίνει μαχαίρωμα, κόψιμο, κομμάτι, βλ. παράδειγμα 4. Σύμφωνα με ιντερνετική εγκυκλοπαίδεια, στη χαρτοπαιξία, τάγιοείναι η διάρκεια ενός παιχνιδιού ανάμεσα σε δύο κοψίματα, μέχρις ότου τελειώσουν τα τραπουλόχαρτα ή μέχρι να σταματήσει οριστικά το παιχνίδι. Οπότε πιθανή δική μου ερμηνεία της έκφρασης είναι ότι σημαίνει δίνω μία καλή παρτίδα ξύλο, αυτό που λέμε ένα γερό χέρι ξύλο.

  1. - Εκιοσές ο παράουρος ο Παναής ρίχτηκε στο Μαριώ την κοπελιά του Μανώλη μας και την εξεγιβέντισε οψάργας στην πλατεία. - Ε και τι καθόμαστε, πάμε να τονε ζυγώσουμε να τονε κεράσουμε ένα τάγιο να βάλει και στις τσέπες του.

  2. «Τού 'χω δώσει ένα γερό τάγιο πριν χάσω τα μάτια μου», λέει ο τυφλός ρεμπέτης Δημήτρης Γκόγκος ή Μπαγιαντέρας σε συνέντευξή του εδώ, αναφερόμενος σε βρωμόξυλο μεταξύ του ιδίου και έτερου γνωστού βαρύμαγκα (βλ. στο κεφάλαιο Αφηγήσεις του ίδιου του Μπαγιαντέρα).

  3. «Ουρλιάζει ο Χεμαγγιόρος στο παραδίπλα δωμάτιο και τρίτο τάγιο χταποδάτο, καθώς τ' ορίζει ο κανονισμός στο Σώμα για να μαλακώνουνε οι εθνοπροδότες, να γίνεται το γινάτι τους νιανιά που να μαρτυρήσουνε στην Εξουσία τα μυστικά του εχθρού».

Αλέξανδρος Κοτζιάς, από το μυθιστόρημα Αντιποίησις Αρχής, 1979, όλο το βιβλίο είναι μονόλογος ενός ασφαλίτη επί χούντας.

  1. Ἀλλὰ ἐγὼ ἤμουν πλιὰ ἀποτελειωμένος. Σὲ λίγες μέρες λαβαίνω ἀπὸ τὸ θεῖο μου τὸ οὔλτιμο τάγιο, τὴν τελειωτικὴ μαχαιριά. Μοῦ ἔγραφε:
    Ἀνηψιέ μου, ἤσουν πάντα κατεργάρης καὶ παραλυμένος. Σοὖρθε ἡ τύχη σὰν στραβὴ καὶ τὴν κλώτσησες. Πολὺ γρήγορα θὰ χτυπᾷς τὸ κεφάλι σου στὸν τοῖχο, μὰ θἆναι ἀργά. Τώρα κάτσε ἐκεῖ ποῦ κάθεσαι. Εἶναι περιττὸ νὰ ξεκουμπιστῇς ἐδῶ. Οὔτε θέσι θαὕρῃς, οὔτε προῖκα. Ἄειντε χάσου, τενεκέ!
    Ὁ θεῖος σου Ἀλέξης
    (1912)

Κ. Σκόκος, Τα Παράξενα της ζωής (Σελίδες ημερολογίου), Αθήνα, Κολλάρος, 1921, σσ. 9−13. Από εδώ.

  1. Με την σημασία «αποκοπή, νέα γραμμή άμυνας μετά από υποχώρηση», η λέξη εμφανίζεται και στον «Κρητικό Πόλεμο» του Ρεθεμνιώτη (ενετικής καταγωγής) Μαρίνου Τζάνε Μπουνιαλή, χρόνος συγγραφής 1669 - 1677, πρώτη έκδοση 1869.

«Αμ΄ο Κορνάρος έτρεχε κ΄έπαιρνε πλήσους κόπους
κι αιδάριζε* με το μουσού** να φράσσουνε τους τόπους,
εκεί στο μέγα χαλασμό που πέσαν τα μουράγια
να κάμου παραχάντακα κι άλλα περίσσα τάγια».

  • βοηθούσε
    ** κάποιος γάλλος αξιωματικός.

Σύμφωνα με το γλωσσάρι της έκδοσης ετυμολογείται από το βενετσιάνικο tagio, ενώ παρατίθεται και το ιταλικό taglio.

Αδυνάτισα ο καημένος, απ\' το ξύλο το πολύ - πού\' φαγα στο δεκαδυο απ\' τη χωροφυλακή (Α. Κωστής 1931) (από HODJAS, 21/07/10)Μην τον βαράτε ρε παιδιά, για ένα παλιοσακάκι... (από HODJAS, 21/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι Δικαστικές Φυλακές Κορυδαλλού. Σολωμού 3 Κορυδαλλός, Τ.Κ 18110, τηλ. Διεύθυνσης 4957136, τηλ. Γραμματείας 4950339, fax 4964503. Για όποιον τυχόν ενδιαφέρεται.

Το εξωτικό προάστιο του Δήμου Κορυδαλλού, έχει ονομαστεί προφανώς έτσι εκ του ομωνύμου πτηνού, είναι όμως γνωστό ανά την υφήλιο για τις Φυλακές του: Δικαστική Φυλακή για τους άνδρες + Κλειστή Φυλακή Γυναικών.

Όταν ακούσεις κάποιον να λέει «Κορυδαλλός», στάνταρ 7 στις 10 φορές αναφέρεται στη γνωστή Φυλάκα, κατά σχήμα συνεκδοχής. Αν θεωρήσουμε αυτό το σχήμα λόγου ως ένα πρώτο σλανγκικό επίπεδο, τότε με τη χρήση της λέξης «πουλί» περνάμε σε ένα δεύτερο επίπεδο, που προϋποθέτει την εξοικείωση με το πρώτο. Δεν στέκει δλδ να αρχίσεις με τη μία να λες τις Φυλακές «πουλί», χωρίς πρώτα να έχεις χρησιμοποιήσει ουκ ολίγες φορές την έκφραση «στον Κορυδαλλό», «στον εξωτικό Κορυδαλλό», «στην εξοχή του Κορυδαλλού», «στο φρέσκο του Κορυδαλλού» κ.ο.κ.

Κανονικά θα έπρεπε να γράφεται και με κεφαλαίο: το Πουλί. Είναι όμως φρέσκια η σλανγκιά και ωσεκτουτού άγνωστη προς το παρόν στον γραπτό λόγο. Οπότε παραμένει το αρχικό μικρό μέχρι νεωτέρας διαταγής. Φιλάκια.

  1. — Που χάθηκε ο Μπαμπίνος;
    — Δεν τα 'μαθες; Μπούκαρε σ' ένα βενζινάδικο, τον τσάκωσαν και τώρα κάνει διακοπές διαρκείας στο πουλί.

  2. Τον είχαν στην Κέρκυρα κι έβαλε λυτούς και δεμένους να τον φέρουν εδώ Αθήνα, στο πουλί, να 'ρχεται η γυναίκα να τονε βλέπει καμιά φορά.

  3. Με τις μαλακίες που κάνεις σε βλέπω με εισιτηριάκι πρώτη θέση για το πουλί. Στ' αρχίδια σου, συνέχισε, κι εγώ θα 'ρχομαι να σου φέρνω τσιγάρα. Μαλάκα, ε μαλάκα.

Για την απόλυτη εκτέλεση βλ. το Pink Flamingos του John Waters (από Vrastaman, 29/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Σκωπτικός χαρακτηρισμός για παλιό ή κατεστραμμένο αυτοκίνητο (δηλαδή όπως κατάντησε το ολοκαίνουριο αμάξι του Αλεξανδράκη η φίλη της Βουγιούκλως στη «Σοφερίνα» 1964), αλλά ήδη εν γένει άχρηστο μεταλλικό αντικείμενο και
    ευρύτερα οτιδήποτε μεγάλης ηλικίας (πράγμα ή και πρόσωπο) π.χ. ηλεκτρική συσκευή, πουράκλα κλπ.

  2. Παλιά έκφραση για το μακρύ ξίφος που έσερναν μαζί τους οι αξιωματικοί των σωμάτων ασφαλείας προ αιώνος και

  3. Μετωνυμικώς, περιπαιχτικό σχόλιο για τους ίδιους τους αξιωματικούς (παλιο-σακαράκας=καραβανάς).

Ιταλικής προελεύσεως (αλλά δεν θυμάμαι από πού), που υπέστη σημασιολογική φθορά με την πάροδο των χρόνων, όπως άλλωστε και η παλιοκαιρίσια λέξη γαζέτα (εφημερίδα <ιταλ. gazetta σήμερα giornale/quotidiano-a, που κληρονομήσαμε όμως από τους Τούρκους που ακόμα λεν τον δημοσιογράφο/ρεπόρτερ gazeteci=γαζετατζή ή haberci=χαμπερτζή), της οποίας η παλαιότερη χρήση αναφέρονταν σε μεγάλο στρατσόχαρτο<ιταλ. straccia carta (σεντόνι) και ιδίως τεράστιο χαρτονόμισμα μηδαμινής αξίας, (συνήθως ένεκα υποτιμήσεως της μονέδας).

Συνώνυμα: Κάρο, καρούλι, ψαροκασέλα (βλ. «Ο Ταξιτζής» με τον Χατζηχρήστο 1964), παντόφλα, καφεκούτι, σαράβαλο, μπα(γ)κατέλα, σαπάκι, κωλοκοτρωνέικο (π.χ. σουγιάς) κ.α.

- Πάμε Σαλονίκη το σουκού;
- Ναι αμέ! Με τί θα πάμε;
- Με το τουτού!
- Ποιό μωρέ; Με τί; Με τη δική σου τη σακαράκα;
- Γιατί δε σ’ αρέσει;
- Μωρέ μ’ αρέσει, αλλά μας βλέπω να τρώμε σουβλάκια στον Πασιάκο περιμένοντας την ΕΛΠΑ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ρουφιάνος, ο σπιούνος, ο καταδότης, το καρφί, ο undercover πληροφοριοδότης, αυτός που σε δίνει, συνήθως στεγνά. Μισητό και επίφοβο πρόσωπο.

Έκφραση που χρησιμοποιείται ευρύτατα στο Πολεμικό Ναυτικό, αλλά και γενικότερα - όπως πιθανολογεί βάσιμα ο υποφαινόμενος - στις Ένοπλες Δυνάμεις και τα Σώματα Ασφαλείας. Η χρήση της επεκτείνεται εν δυνάμει και σε πολιτικά συμφραζόμενα. Δεν θα είναι άλλωστε η πρώτη φορά που θα συμβεί κάτι τέτοιο.

Στο Πολεμικό Ναυτικό, η θέση του δώστη είναι θέση θεσμική. Σε κάθε υπηρεσία, π.χ. ένα πολεμικό πλοίο, υπάρχει κι ένας δώστης, τον οποίο κανείς δεν γνωρίζει. Αυτός επικοινωνεί απευθείας με την Ασφάλεια, π.χ. αν παρατηρήσει να παίζουν τίποτα ναρκωτικά κλπ, καρφώνει όμως αρμοδίως και τυχόν παρατυπίες σχετικές με εκτέλεση καθηκόντων. Αν δλδ ο καθένας πάνω στο πλοίο, από τον καπετάνιο μέχρι το τελευταίο ΕΠΟΠ αρμένι, κάνει καλά τη δουλειά για την οποία πλερώνεται. Σε μεγαλύτερες υπηρεσίες, π.χ. φρεγάτες, οι δώστες μπορούν να είναι και δύο. Πάντως ένας υπάρχει στάνταρ.

Κανείς δεν ξέρει ποιος ειναι ο δώστης. Όλοι υποπτεύονται όλους. Δώστης μπορεί να είναι οποιοσδήποτε, δεν παίζει ρόλο ο βαθμός. Εξαιρείται ίσως ο καπετάνιος, ακριβώς διότι αυτός λόγω θέσης δεν έχει κανέναν πάνω απ' το κεφάλι του, δεν δίνει λόγο σε κανέναν άλλο μέσα στο πλοίο. Κάποιος λοιπόν πρέπει να τον τσεκάρει κι αυτόν.

Αυτό το κλίμα καχυποψίας συντηρείται έντεχνα, έτσι ώστε κανείς να μην μπορεί να επαναπαυτεί και να χαλαρώσει. Πρέπει όσο μπορείς να είσαι προβλεπέ, ποτέ δεν ξέρεις από που μπορεί να σκάσει η πούτσα. Διαίρει και βασίλευε με δυο λόγια. Όλοι αλληλοϋποβλέπονται, και έτσι εξασφαλίζεται η πειθαρχία και η συνοχή του στρατεύματος.

Τη σημερινή εποχή, ο δώστης έχει υποκατασταθεί σε μεγάλο βαθμό από εξελιγμένα ηλεκτρονικά συστήματα παρακολούθησης. Βέβαια ο ανθρώπινος παράγοντας παραμένει εξαιρετικά χρήσιμος και αναντικατάστατος.

(πραγματικό περιστατικό από ναυτική άσκηση)

Το πλοίο βρίσκεται κάπου ανοιχτά της Σύρου. Η άσκηση τελειώνει σύμφωνα με το πρόγραμμα στις 12.00. Ο καπετάνιος μιλά στο κινητό με τη γκόμενά του, η οποία τον περιμένει σε δωμάτιο ξενοδοχείου στο νησί.

- Έλα μωρό μου, με κόβω κατά τις 11.30 να είμαι κοντά σου. Θα το λήξω νωρίτερα, δε βλέπω την ώρα να σε δω.

Με το που κλείνει ο κάπταιν, σκάει τηλέφωνο από «ψηλά»:

- Παρακαλώ κύριε, η άσκηση τελειώνει κανονικά στις 12.00. Να τηρηθεί το πρόγραμμα.
- Μάλιστα....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ευκαιρία ονομάζουν οι ναύτες τα καράβια μεταφοράς προσωπικού Πανδώρα και Πάνδροσος που εκτελούν δρομολόγιο από το Ναύσταθμο Σαλαμίνας στον Πειραιά το μεσημέρι και αντίστροφα το πρωί, επειδή είναι δωρεάν η μεταφορά.

Το μεσημέρι που έχω έξοδο, θα πάρω την ευκαιρία και βουρ για τον Πειραιά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όργανον της τάξεως ανήκον εις το Λιμενικόν Σώμα.

Καλείται με απαξία έτσι, διότι κουρνιάζει στον προλιμένα σαν τους γλάρους, δηλαδή είναι γιαλατζή ναυτικός αλλά και διότι δεν είναι βεριτάμπλ μπάτσος (βλοσυρός, απειλητικός κτλ), είναι άοπλος και έχει μικρή γκάμα αρμοδιοτήτων, όπως άλλωστε και οι παρκόμπατσοι (δημοτική αστυνομία).

Αυτά όμως, μέχρι πρόσφατα (90'ς), που ήταν ακόμη κλειστά τα σύνορα (δηλ. χωρίς εκτεταμένη λαθρομετανάστευση-διεθνές έγκλημα κτλ) και που περιορίζονταν συνήθως σε καθήκοντα τροχονόμου των πλοίων και επεδίδοντο μετά μανίας στο τάβλι και στο καμάκι.

Μάλιστα, οι αδερφές τους εσνόμπαραν προτιμώντας τους άνδρες του πολεμικού ναυτικού, (που έχουν παρόμοια στολή), θεωρώντας τους τελευταίους πιο αρρενωπούς.

Τα παλιά χρόνια (μέχρι το '70), το ελληνικόν κράτος διέθετε αξιωματικούς του Λιμενικού Σώματος, αλλ' όχι λιμενοφύλακες, δουλειά την οποίαν έκαναν αμισθί τα, υπηρετούντα την θητεία τους, ναυτάκια επί 36-38 μήνες (χώρια οι φυλακές)...

Σε πολλές ταινίες του ελληνικού σινεμά, φαίνονται ναυτάκια εν στολή, με κορδέλα «Λιμενικόν Σώμα» στην ασπιρίνη, που δένουν και λύνουν κάβους ή κατεβάζουν κλίμακες εμπορικών (δηλ. ιδιωτικών) πλοίων, φυλάνε περίπολα στα λιμάνια κτλ.

Εξ άλλου, τα μεγάλα μηχανικά ή κατασκευαστικά έργα μέχρι πρότινος, τα αναλάμβανε ο Στρατός, που είχε (και έχει) τζάμπα εργατικό δυναμικό.

Σήμερα, οι περισσότεροι γλαρόμπατσοι είναι μοριοδοτημένοι πρώην μπακακοί (βατράχια των Ο.Υ.Κ.), ζόρικοι, ένοπλοι, φοράνε κάτι ξεγυρισμένες παραλλαγές, αντιμετωπίζουν τρελό λαθρεμπόριο στην ανοικτή θάλασσα (αλιευτικές παραβιάσεις Τούρκων-Ιταλών, μετανάστες, trafficking ανθρωπίνων ιστών/παιδιών/πορνών/ναρκωτικών κτλ), συχνά συνοδευόμενο από πιστολίδι και κάνουνε και search and rescue επιχειρήσεις άμα λάχει.

Οπότε, δέον όπως επινοηθεί νέος χαρακτηρισμός.

- Τί έγινε, γιατί δε μας αφήνουνε να μπούμε στο καράβι;

- Τσακώνονται οι νταλικέρηδες για τη σειρά με κάτι γλαρόμπατσους...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο δύσμοιρος φαντάρος ο οποίος έχει φαει εμπλοκή στην χειρότερη υπηρεσία που μπορεί να του τύχει. Κεντρική πύλη ή αλλιώς «κ.π.». Έτσι παρήχθη ο όρος. Η υπηρεσία είναι η χειρότερη δυνατή γιατί χαιρετάς ανωτέρους , είσαι γυαλισμένος ξυρισμένος, πρέπει να κρύψεις το φραπεδάκι πίσω σου και γενικώς είσαι προβλεπέ.

- Σειρά τι υπηρεσία έχεις σήμερα;

- Kεντρική πύλη για άλλη μια φορά μια και ο Βυσματόπουλος έχει πάρει επ’ ώμου την ΑΟΤ. Γάμησε τα καπαπής έχω καταντήσει ο παλιός!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η γκόμενα που, κατά την διάρκεια της σχέσης της με τον άντρα των ονείρων της, τον βλέπει μια μέρα να φεύγει μακριά της στο εικονικό μέτωπο που λέγεται φανταριλίκι. Η φανταρογκόμενα βασικά πήζει όσο κι ο φαντάρος (λέμε τώρα...), όχι επειδή είναι μόνη, να μην τα παραλέμε, αλλά επειδή κάθε μα κάθε που ο φαντάρος παίρνει άδεια, πρέπει να υφίσταται έστω και για λιγουλινάκι τον πόνο του και να κάνει τουμπεκί ακούγοντας όλες αυτές τις συνήθως, αλλά ευτυχώς όχι πάντα, θεοβάρετες ιστορίες (κάτι χειρότερο από το ποδόσφαιρο) γιατί τον αγαπάει -ή επειδή έτσι πρέπει να δείχνει.

Έχουν γίνει πολλά φριχτά κατά τις μεγάλες αυτές στιγμές. Έχουν αποφασίσει φανταρογκόμενες να τον χωρίσουν επειδή είναι ευκαιρία (!). Άλλες έχουν παραπλανηθεί από την απουσία και έχουν πιστέψει ότι πράγματι τον θέλανε πάντα και ότι οι εκάστοτε αμφιβολίες τους ήταν παραμύθια -και τελικά ο οριστικός χωρισμός λαμβάνει χώρα άμα τη απολύσει του φαντάρου ή λίγο πιο μετά.

Άλλες όμως στενάζουν πραγματικά που δεν τον έχουν κοντά τους και δεν χάνουν επισκεπτήριο για επισκεπτήριο, περιμένουν στα αεροδρόμια και στα λιμάνια, είναι κρεμασμένες από το τηλέφωνο, θα του δώσουν και μπόλικα τηλεφωνικά γαμήσια να τον στείλουν στα ουράνια...

Όλ' αυτά χωρίς να μπούμε στις λεπτομέρειες της αντίθετης πλευράς (την ανακούφιση του φαντάρου που επιτέλους δεν θα την ξαναδεί για ένα διάστημα, ή αντίθετα τον πόνο του που δεν θα την ξαναδεί σύντομα, την ανακάλυψή του ότι υπάρχουν και οι πουτάνες, την ανακάλυψή του ότι υπάρχουν και οι τουρίστριες, την ανακάλυψή του ότι υπάρχουν και οι άντρες, κλπκλπκλπ)

Η διαφορά μεταξύ φανταρογκόμενας και φαντάρου δεν είναι απλώς το ότι αυτός τραβάει άλλο ζόρι από αυτήν, είναι και το ότι αυτός μια φορά θα πάει, ενώ αυτή μπορεί να το ζήσει πολλές φορές το σενάριο αυτό. Είναι βέβαια σημαντικό για το σιβί σου να έχεις διατελέσει φανταρογκόμενα, είναι εμπειρία που συγγενεύει από μακριά με αυτή του φαντάρου, είναι ρε παιδί μου σα να τον έχεις τον άλλον στη φυλακή ή στο νοσοκομείο, ή για να το πω πιο ζεστά: σα να τον έχεις παιδί σου -και η σχέση παίρνει άλλο χρώμα, και κει οφείλεις να δεις τι νιώθεις γι' αυτόν τον καψερό.

Αρκεί να σου αρέσει αυτό που θα ανακαλύψειςςςςς...

- Πόσες φορές έχεις κάνει φανταρογκόμενα;
- Τρεις...
- Όχι ρε πούστη! Εγώ μία και τά 'χα φτύσει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified