Further tags

Στέκομαι κλαρίνο. Σημαίνει στέκομαι όρθιος, ευθυτενής σαν κλαρίνο όρθιο (βλ. και στέκομαι σούζα). Να μην συγχέεται με το κλαρίνο/τσιμπούκι, καθώς δεν έχει καμία σχέση ο ένας ορισμός με τον άλλο.

Ο όρος προέρχεται από το μουσικό όργανο κλαρίνο ή, πιο ορθά, κλαρινέτο, το οποίο είναι πνευστό που ανήκει στα λεγόμενα «ξύλινα» πνευστά μαζί με το όμποε (οξύαυλος, κοινώς πίπιζα), αγγλικό κόρνο (μεγάλο όμποε), φαγκότο (βαρύαυλος), κόντρα φαγκότο, φλάουτο (πλαγίαυλος), σαξόφωνο κλπ. Προφανώς ο όρος «ξύλινα» δεν αναφέρεται τόσο στο υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένα τα όργανα αυτά, αλλά πιο πολύ στον τρόπο παραγωγής του ήχου: όσα πνευστά παράγουν ήχο με «μπουκίνο» (μεταλλικό «ποτηράκι» στο οποίο εφαρμόζουν τα χείλια) ονομάζονται «χάλκινα» (τρομπέτα, τρόμπα - καμία σχέση με την τρόμπα μαρίνα, η οποία είναι έγχορδο αναγεννησιακό όργανο), τρομπόνι, κόρνο, τούμπα κλπ), ενώ τα υπόλοιπα που παράγουν ήχο με καλάμι (διπλό ή μονό), είτε με άλλο τρόπο, ανήκουν στα «ξύλινα» πνευστά.

Ο επίσημος όρος για το κλαρίνο είναι ευθύαυλος, αλλά είναι παρεξηγήσιμο να πει κανείς «παίζω ευθύαυλο», αντί του ορθού «παίζω κλαρίνο» ή «παίζω το κλαρίνο».

  1. Βγήκε ο στρατηγός και στάθηκα κλαρίνο!

  2. Τους είχε σαν στρατιωτάκια. Να φανταστείς, μόλις έμπαινε στην αίθουσα, στεκόταν όλοι κλαρίνα!

κλαρινέτο (από panos1962, 30/10/09)Μπουκίνο, τσι-μπουκίνο ἢ σκέτο μποκίνο; (από aias.ath, 30/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη φανταρίστικη κυρίως, αλλά και τις συναφείς αργκό χρησιμοποιείται σαν επίρρημα.

Όταν αναφέρεται σε αντικείμενα σημαίνει πως βρίσκονται σε άριστη κατάσταση από πλευράς συντήρησης και λειτουργικότητας, αλφαδιασμένα στη θέση τους όπως προβλέπεται, έτοιμα προς επιθεώρηση κι απ’ τον πιο απαιτητικό λχία, δίκα, και λοιπούς στρατόκαυλους.
Αντίθετο: μουνί έως μουνί καπέλο.

Όταν αναφέρεται σε άτομα, στην καλύτερη περίπτωση δηλώνει τα εξόχως πειθαρχημένα φιτ μαχίμια στην τσίτα που με ηθικόν ακμαιότατον μόλις που κρατιούνται μην κάνουν ντου να ελευθερώσουν Κύπρο και Πόλη, ή σαν εναλλακτική να μετάσχουν σε καμιά Νατοϊκή. Συνηθέστερα, δηλώνει αυτούς που μετά από κατάλληλο τέντωμα (=συνδυασμός από τρέξιμο, εκπαίδευση, αγγαρείες, καψώνια) λειτουργούν τόσο οι ίδιοι όσο κι η μονάδα τους σε απόλυτα ικανοποιητικό βαθμό για να εκτελέσουν μια προγραμματισμένη άσκηση ή να υποστούν μια προβλεπόμενη επιθεώρηση (για απρογραμμάτιστα και μη προβλεπόμενα ...παίζεται).

Αντίθετα αρντάν, τούφα, χύμα και τα παράγωγα χυμείο χυμαδιό.

Συχνότατα αντικαθιστά το τέντωμα σαν κατάσταση που επικρατεί.

Συνώνυμα: γαμήσι, πίπα - κώλο εμπλοκή (εξού –θεωρώ- κι ο εδώ ορισμός του PhreakeR).


Αναφέρεται απ’ τον abra εδώ, αλλά έκρινα πως του αξίζει μια θέση στη συλλογή.

1. Παρόλα αυτά είναι μια υποχρέωση που καλώς κακώς πρέπει να την εκπληρώσουμε όλοι σαν έλληνες πολίτες και το θεωρώ μαλακία που το αφήνουν οι περισσότεροι νεοέλληνες την τελευταία στιγμή (ειδικά τώρα έχει γίνει η πλήρης θητεία γιωτάμηνο). Αλλιώς θα την παλέψει ένα ξέγνοιαστο δεκαοχτάχρονο που μόλις τελείωσε το σχολείο σε ένα στρατόπεδο που είναι όλα τέντα και αλλιώς ένας τριαντάρης που χρεωστάει ακόμα πέντε μαθήματα στην σχολή, δυσκολεύεται να βρει δουλειά και έχει αφήσει την κοπέλα του γκαστρωμένη.

2. Σκάει υφυπουργός άμυνας στα σύνορα. Όλοι τέντα γι’ αυτόν, πάει στους σκοπούς (ένας φαντάρος-ένας Επόπ) τους ρωτάει από πού είσαι: «Από τάδε» φωνάζει ο φαντάρος, «Πόσο καιρό είσαι στον Στρατό»; «7 μήνες» απαντάει ο φαντάρος. «Καλός πολίτης σου εύχομαι» του λέει ο υφυπουργός. Πάει στον Επόπ τον ρωτάει τα ίδια: «Πόσο καιρό είσαι στον στρατό»; «4 χρόνια» του απαντάει ο Επόπ. «Καλός πολίτης και σ’ εσένα»....

3. Κάτω πολύ τέντα. Το μέγιστο πρόβλημα είναι οι παλιοί οι οποίοι θα σου βγάλουν την παναγία. Το πρωί ξεκινάς με σημαία, θάλαμο, γενικές καθαριότητες, σχεδόν κάθε μέρα τρέξιμο καμιά 10ρια γύρους, επιθεώρηση θαλάμου και φοριαμού. Εκατό να ‘ναι οι παλιοί ένας ο νέος θα τα κάνει όλα ο νέος.

4. Έχουμε ταξιαρχική επιθεώρηση. Το απαραίτητο τέντωμα για να φανούν όλα καλά στον ηγέτη (σαν ανέκδοτο δεν ακούγεται;) του νησιού ξεκίνησε.

(Όλα απ’ το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Αυτός που και καλά έχει μύτη σαν γουρουνιού, δηλαδή ανυψωμένη και πλακουτσωτή σαν ένα μεγάλο ρύγχος με μεγάλα ρουθούνια, και ωσεκτουτού φέρνει λιγάκι σε πόρκι. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως βρισιά σχετική με εμφάνιση ή για να χαρακτηρίσει «όποιον χώνει την μύτη του παντού» μεταφορικώς (δες).
    Έχει όμως και κάποιες πιο συγκεκριμένες εφαρμογές, όπως:

  2. Στις αρχές του 20ου αιώνα αποτελούσε στερεοτυπική ρατσιστική βρισιά ειδικά για τους Βούλγαρους, τον βόρειο γείτονά μας με τον οποίο βρισκόμασταν σε αιματηρό ανταγωνισμό για τη Μακεδονία και τη Θράκη. Οι Βούλγαροι θεωρούνταν ρατσιστικώς ως «χοντρομυτάδες» κι έτσι βρίσκουμε την βρισιά αυτή να τους χαρακτηρίζει σε κείμενα της εποχής ή και λίγο μεταγενέστερα.

  3. Το είδος ψαριού που επιστημονικώς αποκαλείται Chondrostoma Vardarensis (sic), λόγω του εξογκωμένου σκληρού κερατοποιημένου ρύγχους του, και το οποίο ζει στον Αξιό, τον Έβρο, το Νέστο, τη λίμνη Δοϊράνη και άλλες περιοχές της Βόρειας Ελλάδας, για περισσότερα δες εδώ και εδώ.

  4. Παρατσούκλι κατασκοπευτικού αεροσκάφους των ΗΠΑ RC-135, που έχει περάσει και από την Σούδα της Κρήτης στο πλαίσιο του πολέμου κατά της Λιβύης του Καντάφι, και φημίζεται για τις ικανότητες παρακολούθησης που διαθέτει.

  1. αυτη τη γουρουνομυτη δεν την αντεχω αλλο Εδώ
  2. α. - Βρε γουρουνομύτη, για ποιον δουλεύεις; ρώτησε. Για τον θείο σου ή για μένα;
    Θλιμμένα είπε ο μικρός:
    - Για σένα. Μα γιατί με λες γουρουνομύτη;
    - Γιατί είσαι Βούλγαρος· και όλοι οι Βούλγαροι είναι χοντρομυτάδες, γουρουνομύτες! Κοίταξε τον Γιωβάν, κι εμπρός στη θλιμμένη του όψη γλύκανε.
    - Η δική σου μύτη είναι ίσια και λιγνή, δεν σε βρίζω- έννοια σου.
    (Από το μυθιστόρημα της Πηνελόπης Δέλτα «Στα Μυστικά του Βάλτου», 1η εκδ. το 1937, δες).
    β. Όποιος μας κατηγορήσει για σωβίνους είναι γουρουνομύτης! (Paokmania.gr).

  3. Έχουν αναφερθεί και σπανιώτερα είδη, όπως το χέλι, το τυλινάρι, ο γουρουνομύτης, η μουρμουρίτσα, η βιργιάνα, η πεταλούδα, το κουνουπόψαρο. (Λίμνη Δοϊράνη).

  4. α. Στη Σούδα, βρίσκεται ο περίφημος “γουρουνομύτης” το αεροπλάνο που έχει τη δυνατότητα να παρακολουθεί όλες τις συνομιλίες στη Λιβύη, αλλά και Γερμανοί πεζοναύτες. Τις προηγούμενες μέρες, από την Κρήτη πέρασαν εκατοντάδες πεζοναύτες των ΗΠΑ οι οποίοι επιβιβάστηκαν στα πλοία που έσπευσαν στον θαλάσσιο χώρο της Λιβύης. (Εδώ)
    β. Από την αμερικανική αεροπορική βάση της Σούδας το αμερικανικό αεροσκάφος RC-135 γνωστό ως «γουρουνομύτης» κάνει καθημερινά πολλές ώρες πτήσης συλλέγοντας πληροφορίες από συνομιλίες ή από κινήσεις αεροσκαφών. (Εδώ).

Chondrostoma Vardarense, το και "γουρουνομύτης" επονομαζόμενον (από Khan, 29/06/13)Chondrostoma Vardarense, το και "γουρουνομύτης" επονομαζόμενον (από Khan, 29/06/13) To RC-135 Rivet Joint aka γουρουνομύτης. (από Khan, 29/06/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στρατιωτικός περιπαιχτικός όρος για την εμφάνιση κληρωτού στρατιώτη, του οποίου το σουσούμι τραβάει τα επανειλημμένα χωσίματα σαν μαγνήτης.

Σε ανάλογο στυλ έχουμε την σκατόφατσα, την βλαχόφατσα, την εξακριβωσόφατσα (μανιαουρίστικη φάτσα-σουλούπι, που βάζει σε πειρασμό τους μπάτσους να του ζητάνε κάθε τόσο στοιχεία) κλπ. Άλλωστε, οι χαφιέδες λένε χαρακτηριστικά «άμα δώ μια φάτσα, δεν την ξεχνάω»...

Όταν ένας κατάδικος στη φυλακή παραπονείται για τις επανειλημμένες βαριές κι άδικες ποινές που του επιβάλλονται κάθε τόσο από τα δικαστήρια, οι άλλοι λένε με σημασία «τραβάει η μάπα του».

Λέμε γνωρίζω κάποιον «φατσικώς». Σε γνωρίζω από τη φάτσα δηλαδή κι όχι από την κόψη. Εξ άλλου το πρόσωπο κι η προσωπικότητα είναι ομόρριζα, όπως το ό(γ)νομα και ο (ο)νοματέος με το ρήμα γιγνώσκω (λατιν. cognosco).

Δεν ξέρω. Ορισμένοι άνθρωποι διαθέτουν χαρακτηριστικά σουλούπια, που για κάποιο παράξενο λόγο (φερομόνες;) προδιαθέτουν είτε θετικά είτε αρνητικά τους γύρω τους.

Έτσι π.χ. αν στραβοπατήσει μια μοσκομούνα τα τακούνια της και τσακιστεί, μπορεί να προκαλέσει είτε τα χάχανα είτε τη συμπόνοια των παρισταμένων, μερικοί άνθρωποι έχουν τόσο κουτοπόνηρα μάτια που σου’ ρχεται αηδία, οι διάσημοι των τεχνών και των γραμμάτων αποπνέουν μιαν υποβλητική (πλην κάλπικη) εσάνς, οι μετρημένοι άνθρωποι είναι σεβαστοί, κάποιοι συμπολίτες μας έχουν μια μουτσούνα που αυθόρμητα προσκαλεί ένα δεύτερο βλέμμα, άλλου πάλι ο σβέρκος κλαίει για φάπα, ένα ντούρο ορθοβύζι φόρα-παρτίδα σε βαθύτατο ντεκολτέ κάνει τους άρρενες πιο διαχυτικούς, το καλουπαρισμένο βλέμμα των εκπαιδευμένων ζητιάνων προξενεί οίκτο κ.ο.κ.

Είπαμε. Στη φυλακή, ό,τι είσαι έξω είσαι και μέσα. Ο Ντενίρο το είπε καλά στο «Ξανα-ανάλυσέ το»: οι άνθρωποι οσμίζονται σαν κτήνη τυχόν αδυναμίες σου. Ο ντετερμινιστής Λομπρόζο έψαχνε αγνώστους ενδοκρινείς αδένες στ’ άχυρα, προκειμένου να θεμελιώσει μη εθελούσια ροπή των δραστών στο έγκλημα. Ορισμένοι άνθρωποι διαθέτουν έναν (ακούσιο;) τρελομαγνήτη. Είναι η ματιά τους, που δηλώνει προδιάθεση να σηκώνουν το βάρος κάθε ταλαιπωρημένου άλλου (που ψάχνει να το εναποθέσει κάπου). Βέβαια, τα μάτια μπορεί να αλλάζουν όψη και περιεχόμενο με την πάροδο των χρόνων (και των κατραπακιών), όπως λέει η Τανάγρη («τα μάτια σου τα μαύρα γίναν μπλε και είν’ αλλιώς») στον «Θανατηφόρο πυρετό», όπως λέει κι ο Βασίλης («ύστερα άρχισε η ματιά σου να ραγίζει») στη «Βικτώρια».

Λένε ότι ο χαρακτήρας σου αποτυπώνεται στο πρόσωπό σου μετά τα 40, με την συνήθη έκφραση που έχεις. Η Ίντιρα Γκάντι διετύπωσε την επαγωγή «πρόσεχε τις σκέψεις σου γιατί γίνονται λέξεις - πρόσεχε τις λέξεις σου γιατί γίνονται πράξεις - πρόσεχε τις πράξεις σου γιατί γίνονται συνήθειες - πρόσεξε τις συνήθειές σου γιατί διαμορφώνουν τον χαρακτήρα σου».

Υπάρχει η παραπονιάρα έκφραση αγανάκτησης για τα διαρκή κακοπαθήματα «Τί διάολο; Έχω καμιά ταμπέλα μαλάκας στο κούτελο;»

Είναι κατανοητό να συμπλέουν πολλοί εξωτερικοί παράγοντες στα κοινωνικά κριτήρια διαμόρφωσης άποψης για το ποιόν ενός ατόμου (π.χ. ντύσιμο, χτένισμα, περιποίηση, αξεσουάρ, ομιλία, συμπεριφορά κλπ).

Στο στράτευμα όμως, που (υποτίθεται ότι) εξαλείφεται η ατομικότητα (που συμπαρασέρνει και την προσωπικότητα), η αναγκαστική ανομοιογένεια ερείδεται prima faciae σε ατόφια ατομικά χαρακτηριστικά του προσώπου και του σώματος, μεγεθυμένα εις τη νιοστή, ελλείψει άλλων διαθεσίμων (αφού απαγορεύονται). Οι άνδρες στην Ελλάδα πάνε φαντάροι συνήθως πολύ πρίν τα σαράντα, οπότε αποκλείεται να έχει εντυπωθεί στη μάπα τους ο χαρακτήρας τους. Κάπως έτσι, όλοι θα πάνε αγγαρεία για μια τουλάχιστον φορά. Θα κληθεί όμως εκ νέου και επανειλημμένως, όποιος φέρει την ελάχιστα αποτελεσματική (ή και καθόλου) αντίσταση.

Όταν όμως ο φαντάρος είναι νέος και βρίσκεται άγνωστος μεταξύ αγνώστων και δεν του έχει δοθεί η ευκαιρία να προβάλει την προσωπικότητά του, το κριτήριο διανομής χοσέ κουέρβο αποκρυσταλλώνεται εκ των ενόντων, π.χ. από τη μάπα του, αν είναι πολύ κοντός ή ψηλός, αν είναι υπέρβαρος, αν είναι ατσούμπαλος, λέτσος, αλλοσούσουμος, πολύ πειθήνιος, ήσυχος, φοβισμένος κ.α. και εν τέλει αν δεν διαθέτει τον απαιτούμενο «αέρα» για να τη βγάλει καθαρή.

Σε τέτοιες περιπτώσεις, το καλύτερο που έχει να κάνει ο στρατευμένος (και όχι μόνο), είναι ν’ ακολουθήσει τη συμβουλή των Χρήστου Καστανά («Απολύομαι και τρελαίνομαι») και Heinrich Theodor Böll («Το λυπημένο μου πρόσωπο»), δηλαδή να προσπαθήσει να μην έχει καθόλου πρόσωπο...

- Παπαδημητρίου!
- Μάλιστα κύριε Λοχαγέ!
- Μόλις τελειώσεις με τη σκουπιδιάρα, τράβα ν’ αλλάξεις τον Πετρόπουλο στο Φ-4!
- Μα δεν είμαι σήμερα ένδον κύριε Λοχαγέ...
- Άκουσες τί σου είπα; Ή μήπως θες να βγεις στη σέντρα;

(Μετά)

- Τί έγινε ρε μαλάκα, πάλι σ’ έχωσε ο καραβανάς;
- Όχι πάλι εγώ γερμανικό ρε πούστη κι είχα έξοδο σήμερα!
- Εμ, με τέτοια αγγαρειόφατσα που’ χεις, τί περίμενες; Μ’ αυτά τα μούτρα θα κάνεις Πάσχα μωρ’ αδερφάκι μου;

Δες και -φατσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για την «φαιοπράσινη» φανέλα του στρατού. Ξεκίνησε ως μαργαριτάρι, απέκτησε στην πορεία kitsch value. Προφάνουσλυ, κανείς δεν ξέρει το επίθετο φαιός που σημαίνει σκουρόχρωμος και ειδικότερα γκρίζος (οπότε φαιοπράσινος είναι ο γκριζοπράσινος), κι έτσι αντικαθίσταται από το επιτατικό πρόθημα θεο- που έχει χαρακτήρα μεγιστοποίησης, όπως στα θεομουνία, θεόμουνο, θεογκόμενα, πρβλ. και το σκέτο θεό. Γενικά στον στρατό, όλα είναι ψιλοεμφατικά.

Ετυμολογικά Trivia: Κι όμως το φαιός θα έπρεπε να σημαίνει το αντίθετο, αφού ετυμολογείται ως εξής:
< **φαισός* < **φαιFός* < **φαισFός* < **gwhei* = λαμπερός, φωτεινός, όπως και τα ομόρριζα φαιδρός, Φαίδρος, Φαίδρα και ο Φαίδων, ήρωας του Γεωργίου Ζάκκου.

- Να βγούμε έξω με τις θεοπράσινες, είπε ο δίκας.

- Γιατί η φανέλα αυτή λέγεται «φαιοπράσινη»; - Γιατί είναι τόσο πράσινη, που είναι θεοπράσινη!
(Αυτήκοος μάρτυς: Καταδρομέας Vrastaman, '92 στ ΕΣΣΟ)

Η θεοπράσινη στολή (από Khan, 28/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που μοιάζει με αστυνομικό (είτε είναι όντως αστυνομικός, είτε δεν είναι). Και ως εμφάνιση, αλλά δευτερευόντως και ως συμπεριφορά ή ως ψυχική ποιότητα.

Πώς είναι μια μπατσόφατσα; Σίγουρα είναι σκατόφατσα, αν όχι ως άσχημη, τότε σίγουρα ως αποτυπούσα ψυχικά χαρακτηριστικά. Μπορούμε βεβαίως να υποθέσουμε ότι η μπατσόφατσα θα είναι πολύ καθώς πρέπει, καλοξυρισμένη και καλοκουρεμένη, ενώ ως συμπεριφορά θα χαρακτηρίζεται από αυταρχισμό και καθεστωτισμό.

Περισσότερο σημαντική είναι η συνάφεια, όπου βρίσκουμε συχνά τον όρο. Αφενός χρησιμοποιείται σε αντιεξουσιαστικό ντίσκουρς, ιδίως για αστυνομικούς που κρύβονται φορώντας πολιτικά ή ως προβοκάτορες, κουκουλοφλώροι κ.τ.ό. Αφεδύο στην μπουρδελοσλάνγκ για κάποιον που προκαλεί δυσπιστία σε κορασίδα, επειδή δίνει την εντύπωση ότι είναι στρουμφάκι, οπότε αυτή αρνείται το κατιτίς παραπάνω (είναι μεγάλη ατυχία για μπουρδελιάρη να έχει μπατσόφατσα). Επίσης σε περιπτώσεις, όπου υβρίζονται όχι μόνο οι αστυνομικοί, αλλά και αυτοί που έχουν ψυχή / νοοτροπία μπάτσου.

  1. α) Ρε παιδια ειναι η σκατοφατσα που φαινεται στο πλανο με την κοπελα που του δινει το λουλουδι. εχει κλασσικη μπατσοφατσα δολοφονου το μουνοπανο.ενα εχω να πω εχουμε χρεος απεναντι στην κοινωνια να το καψουμε ζωντανο αυτο το ανθρωποειδες, τωρα που ειναι ευρεως γνωστη κ η συμπαθητικη φατσουλα του......... (Εδώ).

β) ρε πιονακια του κρατους που απορω πως δεν εχετε φουνταρει με τοσους φονους στις πλατες σας..ντυθειτε και μαζορετες οι μπατσοφατσες ξερουμε ποιεσ ειναι,αλλαξτε λοιπον τη στολη αφου δεν βολεβει αν ηταν καλη θα τη φοραγαμε κι εμεις αλλα με τη δικη μας στολη κανετε τσαμπουκα. (Εδώ).

  1. Τοτε μαλλον εχεις μπατσοφατσα γιατι δεν εχω ποτε προβλημα. (Από ierodoules.com σε θέμα σχετικό με συνεννοήσεις που γίνονται σε μασαζερί για εξτραδάκι).

  2. New Year's Resolution.
    10 πραγματα που ή με φρικάρουν ή με τρομάζουν ή με αηδιάζουν - Οι μπάτσοι στους δρόμους, όχι οι αστυνομικοί.. οι μπάτσοι, οι μπατσοφατσες, το μπατσοβλέμμα που σε κόβει από πάνω μέχρι κάτω λες και είσαι η ξαδέρφη του Κουφοντίνα. (Εδώ).

Δες και -φατσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξαιρετικά μειωτικό και περιφρονητικό (πλην ξύλινο) μπινελίκι σε βάρος πολιτικών αρχηγίσκων και πάσης φύσεως αυταρχικών καραγκιόζηδων που πέρδονται υψηλότερα του πρωκτού τους.

Εκ του ονόματος του αδίστακτου υπουργού προπαγάνδας του Τρίτου Ράιχ, η κωμική εμφάνιση-μικιμάου του οποίου απείχε παρασλάγγας από το (παπ)Άρειο πρότυπο που πρέσβευε. Δράττομαι της ευκαιρίας να καταθέσω σε παγκόσμια πρώτη και την παραλλαγή γκεϊμπελίσκος (ο ναζιάρης αρχηγίσκος).

Σ.ς.: γκεμπελσίσκος, για τα σλανγκαρχίδια τση παρέας.

- Φαιδρός Γκεμπελίσκος... Διασπείρει ψευδείς ειδήσεις για το ΠΑΣΟΚ...
(εδώ)

- Ξαναχτύπησε ο Παναγούλης: Κεδίκογλου είσαι «γκεμπελίσκος»
(εκεί)

- Ο πάσχων γκεμπελίσκος Ο Πάσχος Μανδραβέλης είναι μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα της δημοσιογραφίας του Ελλαδιστάν.
(παραπέρα)

- Ο γκεμπελίσκος o κίτρινος ,γγ του ΠΑΣΟΚ Καρχιμακης συνεχίζει ακάθεκτος
(παραδίπλα)

Ορίτζιναλ γκεμπελίσκος (από Vrastaman, 20/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολιτικό μπινελίκι σε βάρος φασιστόμουτρων, χρυσαύγουλων, ναζών, σκινακίων, και πάσης φύσεως απολυταρχικών λαδοποντικαίων με αγκύλωση στο δεξί, μαύρη στρατόκαυλη περιβολή, χουντικό γυαλί, σιδερογροθιά, κ.ταλ.

Δέον να σημειωθεί ότι ορισμένες σταλίνες απευθύνουν τον χαρακτηρισμό σε ευρύτερο πληθυσμό αποδεκτών, πιχί σε φιλελεύθερους, σοσιαλδημοκράτες, μη μαρξιστές, λάθος μαρξιστές, τροχονόμους, κ.ταλ.

- Aντε ρε παλιοκομμούνι που δεν ασχολείσαι με φασισταριά!
(Η. Κασιδιάρης προς Λ. Κανέλλη)

- Φασισταριό και τ' αρχίδια μου τα δυο
(εδώ)

- «Φασισταριό» vs «Παλιοκομμούνι» - Μια σχέση όλο πάθος!
(εκεί)

- Ποιο είναι το κωλόπαιδο που έχει αρπάξει τον Μανώλη Γλέζο από το λαιμό; Ποιο είναι αυτό το φασισταριό που σηκώνει το κουλό του για να χτυπήσει τον Μανώλη Γλέζο; Τι θα ισχυριστεί αυτό το μπατσοκάθικο; Ότι του επιτέθηκε ο 90χρονος ήρωας της Αντίστασης; Τι φασιστοσκατόφιδα γεννάει αυτό το γαμημένο το σύστημα; Το Γλέζο ρε τσόγλανε; Τον παππού σου ρε καραφασιστοπουσταριό; Παπουτσή απαιτούμε να...αναγνωριστεί το σκατοκάθικο και να καθίσει στο σκαμνί για προσβολή της Ελλάδας… Γιατί ο Γλέζος ρε μπατσορουφιάνοι, είναι η Ελλάδα.
(Χάρρυ Κλυνν, παραπέρα)

(από Vrastaman, 11/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη αποτελούμενη από τα εξής δύο συνθετικά:

  • Βρόμο- (βρομερός),
  • Νουμπάς (εκ του αγγλικού newbie που σημαίνει νέος σε κάτι).

Χρησιμοποείται ως επί το πλείστον κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής μας θητείας για να μας χαρακτηρίσει ως νέους στο στράτευμα ή για να χαρακτηρίσουμε εμείς τους νεότερους από εμάς.

Συνώνυμα: ποντίκι, λαδοπόντικας, νιάτο, νεοκλής, Στραβόγιαννος, κωλόψαρο, σκουίζ, ψαροκασέλα, στραβάδι, γκαβάδι, γκάβακας, γκάου-μπίου, νιάτο, νέοπας / νέωψ, ποντικαράς και πολλά άλλα.

- Βρομόνουμπο κάτσε καλά γιατί θα πήξει το είναι σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο για το μυρμήγκι, δηλαδή για την αντιασφυξιογόνο μάσκα GP-5, που φοριέται από διαδηλωτές που θέλουν να αποφύγουν τις συνέπειες από την χρήση χημικών από τους αστυνομικούς. Το κάτω μέρος της παρομοιάζεται δηλαδή με την προβοσκίδα του ομώνυμου ζώου.

- Ξέρει κανεις που μπορώ να βρω μασκα στυλ μηρμηγκοφαγου στην Αθήνα;; Έχω φαει όλο τον κόσμο και δεν βρισκω.
(Εδώ).

(από Khan, 01/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published