Further tags

Εμπνευσμένη έκφραση προερχόμενη από τη γνωστή τεκίλα Jose Cuervo και το χώσιμο με την έννοια της αγγαρείας, έννοια και την οποία εξάλλου εμπεριέχει. Η χρήση της συναντάται συχνά στους στρατιωτικούς κύκλους.

- Άντε ρε Γιάννη! Τι κάθεσαι όλη μέρα στο θάλαμο; Τον άρρωστο παριστάνεις;
- Ίσα ρε ψάρακα! Έχεις όρεξη να φάμε κανά χοσέ κουέρβο μεσημεριάτικο; Άραξε στα κυβικά σου!

Got a better definition? Add it!

Published

Συνδυασμός δύο στρατιωτικών εκφράσεων: χοσέ και μπορέλι.

Σημαίνει ότι κάποιος πάει να φάει χώσιμο, αλλά δεν προτίθεται να συμβιβαστεί.

- Άσε σήμερα είναι όλοι εξοδούχοι και έμεινα εγώ μέσα.
- Δηλαδή χοσέ;
- Χοσέ μπορέλι φίλε, θα βγω ελεύθερος υπηρεσίας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φυλακή στα καλιαρντά. Ο Ηλίας Πετρόπουλος το συσχετίζει με το χάψη εκ του τουρκικού hapis με την ίδια σημασία.

ο γαβαλας στην χουμση φωτο και σε επισκεψη το πρωην πελατολογουαζ του.... (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά η έκφραση προέρχεται από τον ένδοξο Ελληνικό Στρατό, όπου τα αντικείμενα (εξοπλισμός, ιματισμός κλπ) τα χρεώνονται οι φαντάροι συμπληρώνοντας μία φόρμα με τον κωδικό αριθμό 108. Επειδή ο ΕΣ είναι από τα τελευταία πράγματα που λειτουργούν έστω και υποτυπωδώς σωστά σ' αυτή τη ρημάδα τη χώρα, η χρέωση αυτή μέσω του συγκεκριμένου κωδικού είναι τελεσίδικη και δεν μπορείς να τους μπαλαμουτιάσεις και να την κάνεις με υλικό της υπηρεσίας.

Μεταφορικά λοιπόν, όταν έχουμε χρεωθεί κάτι με 108 σημαίνει αφενός ότι για ένα χρονικό διάστημα τουλάχιστον το έχουμε παντρευτεί και καλά θα κάνουμε να το προσέχουμε και αφετέρου ότι μάλλον το χρεωμένο «αντικείμενο» είναι κομματάκι παλτό.

Χρησιμοποιείται τόσο για άψυχα όσο και για έμψυχα.

  1. - Τι γίνεται ρε Μήτσουλα; Χάθηκες.
    - Τι να γίνει ρε δικέ μου; Πίκρα. Έχει έρθει ένα ξαδερφάκι μου απ' το χωριό και μου τον έχει χρεώσει η γριά μου με 108. Ούτε να κατουρήσω δεν μπορώ να πάω μόνος μου. Γάμησέ τα...

  2. - Πού 'σαι, Μίλτο; Να δανειστώ λίγο τ' αμάξι σου για κάτι τρεχάματα που έχω κάνα δυο μερούλες;
    - Νταξ ναούμ, αλλά τό 'χεις χρεωμένο με 108. Αν πάθει τίποτε, θα σου κάνω τον κώλο παπαρούνα. Γκέγκε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έννοια αφορά κάποιον που τα έχει γραμμένα όλα στα αρχίδια του και είνα αραχτός.

(στο στρατό)

- Καλά ρε μαλάκα, φυλάει ο μαλάκας σκοπιά χωρίς κράνος και εξάρτηση;
- Μιλάμε το άτομο είναι πολύ χύμα... Κάτσε να βγεί η έφοδος και τον βλέπω στον ντάκο αύριο το πρωί!!!

Γραψαρχιδίνη (από allivegp, 22/05/09)Fukitol (από allivegp, 22/05/09)Starxidiamol (από allivegp, 22/05/09)

Δες επίσης και χύμα στο κύμα, χυμαδιό, το, χυμείο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μονάδα χωρίς δυσκολίες, με λίγες αγγαρείες και καλούς αξιωματικούς.

Πέρασα πολύ καλά στον στρατό! Υπηρέτησα σε μια μονάδα στη Ρόδο εντελώς χυμαδιό! Κάθε μέρα εξοδούχος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στον στρατό, η μονάδα που είναι πολύ «εύκολη», δεν έχει πολλές αγγαρείες, έχει καλή διοίκηση, και γενικά περνάνε καλά όλοι οι φαντάροι.

Πολύ τυχερός ο Γιώργος, υπηρετεί με απόσπαση σε μια μικρή μονάδα που έχει μόνο μια σκοπιά και το φαγητό τους το φέρνουν απο άλλο στρατόπεδο. Και ο διοικητής τους έχει όλους μία-μία. Εντελώς χυμείο δηλαδή!

Εκ του χύμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βάζω αγγαρεία.

Άσε, με έχωσε άγρια χθες ο λοχαγός. Όλη μέρα στα μαγειρία να τρίβω λαμαρίνες.

Got a better definition? Add it!

Published

Χωροφυλακίστικα αποκαλούνται οι προσεγγίσεις, συμπεριφορές και εξουσιασμοί που χαρακτηρίζονται από, αυθαιρεσία, ετσιθελισμό, πατερναλισμό, αμβλύτητα πνεύματος, κουτοπονηριά και αλαζονεία τ. «ξέρεις ποιος είμαι εγώ ρε;»

Συχνά εκφέρεται με τσι μορφές:

Παλαιότερα χρησιμοποιείτο κυρίως ως πολιτικό μπινελίκι, δεδομένου ότι η αλήστου μνήμης Βασιλική Χωροφυλακή ήταν χρεωμένη με την καταστολή της αριστεράς.

  1. «Φλόρος» είναι μια παλιά μάγκικη λέξη που σημαίνει μαμμόθρεφτο. Ήταν εκείνα τα παιδιά που είχαν πάντα χαρτζιλίκι και ξηγιόνταν χωροφυλακίστικα. Τώρα είναι αυτοί που λένε «μη μου τη λες» (μη μου τη βγαίνεις) ή «έγινε της Πόπης», ή «αχταρμάς» ­ λέξη που προέρχεται από μέθοδο ειδικής κλοπής στα πεζοδρόμια, κ.λπ. (Ηλίας Πετρόπουλος, ΤΑ ΝΕΑ, 26/01/1998)

2.
Φιλαρακο τα χωροφυλακιστικα του τυπου «δεν ξερεις σε ποιον μιλας» αστα

3.
Είναι τόσο επιδερμικά και χωροφυλακίστικα τα μέτρα της κυβέρνησης που, παρά το γεγονός ότι έχουν τη ρητή συναίνεση μεγάλου κομματιού του ΠΑΣΟΚ, είναι πολύ δύσκολο να επιτύχουν την ανοχή της κοινωνίας.

4.
Ομως η ηγεσία του υπουργείου δεν λέει να προχωρήσει λίγο πέρα από τη χωροφυλακίστικη τεχνολογία του χτυπήματος της κάρτας. Αν οι υπάλληλοι έλυναν σταυρόλεξα δεν την πειράζει. Αρκεί να ήσαν παρόντες. Αν έπαιζαν πασιέντζες στον υπολογιστή, τόσο το καλύτερο γι’ αυτούς. Θα έπαιρναν και το ελληνικής εμπνεύσεως «επίδομα υπολογιστή»

5.
Ο θάνατος του 15χρονου Αλέξη Γρηγορόπουλου (6-12-2008) πέρα από τη θλίψη, τον πόνο, και την οργή που είχε γεμίσει την Ελληνική κοινωνία, σηματοδότησε το τέλος μιας κακής περιόδου της Ελληνικής Αστυνομίας, καθώς ήταν η αιτία να αποκαλυφθεί πλήρως η «Χωροφυλακίστικη μέθοδος συγκάλυψης» (η κουτοπονηριά) που εφάρμοζε απερίσκεπτα επί χρόνια σε παρόμοιες περιπτώσεις, η εκάστοτε φυσική και πολιτική της ηγεσία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέραν από τον ορισμό που καταχωρήθηκε πιο πριν, ο χωσιματίας περιλαμβάνει και άλλους δύο τύπους ανθρώπων:

  1. Xωσιματίας καλείται το άτομο που τα χώνει, που δεν μασάει τα λόγια του και δεν φοβάται να εξαπολύσει μύδρους ενάντια σε οτιδήποτε και οποιονδήποτε τον χαλάει, στοχεύοντας είτε σε συγκεκριμένα πρόσωπα και καταστάσεις, είτε γενικότερα και αόριστα, τσουβαλιάζοντας ασύστολα τους πάντες και τα πάντα, ασχέτως με το αν έχει δίκιο ή άδικο.

  2. Στην φανταρική ιδιόλεκτο, xωσιματίας καλείται ο στρατιώτης που αγγαρεύει άλλους, δηλ. που χώνει κόσμο, για την εκτέλεση μίας υπηρεσίας ή μίας εργασίας εντός ή εκτός στρατοπέδου. Αυτό συμβαίνει είτε λόγω ανάγκης (π.χ. μία αρρώστια), είτε συχνότερα, λόγω γνωριμίας - κολλήματος - τακιμιάσματος - συγγένειας, ενίοτε δε ακόμη και απλά εντοπιότητας, με τους εκάστοτε επιλοχίες, αξιωματικούς - υπαξιωματικούς.

Πρέπει επίσης να τονιστεί πως ο χαρακτηρισμός του χωσιματία πιάνει εξίσου και τους βαθμοφόρους του Ε.Σ., οι οποίοι δεν διστάζουν να χώσουν τόσο στρατιώτες, όσο και κατώτερους στην ιεραρχία βαθμοφόρους. Είναι δε πάγια τακτική η μετακύλιση του χωσίματος στις κατώτερες βαθμίδες της ιεραρχίας, φαινόμενο που κυριαρχεί επίσης και σε όλες σχεδόν τις εκφάνσεις της πολιτικής και επαγγελματικής ζωής.

  1. Τελικά ο Ριζοσπάστης το παίζει «χωσιματίας» και η Λιάνα «τους» ξεπλένει: [NEMECIS, συνεντεύξεις, (όχι τυχαίες) – τεύχος Φλεβάρη 2010] με τους χαρακτηριστικούς τίτλους «Α. Λοβέρδος: Είμαστε στο χείλος του γκρεμού» και «Κατερίνα Μπατζελή: Δεν είμαι πολιτικός των δογματισμών». (Εδώ)

  2. Θεωρώ ότι η οποιαδήποτε δουλειά πρέπει να γίνεται κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Ό,τι δουλειά και να είναι, ακόμα και ο στρατός. Αλλιώς, δεν υπάρχει νόημα να κάνεις το ο,τιδήποτε. Ο τεμπέλης στο στρατό, είναι τεμπέλης και στη ζωή του. Ο βυσματίας στο στρατό είναι βυσματίας και στη ζωή του. Ο χωσιματίας του στρατού χώνει συναδέλφους και στην προσωπική ζωή. Αυτό το συμπέρασμα ισχύει πάντα. (Πιο' δώ)

Δες ακόμη: χώστης, χώστρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified