Further tags

Πέραν από τον ορισμό που καταχωρήθηκε πιο πριν, ο χωσιματίας περιλαμβάνει και άλλους δύο τύπους ανθρώπων:

  1. Xωσιματίας καλείται το άτομο που τα χώνει, που δεν μασάει τα λόγια του και δεν φοβάται να εξαπολύσει μύδρους ενάντια σε οτιδήποτε και οποιονδήποτε τον χαλάει, στοχεύοντας είτε σε συγκεκριμένα πρόσωπα και καταστάσεις, είτε γενικότερα και αόριστα, τσουβαλιάζοντας ασύστολα τους πάντες και τα πάντα, ασχέτως με το αν έχει δίκιο ή άδικο.

  2. Στην φανταρική ιδιόλεκτο, xωσιματίας καλείται ο στρατιώτης που αγγαρεύει άλλους, δηλ. που χώνει κόσμο, για την εκτέλεση μίας υπηρεσίας ή μίας εργασίας εντός ή εκτός στρατοπέδου. Αυτό συμβαίνει είτε λόγω ανάγκης (π.χ. μία αρρώστια), είτε συχνότερα, λόγω γνωριμίας - κολλήματος - τακιμιάσματος - συγγένειας, ενίοτε δε ακόμη και απλά εντοπιότητας, με τους εκάστοτε επιλοχίες, αξιωματικούς - υπαξιωματικούς.

Πρέπει επίσης να τονιστεί πως ο χαρακτηρισμός του χωσιματία πιάνει εξίσου και τους βαθμοφόρους του Ε.Σ., οι οποίοι δεν διστάζουν να χώσουν τόσο στρατιώτες, όσο και κατώτερους στην ιεραρχία βαθμοφόρους. Είναι δε πάγια τακτική η μετακύλιση του χωσίματος στις κατώτερες βαθμίδες της ιεραρχίας, φαινόμενο που κυριαρχεί επίσης και σε όλες σχεδόν τις εκφάνσεις της πολιτικής και επαγγελματικής ζωής.

  1. Τελικά ο Ριζοσπάστης το παίζει «χωσιματίας» και η Λιάνα «τους» ξεπλένει: [NEMECIS, συνεντεύξεις, (όχι τυχαίες) – τεύχος Φλεβάρη 2010] με τους χαρακτηριστικούς τίτλους «Α. Λοβέρδος: Είμαστε στο χείλος του γκρεμού» και «Κατερίνα Μπατζελή: Δεν είμαι πολιτικός των δογματισμών». (Εδώ)

  2. Θεωρώ ότι η οποιαδήποτε δουλειά πρέπει να γίνεται κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Ό,τι δουλειά και να είναι, ακόμα και ο στρατός. Αλλιώς, δεν υπάρχει νόημα να κάνεις το ο,τιδήποτε. Ο τεμπέλης στο στρατό, είναι τεμπέλης και στη ζωή του. Ο βυσματίας στο στρατό είναι βυσματίας και στη ζωή του. Ο χωσιματίας του στρατού χώνει συναδέλφους και στην προσωπική ζωή. Αυτό το συμπέρασμα ισχύει πάντα. (Πιο' δώ)

Δες ακόμη: χώστης, χώστρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η εκτέλεση εργασίας που είτε δεν εμπίπτει στις υποχρεώσεις σου είτε δεν θέλεις αλλά αναγκάζεσαι να την κάνεις. Πολλές φορές επιλέγεις να την κάνεις γιατί αποβλέπεις σε απώτερα οφέλη (βλ. δεύτερο και τρίτο παράδειγμα)

Συνήθως χώσιμο προκαλούν οι:

  • Προϊστάμενοι,
  • Βύσματα και βαθμοφόροι στο στρατό,
  • Συγγενείς,
  • Γκόμενες

Τελευταία με την άνθηση των Νοτιοαμερικανικό σαπουνόπερων χρησιμοποιούνται και κάποια κύρια ονόματα που περιέχουν το πολύ κοινό ισπανικό όνομα Χοσέ. Π.χ. Χοσέ Αρμάντο, Χοσέ Γκαρσία, κ.α.

  1. - Άσε ρε μαλάκα έφαγα χώσιμο από τον προϊστάμενο να του πάρω τα ρούχα από το καθαριστήριο.

  2. - Έφαγα χώσιμο την Κυριακή να πάω τη γιαγιά στο χωριό. Αλλά που θα πάει θα ψοφήσει και το πάρω το διάρι στο Χαλάνδρι.

  3. - Μου ρίξε χώσιμο η Τούλα να πάμε να δούμε χαζογκομενοταινία. Τι να της κάνω που έχει ένα στόμα όλο μέλι...

  4. - Χοσέ Αρμάντο λέμε... Διπλή σκοπιά την Κυριακή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο σκληρός υπαξιωματικός που αναθέτει ζόρικες αγγαρείες.

-Ποιος θα μείνει απόψε στο λόχο;
-Ο επιλοχίας Αντωνίου.
-Αμάν θα μας ξεσκίσει, είναι μεγάλος χώστης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο νεοσύλλεκτος στον στρατό.

«Απολύομαι ψαρούκλες, τα μαλλιά μου κάνω μπούκλες»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο νέος φαντάρος στη μονάδα.

- Πού πας ρε ψαρά χωρίς το τζόκεϋ;

(από patsis, 17/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο νέος φαντάρος στη μονάδα.

Ήρθε η νέα ΕΣΣΟ και γέμισε ψάρια η μονάδα!

ΠΣάργια, πσάργια, φρέσκα. (από Galadriel, 23/02/09)

Δες και ψάριν στο cySlang.com.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέραν της μπόχας που αποκτούν τα ρούχα ενός φαντάρου που κάνουν λάντζα σε μέρες που έχει ψάρι για φαγητό, είναι και μια πολύ ευχάριστη οσμή που επικρατεί στον αέρα ενός στρατοπέδου όταν έρχονται ψάρια, η οποία γίνεται αντιληπτή μόνον από τους παρευρισκομένους, φαντάρους, καραβανάδες και αξιωματικούς.

- Ρε σειρά, δε σου μυρίζει... Ψαρίλα;
- Ναι ρε! Επιτέλους!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο νέος φαντάρος στη μονάδα.

- Φύγε ρε ψαροκασσέλα που θες και το μονό κρεββάτι στο θάλαμο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γαλλοπρεπής ντεμεκιά για ψαρωτικά άτομα η φάσεις, εκ του psarotique.

Παίζει και ως ερζάτς αγγλικούρα (ψαρώτικ).

- Χθες κατεβαινα απο τη Θεσσαλονικη προς Αθηνα.Στη μεγαλη ευθεια πριν τα πρωτα διοδια της Πιεριας και ενω κινουμουν με 172χλμ (συμφωνα τελικα με την μετρηση του πιστολιου του οργανου), βγαινει ο μπατσινιλας στη μεσαια λωριδα να με σταματησει. Τυπικα, χωρις δραματα, βγαζω φλας και μπαινω στο παρκιν που ηταν σταθμευμενα ολα τα στρουμφ] (4 περιπολικα παρακαλω). Ο ''αρχηγος'', με υποδεχεται με ψαρωτικ στυλ και τσιγαρο στο χερι:
-''Πολυ θορυβο κανεις''
-''Ετσι κανει οταν ζεσταινεται''
-''Αδεια, διπλωμα, ασφαλεια, ταυτοτητα κι ακολουθα με''
(εδώ)

- Αυτο που με χαλαει ειναι το πλαστικο κουτακι, μου κανει πολυ ακαλαισθητο. Θα προτιμουσα χαλαρα ενα απο φυλλα αλουμινιου με διακοπτη αεροπορικου τυπου και κανα ψαρωτικ λεντακι επανω, και οχι τετοιυς γκουμουτσοειδεις συνδεσμους.
(εκεί)

- Oφειλω να ομολογησω οτι η ιδεα του Darkspawn Chronicles ειναι πολυ πρωτοτυπη για παιχνιδι του ειδους. Και μονο η δυνατοτητα του να μπορεις να αντιστρεψεις το ρου της ιστοριας και να ανατρεψεις την κυριαρχια των Grey Wardens, παρακολουθωντας την ανελιξη των δυναμεων του archdemon, ακουγεται πολυ ψαρωτικ...
(παραπέρα)

(από Khan, 19/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που έχει άνετο ύφος και επιβλητικό χαρακτήρα, συνήθως όμως σκόπιμα για να πειράξει κάποιον.

Βγήκε ο μαλάκας ο δόκιμος με μαύρο γυαλί όλο μούρη για να το παίξει ψαρωτικός.

Βλ. και ψαρ~

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified