Further tags

Η φυλακή στα μόρτικα. Λεγόταν έτσι από τους ρεμπέτες ίσως και παλαιότερα.

-Ορμήσαν οι πολισμάνοι στον τεκέ, τους μπουζουριάσανε και τους χώσαν στην ψειρού...

βλ. και στενή, καγκελλαρία, κάγκελο, πλεχτό

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στον στρατό ψηλός λέγεται ο ψαράς, ο νεοσύλλεκτος, και μάλιστα αποτελεί δείγμα ψαρά το ότι δεν ξέρει τι σημαίνει ο χαρακτηρισμός όταν τον αποκαλούν έτσι οι άλλοι και χαίρεται.

- Ψηλέ, πιάσε την τσουγκράνα και έλα από εδώ γιατί γίνεται αποψίλωση!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ψυχολογικός πόλεμος (ΨΠ). Στρατιωτική ορολογία. Η απομείωση του διανοητικού και ηθικού δυναμικού του εχθρού, με χρήση προπαγάνδας ή, υπό ευρεία έννοια, οποιουδήποτε μέσου, με απώτερο σκοπό την υποστήριξη του αγώνα. Διεξάγεται και σε κατάσταση πολέμου αλλά και (τυπικής) ειρήνης.

Στην καθομιλουμένη, η σημασία είναι πιο περιορισμένη: οι συστηματικές ενέργειες για να πλήξουμε την ψυχολογία κάποιου ανθρώπου, ιδίως για να κάμψουμε την αντίστασή του σε κάτι, με ευθέως επιθετικές ψυχολογικές τεχνικές ή τουλάχιστον με ένα σκέλος ευθέος πλήγματος. Άλλου είδους τεχνικές χειραγώγησης (π.χ. εξαπάτηση, φούσκωμα αρχιδιών κλπ) δεν θα τις πεις ψιπί.

Για παράδειγμα, το να βάλεις κάποιον να χτυπάει τα κουδούνια του αντιδίκου σου στις τέσσερις η ώρα το πρωί πριν την δίκη είναι ψιπί. Το να τον πείσεις ότι θα ζητήσεις αναβολή στο δικαστήριο ώστε αυτός να έρθει χαλαρός και τότε να του πάρεις τα σώβρακα είναι άλλη φάση - ο στρατός θα το έλεγε ψιπί αλλά στην καθομιλουμένη θα λέγαμε απλώς (ακόμα και με θαυμασμό) ότι «τού 'παιξε φοβερή πουστιά ο δικός σου».

Από το Δημόσιο Πρόχειρο (vikar).

  1. Από εδώ:

- ΫΓ:Ο συγκεκριμενος ιδιοκτητης του σπιτιου ήθελε να δηλωσει στο συμβολαιο 100 ευρω λιγοτερα απο οτι θα του εδινα!!!!
- Μπορείς εναλλακτικά να του πεις ότι δέχεσαι να μπει στο συμβόλαιο το 1/3 του ενοικίου... και μετά να του πληρώνεις όσα γράφει το συμβόλαιο Αν αντέχεις άγριο ψιπι, είναι ότι καλύτερο μπορείς να του κάνεις.

  1. Από εδώ:

Το τι έγινε, δεν περιγράφεται. Επιστρέφοντας σπίτι μου μετά από την πρώτη ολιγόωρη διανομή, όπου ουκ ολίγα βιβλιοπωλεία είχαν αρνηθεί να το πάρουν, άκουσα από τον αυτόματο τηλεφωνητή μου όχι μία αλλά τρεις απειλές κατά της ζωής μου! Τρόμαξα ομολογώ, ήμουν και άπειρος τότε από... Ψι Πι –ήτοι Ψυχολογικό Πόλεμο-, ωστόσο συνέχισα κανονικά [...]

The Men who Stare at Goats, η αφίσα της ταινίας (από poniroskylo, 28/02/11)(από patsis, 19/05/12)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο ψωλίστας, πουτσιστής, λουφαδόρος. Αυτός που ασκεί την πανάρχαια τέχνη του ψώλινγκ (ψωλάρει), δηλαδή αποφεύγει τεχνηέντως πάσης μορφής εργασία.

Για τις απανταχού Σουσούδες, προφέρεται psoleur, γαλλιστί (όπως βαλέρ, ντονέρ κτλ).

Στρατέικη έκφραση.

-Πού' ναι ρε ο Γιάννης;
-Ξέρω γω; Κάπου θα την πέφτει πάλι.
-Ωραία. Εμείς εδώ έχουμε πήξει κι αυτός πούθεν. Μέγας ψωλέρ αυτό το παιδί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει τον πολύ γερό άνθρωπο, όχι τόσο τον μυώδη, όσο αυτόν που έχει πολύ μεγάλη αντοχή, υπερφυσικές δυνάμεις και φοβερή κράση.

Δεν γνωρίζουμε την ετυμολογία, αλλά εικάζω ότι είναι αρκτικόλεξο από το χώρο του αθλητισμού ή από το στρατό, π.χ. Π.ΣΩ.ΜΥ. ή κάτι τέτοιο.

  1. - Ρε συ, πήγαμε Λιτόχωρο και πέσαμε στον μαραθώνιο του Ολύμπου. Είχε κάτι ψωμιά... Ο ένας ανεβοκατέβηκε Μύτικα σε τέσσερις ώρες και δεν ίδρωσε η πούτσα του.

  2. - Πάμε να φύγουμε, όλοι ψωμιά είναι εδώ, θα μας τσακίσουν.

  3. - Στην παρέλαση οι Ρώσοι είχαν σημαιοφόρο τον Καρέλιν. Τι ψωμί είναι αυτός, ρε μαλάκα; Τη σημαία την κράταγε με το' να χέρι σαν σημαιάκι!

(από panos1962, 28/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η οδική μεταφορά με στρατιωτικό όχημα για τα εφόδια του λόχου (τρόφιμα, κονσέρβες, ψωμιά κ.λπ.).

— Σήμερα ποιός οδηγός είναι να πάει για ώνια;
— Ο Δημητρίου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified