Selected tags

Further tags

Κουφό, χαζομάρα, κάτι το οποίο περιμένεις να πει μια ξανθιά.

Εάν δε το άτομο που εκφέρει αυτού του είδους τα μαργαριτάρια, το κάνει συνεχώς μπορούμε να πούμε ότι μιλάει «ξανθά»

Άρα μετά το ποδανά, τα καλιαρντά, τα γαλλικά, τα θεσσαλονικιώτικα, τα σλανγκ, τις ντοπιολαλιές, τα σιχτίρια, τον γουτσισμό, την σεφερλίτιδα, την τρεντογλωσσούζ, μια νέα λεκτική περιπέτεια αλλά και πηγή έμπνευσης ήρθε να προστεθεί στην Ελληνική γλώσσα και στο slang.gr!

Τα ξανθά, πετάγονται σε καθημερινές συζητήσεις αλλά και στα πρωινάδικα από ξανθές, ξανθούς αλλά δυστυχώς και προς κατάρρευση του μύθου της χαζής ξανθιάς, από πολλούς άλλους ανεξαρτήτου φύλου και χρώματος μαλλιών.

Σε αντίθεση με πολλούς άλλους ελληνικούς γλωσσικούς λαβύρινθους, τα ξανθά χαρακτηρίζονται από μια αφέλεια, ένα νάζι και μια βαθιά αθωότητα που προσφέρουν σε όλους τον γέλωτα και την χαρά.

Βαριές μορφές των «ξανθών» είναι ο αντζελισμός αλλά και ο τιραμισουρεαλισμός.

Σε συνδυασμό με Ανορθογραφική Παράτονη Ακρόαση, τα ξανθά γίνονται ακατάληπτα από όλους…

  1. - Γιατί γελάτε έτσι ρε μαλάκες, μήπως πέταξα κανά ξανθό;

  2. - Καλά, χθες, βγήκαμε με δύο γκόμενες, μας τρέλαναν! Μιλούσαν ξανθά όλοι την νύχτα! Δεν μας άφησαν άντερο! Σκέτο ανέκδοτο! Η μια μάλιστα γυρνάει και μου λεει: «Ioρδάνη σε λένε ; έχεις καμιά σχέση με τον ποταμό ;» Αχαχαχαχαχ!
    - Γαμήσατε, γαμήσατε;
    - Ωραία μέρα σήμερα, ε; Πάμε παραλία;

  3. - Πάλι δεν κλείσαμε μπούτι χθες βράδυ… Πρώτα για φραπέ, ήρθε και ένας τρίποδος και πήραμε CD από την μαύρη αγορά, μετά επήγαμε να φάμε είδη υγιεινής, μετά σε ένα μπαράκι, αλλά τι να πω, αυτοί οι δύο δεν ήταν του δικού μας βεγγαλικούς… Ιδίως αυτός ο Ιορδάνης, ο μάνατζμεντ, όλο μου μιλούσε για μειονότητες αλλά όπως ξέρεις εγώ μόνο πλεονεκτήματα έχω, χελλόου… Τελικά τους παρατήσαμε ξυλιασμένους και εκεί που περπατούσαμε για σπίτι βλέπω μια μπανανόφλουδα... Ακόμα πονάει ο κώλος μου από την τούμπα…
    - Μπράβο Μαιράκι, βλέπω μιλάς πολύ καλά τα ξανθά!
    - Mα βρε Ντόλυ μου, μελαχρινή είμαι…

Eγώ επίσης τραγουδώ και ξανθά! (από MXΣ, 05/07/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αράπης, μαύρος.

Αυτοί οι τσικλήτηρες μόνο CD και DVD μούφα ξέρουν να πουλάνε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως ήδη καταλάβατε, αποτελεί τη μετάφραση της λέξεως «πορτοκαλί» εις την μουρτζοβλάχικήν διάλεκτο. Απαντάται δε και εις την μπαστουνοβλαχικήν καθώς και εις την στρουγγοβλαχικήν.

Αι τοιαύται διαλέκτοι ομιλούνται συχνάκις εις την ακριτικήν περιοχή των Αγ. Αναργύρων, Περιστερίου και δει εις το μακρινό και ηρωϊκό Μπουρνάζι.

Δώστε βάση παρακαλώ στον παρακάτω ανθρωπολογικού περιεχομένου διάλογο ο οποίος έλαβε χώραν στην τοποθεσίαν «Ελληνάδικο SMS Club - Μπουρνάζι».

Βλαχλάντερ: «Ουρέ σκυλιέ! Πήρς κινούργ' αμάξ' ; Κι ειν' κι ιγωνιστικό τζιτι ααααα!!! (ώ φίλτατε! Ηγόρασες νέον αυτοκίνητον! Παρατηρώ δε ότι είναι αυτοκίνητο αγώνων τύπου GT! Έκτακτο!);»

Μητρουλεϊτορ: «Εμ βίβαια, του πήρα του κουλοφτιαγμένου κι μάλτσ' περτικαλί για να με τηράν οι τσούπρς! Χι χαα! (Μα ασφαλώς! Ηγόρασα βελτιωμένο δε μοντέλο ίνα με προσέχουν αι κορασίδαι! Ούραααα!)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η όμορφη αλλά πολύ μελαψή γυναίκα εκ του αθάνατου σήριαλ με Γκλέτσο και Παπαχαραλάμπους του μέγιστου δημιουργού Μανούσου Μανουσάκη. Αν προκαλέσει κερατοβόλο έρωτα μπορεί να μετονομαστεί και σε Κερατώ.

Πρβλ. σκουριά

Πηγή: Κνάσος.

Είμαι ερωτευμένος με μια Ερατώ, σκέτη ηθοποιό του Ψώλλυγουντ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειδικότερα στη νότια Ελλάδα, το επίθετο / ουσιαστικό «μαύρος» χρησιμοποιείται ως συνώνυμο της λέξεως «καημένος». Προφανώς για λόγους ιστορικούς, από την εποχή της κατάφωρης αδικίας εις βάρος των μαύρων, η λέξη ταυτίστηκε με τον αδικημένο και χτυπημένο από τη μοίρα.

Συχνά χρησιμοποιείται και ειρωνικά, υπό μορφήν «έλα μωρέ καημένε», ήτοι «έλα μου εδώ χάμου ρε μαύρε να τελειώνουμε».

  1. Απόσπασμα από διάλογο ραδιοφωνικής Ελληνοφρένειας

    Κύρ Βασίλη (ο γνωστός Φιδέμπορας), πολιτικά δεν έχουμε συζητήσει, τι ψηφίζεις, Δεξιά;
    - Εγώ είμαι Παπανδρεϊκός ρε μαύρε, από την αρχή, χρόνια τώρα.

  2. - Πατέρα, το παιδί αρρώστησε και δεν έχουμε λεφτά να πάμε στο γιατρό.

    - Α ρε μαύρε τι τραβάς κι εσύ... Πάρε εδώ 200 ευρώ για να πάτε το γιατρό...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοριτσίστικη μαθητική μαλακιούλα η οποία έχει χαράξει ανεξίτηλα μέσα μας και την χρησιμοποιούμε όλοι κατά κόρον και τώρα ακόμα που είμαστε ώριμοι αθρώποι.

Όταν κατά σύμπτωση πούμε ή σκεφτούμε ή κάνουμε το ίδιο πράγμα με τον συνομιλητή μας και μάλιστα την ίδια χρονική στιγμή (μ' ένα στόμα μια φωνή, που λένε), τότε πρέπει αμέσως να ακουμπήσουμε με το δαχτυλάκι μας κάτι, οτιδήποτε, κόκκινο (κι ας είναι μια κόκκινη κουκίδα όλη κι όλη πάνω σε ένα κομμάτι χαρτί) -το οποίο προφανώς βρίσκεται δίπλα μας, γύρω μας, πάνω μας- και να κάνουμε μια ευχή από μέσα μας. Είναι δεδομένο λοιπόν ότι η ευχή θα πιάσει.

Κάτι αντίστοιχο με το «ένα δύο τρία φλοκ» (ή φλικ) -άμα πούμε συγχρόνως και οι δύο φλοκ (ή φλικ) κάνουμε πάλι μια ευχή. Επίσης υπάρχει και το «μολύβι κοτρώνα χαρτί» και χίλες δυο τέτοιες αηδιούλες.

Βλ. το σχόλιο της βρωμογλωσσούζ (το λέω με συμπάθεια, μην τα πάρεις, ε!) στο λήμμα κομψί κομψά αρ.2

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η σιχαμερή λευκή ουσία, γνωστή επιστημονικά και ως σμήγμα, που πιάνουμε στην πούτσα όταν έχουμε να αλλάξουμε σώβρακο 2 βδομάδες. Χαρακτηριστικό της είναι η λευκή σαν τυρί υφή της και η απαίσια μυρωδιά της.

Το φετέισον προέρχεται από το temptation (μεγάλη επιτυχία του Arash) και την ελληνική φέτα.

  1. Πω ρε μαλάκα, έπιασα φετέισον στην πούτσα μου... Θες λίγο;

  2. - Έχω να κάνω μπάνιο 2 εβδομάδες και όχι μόνο αυτό, την παίζω και χύνω στο σώβρακο.
    - Ω ρε φίλε, θα έχεις πιάσει τρελό φετέισον.

KAVLI dick-cheese spread - το φέρνει και ο Βασιλόπουλος (από Vrastaman, 19/01/09)Φέτα is sexy και δεν πα να λέτε ό,τι θέλετε :-P (από Galadriel, 22/03/09)

Συνώνυμα: τυράκι. Σχετικά: τυρί, ούρδα, αλμυρόπουτσα, μυτζήθρα. Δες και -έισον, -έισιον.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ανδρικό πέος, κατόπιν παρά φύσιν συνουσίας, συμπαρασύρον κατά την έξοδο αδρανή υλικά.

Αηδιαστικό μεν, ευρηματικό δε!

Τον βγάζω και τον βλέπω καφετζόπουλο, αλλά αφού πληρώσαμε μπροστά, λέω δε γαμεί!

(από Khan, 09/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Λευκός Οίκος της Ουάσινγκτον DC είναι η κατοικία και ο χώρος εργασίας του Προέδρου και του Αντιπρόεδρου των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Βρίσκεται στην 1600 Pennsylvania Avenue και έλαβε το όνομά του το 1901 λόγω του άσπρου εξωτερικού χρώματός του.

Ο όρος Μαύρος Οίκος είναι πλακατζίδικος όρος που βασίζεται στην «ανάγκη» για εναρμόνιση του ονόματος του κτιρίου διαμονής του επόμενου προέδρου των ΗΠΑ με το χρώμα του σώματος του. Έτσι ο Λευκός Οίκος, λόγω του επόμενου μαύρου προέδρου των ΗΠΑ, Ομπάμα, μπορεί να λέγεται χιουμοριστικά και ως Μαύρος Οίκος, για να είναι ασορτί με το χρώμα του Ομπάμα. Αυτό έχει ήδη αρχίσει να γίνεται σε ορισμένες χιουμοριστικές εκπομπές της TV (πχ στην εκπομπή Ράδιο Αρβύλα του Αντ1), αλλά και αλλού.

- Ποιο λες να είναι το πρώτο μέτρο που θα κάνει ο Ομπάμα όταν αναλάβει την προεδρία των ΗΠΑ;
- Άκουσα πως θα μετατρέψει το Λευκό Οίκο, σε Μαύρο Οίκο, αλλάζοντας το χρώμα του κτιρίου.

Λευκός Οίκος (από GATZMAN, 27/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψιλοπαλιό παρατσούκλι των ΠΑΣΠιτών (παλιό, γιατί με τη γενιά της vodaphone έχουμε μπερδέψει τα μπούτια μας σ' ότι αφορά την αντιστοίχηση κώμης - κουλτούρας - πολιτικής θέσης κλπ. -....θα καταλάβετε). Το «φασολάκια» προκύπτει από το ιδιόμορφο και ομοιόμορφο της εμφάνισης των ΠΑΣΠιτών, το οποίο εθύμιζε σε ορισμένους τα συμπαθή ψυχανθή (πράσινο σώμα, όρθιο κοτσάνι). Μιλάμε για τις εποχές όπου ο ζιλές ήταν υποχρεωτικός. Από γνωστό φοιτητικό σύνθημα...(βλ. παράδειγμα).

Πράσινα μπλουζάκια, και τα μαλλιά καρφάκια
δεν είναι οι ΠΑΣΠίτες, είναι φασολάκια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified