Selected tags

Further tags

Προκύπτει από το Γαλλικό faux bijoux το οποίο και σημαίνει ψευδοκόσμημα.

Κρατώντας την λέξη faux που σημαίνει ψεύτικος, συμπληρώνουμε την λέξη vijoux (αλλάζοντας στην ουσία το πρώτο γράμμα της λέξης bijoux, έτσι ώστε να εξυπηρετεί ηχητικά) και η οποία προφέρεται βιζού, παραπέμποντας στο βυζί-βυζιά.

Χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να δηλώσουμε ότι κάποια γυναίκα έχει ψεύτικο στήθος από σιλικόνη.

- Κοίτα ρε Ξενοφώντα κάτι βυζόμπαλα που έχει το μωρό στο ταμείο!!!
- Τι να δώ ρε μαλάκα; Αυτή είναι faux vijoux!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Το αέρα πατέρα στα αγγλικά. Χρησιμοποιείται μαζί με την ελληνική εκδοχή ή και μόνο του για να τονίσει ακόμα περισσότερο το «αερητζίδικο» του πράγματος.

  2. Όνομα ανύπαρκτης αεροπορικής εταιρείας, που προέρχεται από πιστή μετάφραση της γνωστής φράσης «αέρα πατέρα». Χρησιμοποιείται χάριν αστεϊσμού μεταξύ κολλητών, για να υπερτονίσει το ανύπαρκτο ή το ανέφικτο μιας κατάστασης.

  1. (Διάλογος μεταξύ κολλητών) - Και του έκοψες και απόδειξη για τα πράγματα που του πούλησες;
    - Καλά μαλάκας είσαι; Air father σου λέω, αέρα πατέρα πως το λένε... Μιλάμε για εντελώς μαύρα λεφτά.

  2. -Και με ποια αεροπορική εταιρεία θα πετάξετε;
    -Με την air father! Ποια εταιρεία και μαλακίες ρε, με λεωφορείο θα πάμε τελικά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη ευρέως χρησιμοποιούμενη εις την κρητικήν, ιδίως κατά τα παιδικά παιχνίδια, αλλά και γενικότερα: ζαβολιά, απάτη, κλεψιά, cheat - κατά τους φίλους μας τους Αμερικανούς.

Χιλετζιάρης είναι αυτός που κάνει χιλετζιές.

- Όταν ο Κωστάκης «τα φυλάει» κάνει χιλετζιές, όλο κοιτάζει και βλέπει που κρυβόμαστε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του αρκτικόλεξου Δ.Ο.Λ. (Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη και του επιθέτου δόλιος. Πρόκειται για μπανεύκολο λογοπαίγνιο επικριτών του εν λόγω οργανισμού για τους κατά την γνώμη τους δόλιους τρόπους με τους οποίους έχει επηρεάσει την πολιτική ζωή στην Ελλάδα, ήτοι Λαμπρακιστάν. Επίσης, μπορεί να ειπωθεί για την ίδια την χώρα ή το κράτος που είναι ΔΟΛια (με συνίζηση του ιώτα), δηλαδή κατακαημένη, όταν αποτελεί έρμαιο μεγαλοεκδοτών. Αρκετά συχνή η χρήση της έκφρασης στα μπλογκς, ιδίως τα δεξιά. Τελευταίως, χρησιμοποιήθηκε και η έκφραση ΔΟΛιοφθορές για τις δολιοφθορές στο συγκρότημα κατά τα πρόσφατα επεισόδια. Χούμορ!

  1. Ο ρόλος του ΔΟΛίου (όπως εύστοχα το αποκαλούν) συγκροτήματος (αλλά και του μεγαλοεργολάβου Μπόμπολα με το ΕΘΝΟΣ, του Τεγόπουλου με την ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ κλπ) και οι επεμβάσεις στην πολιτική ζωή του τόπου είναι γνωστές εδώ και δεκαετίες, όπως και ο κυρίαρχος ρόλος του στον χώρο της κεντροαριστεράς, όπου δεν γινόταν κάποιος υπουργός αν δεν είχε την σύμφωνη γνώμη του. (hellenicinterest.blogspot.com).

  2. ΔΟΛιος ο ρόλος του ΔΟΛ στην Κύπρο. (Εδώ).

  3. Και είμαι σίγουρος, επίσης, ότι, πριν ρωτήσουν, ήξερες ότι με καθαρά τραπεζικά κριτήρια ουδέποτε θα έπαιρνε δάνειο ο ΔΟΛιος και διάλεξες ως καλός Παπανδρέου που είσαι να εκβιάσεις όπως ήξερες. (Εδώ).

  4. - ΔΟΛια Ελλάδα τι σου έμελλε να πάθεις...

(από Khan, 15/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκοπρεπέστερη εκδοχή του καμουφλάζ, ή του καμουφλαρισμένου.

Εκ του γαλατικού camouflage.

Ασίστ: ironick.

- ό,τι και να βγει πάντως, δεξιό ή κρυφοδεξιό θα είναι... δεν υπάρχει αριστερή ελλάδα, όλα καμούφλες είναι. θα επιμένω σε αυτό μέχρι να πεθάνω! (από ιδιωτική συζήτα)

- Ο μεν γνωστός μόδιστρος δεν αντελήφθη τίποτα το ασυνήθιστο, οι δε μπάτσοι υπερέβαλαν εαυτούς στην καμούφλα, σε σημείο δηλαδή…, να το κάψουν και να το τσούξουν προκειμένου να επιτύχουν την ιδανική μεταμπουζούκια σύλληψη μεγαλοοφειλέτη μόδιστρου…
(αναφορικά με την σύλληψη γνωστού μόδιστρου, εδώ)

- Εγω εχω καρτα, αλλα,οσοι μπαινετε χωρις εισητηριο να προσεχετε γιατι τωρα μπαινουνε τριαδα και καθονται σκορπια και παριστανουνε τους μαλακες (καμουφλα) Μετα σηκωνονται και αρχιζουν τον ελεγχο.Μετα καθονται παλι και μετα το ιδιο!
(εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άβγαλτος, ο αφελής κι ο εύπιστος, ο επαρχιώτης στην Ομόνοια που θα έλεγε κι ο Νιόνιος.

Η χαρά του πάσης φύσεως αετονύχη παπατζή, νταβατζή, πολιτικού, έμπορου: θα τον γδάρει στα ζάρια, θα του πουλήσει μαϊμού iPhone, θα τον πείσει εύκολα να κάνει χρήση ναρκωτικώνε.

Εκ του ψιμάρι, το όψιμο κατσικίδιο και ωσεκτουτού, κορόιδο. Βλ. επίσης: ψάρι, νουμπάς.

[1.](3.
Την άλλη μέρα ξαναστήνανε τη «μηχανή τους» για να βρούνε καινούρια ψημάρια.

4.
μερικοί παπατζήδες και «μαύρο-κόκκινο κερδίζει» τη βγάζουν στα πεζοδρόμια με κράχτες, περιμένοντας τα ψημάρια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αρσενικό δενδρύλλιο ινδικής κάνναβης, η φούντα του οποίου περιέχει ελάστιχη τετραϋδροκανναβινόλη και ωσεκτουτού δεν κάνει κεφάλι. Κατ' επέκταση, κάθε χόρτο ή ναρκωτικό της πούτσας.

Πηγή: Το λεξικό της ντάγκλας, Λ. Χρηστάκη και Ν. Επάρατου (Εκδόσεις Opera 1995).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φακελάκι ή άλλη συσκευασία που μοιάζει με ναρκωτικό αλλά δεν είναι· ή που, στην καλύτερη περίπτωση, είναι μπουρούχα. Πρόκειται για κλασική μέθοδο απόσπασης μπαγιόκου από άσχετους και ψημάρια.

Κατ' επέκταση, πακέτο αποκαλείται η φιδιά, η μούφα. Εξ ου και η έκφραση τρώω πακέτο.

1.
Έφαγα πακέτο : όταν σου πουλήσουνε ψεύτικο πράγμα. Συνταγή: Κύβος Κnor διαλύεται σε μίξερ με προσθήκη ζάχαρης άχνης για να ασπρίσει. Δεν το ξεχωρίζεις. Το θύμα που αγοράζει συνήθως σε δημόσιο χώρο δεν έχει τον χρόνο να το ελέγξει .Το καταλαβαίνει όταν πάει σπίτι και αναφωνεί : έφαγα πακέτο

  1. Συνήθως αυτοί που μοιράζουν πακέτα , φροντίζουν να εξαφανιστούν για ένα διάστημα για να μην εισπράξουν τίποτα μαχαιριές.
    (Λ. Χρηστάκη και Ν. Επάρατου, Το λεξικό της ντάγκλας, Εκδόσεις Opera 1995, σελ. 71)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιρρηματικός τροπικός τύπος, προερχόμενος από τη λέξη σελέμης. Ακουγόταν σε λαϊκές αστικές συνοικίες. Δείχνει τον τζαμπέ τρόπο απόκτησης, ενίοτε δε και μικροκλοπές.

- Ρε Βαγγελάκη, πού βρήκες ρε τα γλυκά που κουβάλησες; Άφραγκος δεν είσαι;
- Σιγά ρε, μην τα πλήρωσα...
- Α, κατάλαβα... Σελεμουάρ είναι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο ηπειρώτικο ιδίωμα είναι το ιμιτασιόν αντικείμενο, το ψεύτικο, η μαϊμού, ενώ πάσλας μπορεί να έχει και γενικότερη σημασία ως ο άσχετος. Ενδιαφέροντα κττμγ τα λολοπαίγνια με την ονομασία Π.Α.Σ. (Πανηπειρωτικός Αθλητικός Σύλλογος) - Γιάννινα.

Πάσα Δ.Π.: craftsman

  1. Πάσλα κόσμημα της πασάρανε κι αυτή το πήρε για αληθινό.

2. Πας μη ΠΑΣ.... Πασλας!!!

3. pasla afrikane....den tha narths pote sta giannina wre xamor poustides kai palikaria ginatan mallia kouvaria

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified