Selected tags

Further tags

Αναφέρεται και σε περιπτώσεις όπου προσπερνάμε ένα θέμα, το κάνουμε γαργάρα ή κάνουμε ότι δεν το είδαμε.

(Γεωργίου) Ρε συ, ο ρέφερι τι σφύραγε χθες μωρέ; Δύο πέναλτι μέσα στην περιοχή και τα έκανε αβαβά και τα δύο! Ήμαρτον ρεεεεε, τα μάτια μας πονάνε.

(από HardcoreGR, 07/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το όνομα Μποχώρης είναι παραφθορά του εβραϊκού ονόματος Bohor. Στην Εβραϊκή γλώσσα bohor σημαίνει ο πρωτότοκος, κατά παλαιότερη συνήθεια ονομάζετο και το κάθε νεογέννητο τέκνο μέχρι να περιτμηθεί. Με αφορμή το επεισόδιο της Βίβλου, όταν ο Ιακώβ απέσπασε τα πρωτοτόκια από τον μεγαλύτερο αδερφό του Ησαύ «αντί πινακίου φακής», ο πρωτότοκος επικράτησε να σημαίνει μεταφορικά και τον ηλίθιο, το βλάκα.

Η λέξη έχει χρησιμοποιηθεί και στο ομώνυμο παραδοσιακό σμυρναίικο τραγούδι του τέλους του 19ου αιώνα. Οι στίχοι αφορούν, κατά πάσα πιθανότητα, πραγματική ιστορία για την οποία βρήκα δύο εκδοχές, και συγκεκριμένα:

  • Ενός Εβραίου, προαγωγού, που καταδιωκόμενος κρύφθηκε σε πλοίο όπου και συνελήφθη στο λιμάνι της Καβάλας.
  • Περιστατικό με θύμα εύπιστο Εβραίο που συνέβη προς τα τέλη του 19ου αιώνα στο βαπόρι που έκανε το δρομολόγιο Σμύρνη - Μπουρνόβα.

Λόγω της μεταφορικής σημασίας της λέξης και τής προέλευσης του τραγουδιού από τα μικρασιατικά παράλια, τείνω προς την δεύτερη εκδοχή.

Σήμερα χρησιμοποιείται ως σκωπτικό παρωνύμιο της λιμανίσιας πιάτσας.

Ο Μποχώρης


Στίχοι: Παραδοσιακό, Μουσική: Παραδοσιακό, Εκτελέσεις: Γιώργος Κατσαρός || Ελευθέριος Μενεμενλής || Αντώνης Διαμαντίδης, Νταλγκάς || Γιώργος Βιδάλης || Μαρίκα Παπαγκίκα || Γλυκερία

Άιντε του καημένου του Μποχώρη
του τη σκάσαν στο βαπόρι
άιντε του τη σκάσαν στο βαπόρι
και του πήραν πεντακόσια
όλο λίρες κι όλο γρόσια

Άιντε τον καημένο το Μποχώρη
τον τυλίξανε στην πλώρη
άιντε τον τυλίξανε στην πλώρη
και του πήραν στο ζάρι
άιντε το καινούργιο του ζουνάρι

Άιντε τον Μποχώρη τον εμπλέξαν
στα στενά και του τις βρέξαν
άιντε στα στενά και του τις βρέξαν
και του κάναν τον γκιουλέκα
άιντε και του πήραν κι άλλα δέκα

Άιντε το 'να μήλο τ' άλλο ρόιδο
άιντε του τη σκάσαν σαν κορόιδο
άιντε του τη σκάσαν σαν κορόιδο
και του πήραν τα ψιλά του
άιντε και τον στείλαν στη δουλειά του

Εκτέλεση Μενεμενλή (από Khan, 28/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σπασμένη πρέζα ή σπασμένη κόκα, η νοθευμένη με διάφορες άλλες (από στρυχνίνη, καφεΐνη, κοπανισμένα χάπια... μέχρι σοβά) σκόνη.

Αντώνυμο της καθαρής.

Σπάσιμο της Χ με Ψ (η νόθευση της Χ της με Ψ).

(Σ.σ. Εκλιπόντες σλάνγκοι θα έκαναν ολόκληρη διατριβή περί νοθείας και αποτελεσμάτων κατά περίπτωση. Εγώ ως εδώ μπόρεσα...)

  1. Κατα το σπάσιμο και το άκουσμα (ναρκοπαροιμία).

  2. Σπασμένες είναι όλες (οι πρέζες), η καθαρή σε στέλνει μια κι έξω.

  3. Η σπασμένη (κόκα) με στρυχνίνη χτυπά στο στομάχι. Η καφεΐνη τσιτώνει παραπάνω κι έχει άλλη πίκρα (στο στόμα).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόσεξε το φιλαράκι μου που το άφησα μόνο και το εκμεταλλεύεσαι παλιολουμπίνα!

Επικριτικός και υβριστικός χαρακτηρισμός, προερχόμενος από το ψευδώνυμο της ονομαστής ιερόδουλης του συνοικισμού Βούρλων (που το 1920-1930 βρισκόταν στα σύνορα Πειραιά–Δραπετσώνας, 80 μέτρα από τον Άγιο Διονύσιο) Κικής Λουμπίνα. Ο χαρακτηρισμός αναφέρεται στα χαρακτηριστικά της πονηριάς και της ικανότητας εξαπάτησης των άλλων για την επίτευξη ορισμένου στόχου με κάθε τρόπο και την εν γένει αναξιοπιστία, δηλ. συμπεριφορές που σύμφωνα με την αγοραία (υπο)κουλτούρα αποδίδονται σε εκδιδόμενες γυναίκες (ιερόδουλες).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η Κική Λουμπίνα (ψευδώνυμο) ήταν στα τέλη δεκαετίας 1920 και αρχές δεκαετίας 1930 το πρώτο όνομα του πορνείου των Βούρλων στην Δραπετσώνα, στον Πειραιά, και ανταγωνιζόταν ευθέως ελεύθερες και σπιτωμένες ιερόδουλες της Τρούμπας. Η αμοιβή της ήταν σημαντική για την εποχή: σαράντα δραχμές. Οι άλλες, οι καλές των Βούρλων, κόστιζαν τριάντα, οι μέτριες είκοσι και οι ηλικιωμένες / άσχημες / άρρωστες κλπ δεκαπέντε. Περισσότερες λεπτομέρειες για το υπόψη πορνείο μπορεί να βρεθούν στο ιστολόγιο http://pireorama.blogspot.gr

Παράδειγμα εδώ

Για πολλά χρόνια, μέχρι και σήμερα το επίθετό της Κικής Λουμπίνα κυκλοφορεί ακόμη στον Πειραιά και γενικά στην Αττική σαν απαξιωτική βρισιά και προσταγή μαζί "Σώπα μωρή Λουμπίνα!..". Σήμερα οι γλωσσολόγοι και οι ειδικοί που συναγωνίζονται να εξηγήσουν την προέλευση του όρου "Λουμπίνα" παραβλέπουν από τις εισηγήσεις τους αυτή την μεγαλύτερη ιερόδουλη των Βούρλων, την Κική Λουμπίνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες πλυντηριάδωνε:

Πρώτη κατηγορία πλυντηριά: φυλή "επιχειρηματία" που ξεπλένει χρήματα από παράνομες ή μαύρες δραστηριότητες, όπως πορνεία, ναρκωτικά, τζόγο, λαθρεμπόριο όπλωνε, κ.ταλ., επενδύοντάς τα σε νόμιμες εταιρείες-βιτρίνες άκα πλυντήρια.

- Και μια υγιής εταιρεία προσελκύει πολύ πιο εύκολα στρατηγικούς επενδυτές και ουχί πλυντηριάδες (εδώ)

- Εχουν εντοπίσει, λέει, τις εταιρίες και τις οφ σόρ εξωτερικού που διαφέντευε ο Λαυρέντης και έχουν βάλει «λυτούς και δεμένους», για να βρούν ποιοί διεθνείς «πλυντηριάδες» βρώμικου χρήματος, βρίσκονται πίσω από τον Λαυρέντη και με όχημα τις επιχειρήσεις του, άλωσαν τον ελληνικό Τύπο και τα ΜΜΕ και όχι μόνον (εκεί)

Δεύτερη κατηγορία πλυντηριά: πιο δόκιμα, ο ιδιοκτήτης ή εργαζόμενος σε πλυντήριο αυτοκινήτων ή άλλο βιομηχανικό πλυντήριο.

- Είτε γυαλίζεις για να φύγουν οι γρατζουνιές είτε παίρνεις κάτι να στις καλύψει όπως ακριβώς έκανε ο πλυντηριάς αλλά θα σου εμφανίζονται μετά απο λίγο καιρό (εδώ)

- Παρήγγειλα νέο σκιάδιο οδηγού γιατί κάποια βλακεία θα έκανε ο πλυντηριάς στη βάση της και έσπασε το πλαστικό στη βάση στήριξη της (εκεί)

Και κλείνουμε την αποψινή μας βραδιά με λίγο ινσέψιο: στην τηλεοπτική σειρά Breaking Bad ο "πλυντηριάς" Walter White γίνεται και πλυντηριάς αγοράζοντας ένα πλυντήριο αυτοκινήτων για προσωπικό του "πλυντήριο".

Ο πλυντήριο-"πλυντήριο" του πλυντηριά-"πλυντηριά" Walter O πλυντηριάς-"πλυντηριάς" Walter κάνει "πλυντήριο" σε πλυντήριο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτός από τον βαψομαλλιά, υπάρχει κι αυτός που βάφει τον μύστακα. Η επέμβαση είναι συνήθως πολύ λιγότερο εμφανής και δραστική, παρατήρησα όμως οτι, σε σύγκριση με τον βαψομαλλιά, εδώ φανερώνεται περισσότερη κακία, παρά κοροϊδία. Ειδικά σε ναζιάρικους 'κύκλους' (μη χέσω), έπαθαν λύσσα κακιά με του Μεϊμαράκη το, πριν και μετά το ντημπέη, μουστάκι.

βαψομουστάκιας

  1. Πετυχημένο παράδειγμα φτηνοδουλειάς δεν είναι άλλο από του βαψομουστάκια, για πρόεδρος T.I.F.F που διαδέχεται την Ντέπυ. Γνήσια φακλάνα και η Ντέπη, γιάγμα τα κανε τα λεφτά (όσο υπήρχαν) για να φέρνει το κάθε σελέμπριτι. ΕΔΩ

  2. -Είμαι σαν τσέλιγκας που φόρεσε μπεζ κοστούμι. Βλέπω τον εαυτό μου σαν master of puppets της ελληνικής πολιτικής σκηνής. Ποιος είμαι;
    -για τον βαψομουστάκια σουν-τζου λες?
    -game theory στις χαρτοπετσέτες του Cappuccino
    -χαχαχα ΕΔΩ

  3. θα ψηφισω τον βαψομουστακια, γιατι ειναι τσιφτης και καραμπουζουκλης....και οποιος λεει πως το στριβει το μουστακι ειναι απλα λαικιστης και προπαγανδιστης, φαιδρος, ποταπος και διαφορα αλλα ζουραριακα που δε θυμαμαι τωρα......αααα και αναισχυντος......και τον παιρνει κιολας. ΕΔΩ

"King Abdullah of the Kingdom of Saudi Arabia has died aged 90" -90 ήταν ο βαψομουστάκιας;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που κάνει τσαλίμια. Από το τουρκικό çalım που σημαίνει προσποίηση ή επίδειξη. Τον τσαλιμακά προσδιορίζουν και οι δύο αυτές ιδιότητες. Είναι ο κολπατζής, παιχνιδιάρης - λαδοπόντικας και φτηνιάρης τύπος που εποφθαλμιά κάθε είδους αρπαχτή ενώ ταυτόχρονα είναι ψώνιο και ιστορίας - όλο κομπάζει και σε πειράζει. Ο τύπος χρωστάει της Μιχαλούς αλλά κυκλοφορεί με μερτσέντα. Συνήθως βρίσκεται μεταξύ χωριού (εκεί δηλαδή που τον παίρνει να πουλάει φούμαρα) και πόλης (για να το παίζει πετυχημένος-προχώ-πρωτευουσιάνος) , ενώ τις παλιές καλές εποχές τσίμπαγε και κάνα διακοποδάνειο να πάει για καφέ στο Μιλάνο για τη μόστρα.

Το συγκεκριμένο παρατσούκλι θα μπορούσε κάλλιστα να καταλήξει σε επίθετο, εάν δεν υπάρχει ήδη.

-Πάρε ρε τον Γιώργο τον τσαλιμακά να του πεις ότι κατεβαίνουμε χωριό.
-Εδώ είναι ρε, πούλησε σ' έναν αγρότη ένα οικόπεδο που 'ναι μπλεγμένο στα δικαστήρια, πήρε τα λεφτά και τώρα κρύβεται.

τσαλιμακάς

Got a better definition? Add it!

Published

Η λάθος πληροφορία, ψέμα ή ενέργεια αυτοπροβολής συνήθως με αποτυχία.

Τώρα που θα πας στο στρατό μην ψαρώσεις ρε, θα ακούσεις πολλές παπάτζες.

Έπρεπε να ήσουν χτες στο μπαράκι με τον Πάντελο, μας φλόμωσε στην παπάτζα ο μαν.

Πήγα για μια συνέντευξη για βοηθός λαντζιέρη και μου πούλησε ένα παπατζιλίκι ο σεφ, άσ' τα να πάνε, ούτε ο Μποτρίνι να ήταν...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απο τη γνωστή παραλλαγή του γέλιου χιχιχι. Αυτοί που λένε ψέμματα για χαζά θέματα, αυτοί που κάνουν κάτι χαζό ή πονηρό και δεν το παραδέχονται.

Οι άλλοι οι κωλοχιχίδες λένε πως δέν έχουν λεφτά για να βγούν ενώ παραγγέλνουν κάθε μέρα pizza.

Καλά ο Δημήτρης είναι τέρμα χιχής κάθεται και λέει ότι πέρνει πτυχίο ενώ χρωστάει τη μισή σχολή

Χθές πήγαμε για μπύρα με τις φίλες της Ελένης και καθόντουσαν και ψιθύριζαν μόνες τους για μένα ενώ καθόμουν απέναντι full χιχί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified