Ψαγμένη έκφραση σχολιαστών ποδοσφαίρου, διάφορων πανουτσοκαρπετόπουλων και γενικά όσων ασχολούνται με ποδόσφαιρο ή στοίχημα.

Το πονηρό ματς είναι εκείνο που ενω μεν έχει ενα προφανές φαβορί, εν τούτοις δεν έχεις και μεγάλη εμπιστοσύνη οτι όντως θα κερδίσει αυτό το φαβορί.

Συνήθως έχει απόδοση στο στοίχημα του στυλ 1.55 όπου ναι μέν από τι μια λες είναι στοιχηματικό δώρο αλλά από την άλλη δεν θες να το παίξεις γιατί φοβάσαι ότι θα σπάσει.

  1. «Πονηρό» ματς... στο Ελληνικό

Ένα και μοναδικό το παιχνίδι της Β’ Εθνικής στο κουπόνι του Σαββάτου. Ο Εθνικός Πειραιώς στην έδρα του παραμένει αήττητος καθώς μετά από 7 παιχνίδια έχει απολογισμό 3 νίκες και 4 ισοπαλίες. Ο Αγροτικός Αστέρας από την άλλη πλευρά, σε 8 παιχνίδια μακριά από τον Εύοσμο μετρά 2 νίκες και 6 ήττες. εδώ

  1. ...Ξεκινάμε ανάποδα γιατί η αξία του ηττημένου δίνει δόξα στον νικητή. Πόσω μάλλον που το ματς διεξήχθη χωρίς θεατές. Που πάει να πει «πονηρό». Και στα «πονηρά» φέτος ο Παναθηναϊκός πιάστηκε ή πήγε να πιαστεί κάμποσες φορές κορόιδο. εδω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάποιος /-α που έχει γεμίσει με πολλές τρύπες.

Μερικές υποπεριπτώσεις:

  1. Κάποιος που έχει φάει πάρα πολλές σφαίρες. Λέγεται σαν γκανγκστερική απειλή: «Θα σε κάνω σουρωτήρι». Σε μη πραγματικές συνθήκες χρησιμοποιείται και από gamers. Βλ. και θα σε γεμίσω κουμπότρυπες, ράβω.

  2. Κάποιος που έχει κάνει πολλά piercing. Υπάρχει και η έκφραση γκόμενα- σουρωτήρι.

  3. Στα ομαδικά αθλήματα (ιδίως ποδόσφαιρο και μπάσκετ) μια διάτρητη άμυνα ή το τέρμα του τερματοφύλακα, ή συνεκδοχικώς, ο τερματοφύλακας.

  4. Παρ' όλο που δεν στέκει ακριβώς (πολλές τρύπες), σουρωτήρι χαρακτηρίζεται ενίοτε και ο πολυγαμημένος κώλος, ιδίως σε υβριστικές απειλές τ. «θα σου κάνω τον κώλο σουρωτήρι».

  5. Θεσμοί, διαδικασίες που είναι διάτρητοι ως μη έδει. Λ.χ. νομοθεσία, σύνορα, σφράγιση θεμάτων σε εξετάσεις κ.τ.ό.

  1. Ίσως το καταλάβουν μόνο αν τους απειλείσεις ότι θα τους κάνεις σουρωτήρι έτσι και ξαναπεράσουν τα σύνορα παράνομα (εδώ)

  2. δυστηχως δεν με συγκινει καθολου η ιδεα πλεον να κρυβομαι πισω απο αντικειμενα προκειμενου να φαω καποιον αθορυβα, προτιμω να ερχομαι face 2 face και να τον κανω σουρωτηρι αδιαφορωντας αν θα χτυπησει συναγερμος (εδώ)

  3. Γυναίκα- σουρωτήρι: Η Elaine Davidson μπήκε στο βιβλίο των ρεκόρ Γκίνες γιατί έχει επάνω της 6.005 σκουλαρίκια από τα οποία τα 1500 είναι βαλμένα σε εσωτερικές κοιλότητες!
    (εδώ).

  4. Το αποτέλεσμα είναι οτι από το 70' και μετά παρουσιάσαμε μια μεσαία γραμμή Ελβετικό τυρί και μια άμυνα σουρωτήρι που έμπαζαν από παντού (εδώ).

  5. ΟΣΟ ΜΕ ΚΟΙΤΑΖΑΝ ΚΑΥΛΩΜΕΝΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΔΥΟ ΤΟΣΟ ΤΑ ΠΕΡΝΑ ΚΙ ΕΓΩ ΣΤΗΝ ΚΡΑΝΑ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΛΕΓΑ ΟΤΙ ΘΑ ΤΗΣ ΚΑΝΩ ΤΟΝ ΚΩΛΟ ΣΟΥΡΩΤΗΡΙ (εδώ)

  6. Ελλήνων αφύπνιση. Σουρωτήρι η νομοθεσία από τον κάθε επιτήδειο (εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γνωστό και ως ποδοσφαιράκι (από «μπάλα», υποκ. «μπαλάκι»). Παιχνίδι του χώρου των άλλοτε κραταιών σφαιριστηρίων, όπου στεγάζονταν οι δημιουργικές ανησυχίες νέων και των τέντυ-μπόιδων της γενιάς του μεταπολέμου, αλλά και των επομένων, μέχρι την εποχή της επανάστασης των ηλεκτρονικών παιχνιδιών.

Είναι επιτραπέζια προσομοίωση ποδοσφαίρου, παίζεται από 2 ή 4 παίχτες. Την αναμέτρησης προηγείται διαπραγμάτευση των αντιπάλων (ατόμων ή ομάδων) σχετικά με τους όρους του στοιχήματος, αν θα μετρήσουν τα γκολ από τις δυάδες ή από τις πεντάδες, αν θα επιτρέπονται τα φουρφούρια καθώς και πόσες «μάρκες» θα παιχτούν.

Στη συνέχεια ζητάμε μάρκες από το ταμείο, βάζουμε το δεκάρικο (μετέπειτα εικοσάρικο, πενηντάρικο, κατοστάρικο) στην εγκοπή, τραβάμε το λεβιέ, πέφτουν 5 μπαλάκια στο συρτάρι και ξεκινάει το παιχνίδι.

Ο αγωνιστικός χώρος είναι νοβοπανιζέ, ξύλινοι ήταν αρχικά οι ποδοσφαιριστές που αργότερα έγιναν και αυτοί, όπως όλα, πλαστικοί. Το τερέν κάτω από κάθε ποδοσφαιριστή είναι εμφανώς φθαρμένο, ιδίως κάτω από το σέντερ φορ, λόγω του «σφιξίματος» της μπάλας. Φθορά όμως της επιφάνειας δεν υπάρχει κάτω από τα μπανιστήρια, αφού απαγορεύεται ρητά το γκολ από αυτά.

Ενίοτε το κατάστημα απαγορεύει το «σφίξιμο» για να μη χαλάσει το μηχάνημα, αλλά κανένας δεν μπορεί να αντισταθεί στον πειρασμό επίτευξης ενός γκολ συνοδευμένου από τον χαρακτηριστικό δυνατό κρότο.

Το σκορ δεν το κρατάει κανένας. Σημασία έχει πόσα μπαλάκια «φεύγει» η προπορευόμενη ομάδα, πχ: «δύο φεύγω», ενώ η ισοπαλία λέγεται «όλα».

Στο τέλος ο νικητής καλεί περιπαιχτικά τον ηττημένο να πάει «στο ταμείο», όντας φυσικά καταϊδρωμένος, αφού το «άθλημα» απαιτεί σωματική κίνηση.

— Πάμε μια κόντρα στο μπαλάκι;
— Πάλι θέλεις να χάσεις;
— Γιατί ρε μάγκα πότε ξαναέχασα;
— Καλά ρε, χθες δεν έχασες ένα κατοστάρικο;
— Χμ!! Αφού έπαιζε πίσω ο άσχετος ρε εσύ. Πάει δύο κατοστάρικα οι πέντε μάρκες;
— Κατάστημα, πιάσε πέντε μάρκες. Βρήκαμε θύμα.

ποιος είναι για μια κόντρα; (από Stravon, 12/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θέση στο μπαλάκι. Αναφέρεται στους δύο ακριανούς ψεύτικους ποδοσφαιριστές που βρίσκονται εκατέρωθεν του σέντερ φορ.

Χαρακτηριστικό των μπανιστηριών είναι ότι απαγορεύεται να σουτάρει κάποιος με αυτά, αφού η μπάλα πάει διαγώνια και είναι πολύ δύσκολο να την αποκρούσει ο αντίπαλος. Επειδή δεν θεωρείται «αντρικό», απαγορεύεται γκολ από αυτά, εκτός αν μπει από κόντρα μετά από απομάκρυνση της αντίπαλης δυάδας.

Κατόπιν συμφωνίας μπορεί ένα τέρμα από μπανιστήρι, είτε απλά να μη μετρήσει, είτε να μετρήσει ανάποδα. Έτσι, το μπανιστήρι αρκείται απλά να επιδιώκει την κόντρα ή να προσπαθεί να μπερδέψει τον αμυνόμενο δίνοντας γρήγορες πάσες.

Ακριβώς γι' αυτό, επειδή δηλαδή μπανίζουν τα γκολ αλλά γκολ δε βάζουν, λέγονται μπανιστήρια.

— Γκοοοοολ!!!!
— Τι λες ρε μαλάκα, με γκολ από μπανιστήρι θέλεις να νικήσεις;
— Κόντρα ήταν ρε μαλάκα.
Άσε τα σάπια.
&^()&^)&#%_*(^)#*%)#.

Δες και πούστης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τότε που μπήκε το ποδοσφαιρικό στοίχημα στη ζωή μας, ένα πλήθος εκφράσεων το ακολουθεί. Ίσως η πιο πολυχρησιμοποιημένη είναι η συγκεκριμένη, η οποία έχει να κάνει και με το «πόσο ειδήμονας» το παίζει ένας τζογαδόρος.

Η έκφραση χρησιμοποιείται για να δείξει τη σιγουριά κάποιου παίχτη για την έκβαση ενός αγώνα.

Ολόκληρη η έκφραση συναντιέται ως εξής:
Αυτό το παιχνίδι είναι άσος (ή διπλό, κάποιες φορές και Χι), από εδώ μέχρι το (είτε την χώρα είτε την πόλη που γίνεται ο εν λόγω αγώνας).

  1. -Μαλάκα, παίζει στο Μονπελιέ η Μπορντό με την τοπική ομάδα. Και μιλάμε ότι η Μονπελιέ άλλαξε προπονητή. Και ξέρεις τι γίνεται όταν μια ομάδα αλλάζει προπονητή...
    -Ρε, μπούρδες μας λες. Η Μπορντό είναι η πιο φορμαρισμένη ομάδα αυτή την περίοδο, στη Γαλλία. Αυτό είναι καραδιπλό, από εδώ μέχρι το Μονπελιέ....

  2. -Ανκαρασπορ με Μπουρσασπόρ.... Δύσκολα τα πράγματα. Ο άσος είναι ψηλά.
    -Έχω διαβάσει ότι έχουν καλές σχέσεις οι δύο ομάδες. Μάλλον για Χί το βλέπω..
    (Πετάγεται τύπος από διπλανό τραπέζι, έξαλλος)
    -Τι λέτε ρε; Αυτό είναι διπλό από εδώ μέχρι την Μπούρσα, η άνκαρασπόρ πάει για φούντο. Σέρνεται σου λέω, είδα το προηγούμενο παιχνίδι της. Έτοιμος είμαι να πάω να πάρω δάνειο και να τα κάτσω πάνω ρεεεε....

  3. ....λοιπόν έχω κάτι παιχνιδάκια, φοβερά, θα πάμε ταμείο. Ξεκινάω με διπλό της Σταντάρ μέσα στη Μαλίν, συνεχίζω με τον άσο της Χερέθ που φιλοξενεί την Καντίθ, τσοντάρω και διπλό τη Νασιονάλ με την Πάσος Φερέϊρα, και κλείνω Κυριακή βράδυ με την ασάρα από δω μέχρι το Μόναχο, της Μπάγερν κόντρα στην Κολωνία.

(από Μάγιστρος, 29/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το χι, η ισοπαλία για τους στοιχηματάκηδες.

Όσο για το ντέρμπυ του Καμπιονάτο, το πλέον ενδιαφέρον στοιχείο είναι πως Ρόμα και Γιούβε, θα παραταχθούν με σοβαρές απουσίες στην άμυνά τους. Αυτό, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι βάσει στατιστικής δέχονται εύκολα το γκολ, αναδεικνύει το όβερ ως την κορυφαία επιλογή μας γι΄αυτό το παιγνίδι. Από εκεί και πέρα εκτιμώ ότι ένα καραούλι και στο χηνόπουλο δεν θα ήταν κακή ιδέα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην πρέφα, στο μπουρλότο και στο μπριτζ σημαίνει το ασυνόδευτο φύλλο σε κάποιο χρώμα, π.χ. αν ο παίκτης έχει μόνο τον ρήγα μπαστούνι και κανένα άλλο μπαστούνι, λέμε «έχει ξερό ρήγα».

Στο ποδόσφαιρο σημαίνει το γήπεδο χωρίς χόρτο, την αλάνα.

Δυστυχώς, ο όρος χρησιμοποιείται και από εξαρτημένα άτομα, όταν λείπουν οι σχετικές ουσίες, π.χ. «Τρεις μέρες ξερός είμαι, ρε μαλάκα, τα 'χω παίξει».

  1. Παίξαμε σε ξερό και μας έφυγε ο τάκος!

  2. - Έχει κανα ξύδι;
    - Μπα, ξερός είμαι.

  3. Βγήκε στο ξερό του, ο μαλάκας, και μπήκαμε μέσα!

Για την τελευταία σημασία βλ. και στεγνώνω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος από τον ιππόδρομο. Αναφέρεται στους χρόνους προπόνησης του αλόγου (συνήθως σε ρυθμό ρελαντί) σε αντίθεση με τους επίσημους χρόνους της κούρσας. Κάποιες φορές ο όρος χρησιμοποιείται και σαν συνώνυμος του «προπονείται» ή καλπάζει με σταθερό ρυθμό, αναφερόμενος πάντα σε άλογο ιπποδρόμου.

Ο όρος προέρχεται από το αγγλικό ρήμα «gallop», που σημαίνει καλπάζω. Και εξελληνίστηκε από τους αλογομούρηδες με την κατάληξη -άρω, όπως συνέβη με πολλά ξένα ρήματα, π.χ. ρεφάρω (που τέτοια τύχη), αριβάρω, σκαπουλάρω, ντουμπλάρω κ.ο.κ.

....... Αν σταματήσει ένα άλογο από τον ιππόδρομο για 10 μέρες δεν το βάζεις απ' ευθείας να τρέξει. Το αναλαμβάνει ο προπονητής, το γκαλοπάρει και το ελέγχει με τον τρόπο του για να δει εάν είναι έτοιμο να τρέξει. Σε περίπτωση υποτροπιασμού....

... Θα προτιμήσω δηλαδή χωρίς πολύ σκέψη ένα άλογο που γκαλοπάρει σταθερά, κάθε 8-10 μέρες για δυο μήνες με χαλαρές δουλειές από ένα άλογο που μου παρουσιάζει μόνο δυο γκάλοπς, έστω και αν το ένα από αυτά είναι πολύ δυνατό...

(από ιπποδρομιακούς ιστότοπους)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παμπάλαιος σλανγκ όρος. Με πολλαπλές χρήσεις. Αναφέρω τις κυριότερες:

  • Ποδόσφαιρο: Ένας παίχτης που κυριολεκτικά σέρνεται μέσα στον αγωνιστικό χώρο. Είτε παίζει είτε δεν παίζει, ένα και το αυτό.
  • Ιππόδρομος: Ένα άλογο που σπανίως τερματίζει, και αν γίνει το θαύμα και τερματίσει καταλαμβάνει την αριθμητική θέση των συμμετεχόντων αλόγων (π.χ. όγδοο στα 8 που έτρεχαν). Υπάρχει και ιπποδρομία κουτσάλογων (όλα τα κουτσάλογα τρέχουν μαζί).
  • Υπάλληλος: Κάνει εντελώς τα ανάποδα απο αυτά που του λες. Όχι μόνο δεν προσφέρει, αλλά καταστρέφει κιόλας.
  • Κωλόμπαρο: Η κονσοματρίς που στο τέλος της βάρδιας της, αντί να πληρωθεί, το αφεντικό της ζητάει να πληρώσει τα ποτά που ήπιε.

    Ο όρος προέρχεται από την χρηστικότητα του συγκεκριμένου συμπαθέστατου ζώου, που είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το γεγονός ότι πρέπει να πατάει γερά και στα τέσσερα πόδια του. Δυστυχώς, ένα κουτσό άλογο ισοδυναμεί με ένα άχρηστο στην αρχή και νεκρό στη συνέχεια άλογο.

-Ο πρόεδρος υποσχέθηκε ότι θα κάνει μεταγραφές του χρόνου. -Ποιος ξέρει τι κουτσάλογο θα μας κουβαλήσει πάλι...

-Όλα τα λεφτά στο 5, έχω πληροφορία.
-Άσε μας ρε Λάκη. Όλο σότα μας δίνεις. Ο ΤΡΕ ΜΠΙΕΝ (το 5) είναι γνωστό κουτσάλογο. εγώ σε πάω στοίχημα, ότι δεν θα τερματίσει καν...

(από electron, 02/09/09)(από electron, 02/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Στο άθλημα της υδατοσφαίρισης (water polo), φουνταριστός είναι ο κατεξοχήν επιθετικός παίχτης, ο πλέον προωθημένος. Δουλειά του είναι να βάζει τη μπάλα στο πλεχτό, κάτι που θεωρητικά ξέρει καλύτερα από κάθε άλλο συμπαίκτη του. Για να το πετύχει αυτό είναι μονίμως «αγκυροβολημένος» μπροστά στο αντίπαλο τέρμα (goalpost) περιμένοντας την κατάλληλη πάσα από κάποιον περιφερειακό.

    Η θέση του φουνταριστού είναι η πλέον εκτεθειμένη, κάτι σαν να βρίσκεσαι στο λάκκο με τα κωλοδάχτυλα. Διότι, αν και το πόλο είναι γενικά «αντρικό» και σκληρό παιχνίδι, το ξύλο που τρώει ειδικά ο φουνταριστός δεν περιγράφεται. Δέχεται πολλά «βρόμικα» χτυπήματα (κάτω από το νερό) που ο διαιτητής δεν σφυράει διότι α) πολύ απλά δεν τα βλέπει, β) το ξύλο είναι αναπόσπαστο μέρος του αθλήματος.

    Εννοείται πως μόλις ο φουνταριστός πάρει πάσα, έχει στη διάθεσή του ελάχιστα κλάσματα του δευτερολέπτου να κινηθεί και να σκοράρει, πριν πέσουν πάνω του οι αντίπαλοι αμυντικοί και γίνει της Κορέας...

  2. Στο πόλο ο όρος είναι πλήρως καθιερωμένος, χρησιμοποιείται όμως και σε άλλα αθλήματα, όπως το ποδόσφαιρο. Και πάλι, φουνταριστός είναι εν προκειμένω ο βασικός επιθετικός της ομάδας, ο γκολτζής απ' τον οποίο όλοι περιμένουν το θαύμα.

    Λέγεται και κυνηγός, επειδή κυνηγάει α) πάσες συμπαικτών του, που προσπαθούν να τον «βγάλουν» σε θέση για γκολ, β) το ίδιο το γκολ.

    Λέγεται επίσης και εννιάρι. Αυτό το νούμερο φόραγαν παλιά στη φανέλα οι βασικοί κυνηγοί μιας ομάδας, ενώ έγινε μέχρι και ταινία βασισμένη σε ομώνυμο μυθιστόρημα του Μ. Κουμανταρέα. Τώρα βέβαια έχουν αλλάξει τα πράγματα: ο βασικός γκολτζής μπορεί να φοράει φανέλα με ότι νούμερο του καυλώσει, π.χ. 79 ή 00 και άλλα άκυρα...

  3. Στο τάβλι. Στην παραλλαγή του πλακωτού, φουνταριστός είναι το πούλι εκείνο που ο παίχτης «προωθεί» ριψοκίνδυνα, χωρίς κάλυψη, με σκοπό να πλακώσει / χτυπήσει πούλι του αντιπάλου σε ευαίσθητη θέση, δλδ κοντά στη μάνα / μαμά (ει δυνατόν και την ίδια τη μαμά, οπότε η σεμνή τελετή περατούται πάραυτα). Γι' αυτόν που γουστάρει να παίζει με αυτόν τον τρόπο, λέμε ότι την έχει δει καμπόης, το δε παιχνίδι τρέπεται εις καουμπόικο.

    Ο φουνταριστός του ταβλιού λέγεται και κυνηγός (όπως ο ποδοσφαιρικός φουνταριστός), λέγεται όμως και μπάτσος (που ψάχνει να «συλλάβει» κάποιο αντίπαλο πούλι). Τέλος, οι ναυτικοί μας χρησιμοποιούν τον όρο βατσιμάνης (από το watchman), θέλοντας να περιγράψουν αυτό ακριβώς το πούλι που βγήκε από το μαντρί «για να κόψει κίνηση».

  1. Ο προπονητής του ΝΟΛ, Νίκος Βλαζάκης, θέλει τον φουνταριστό του παίκτη να είναι πραγματικό «θηρίο». Να είναι δηλαδή πάνω από δύο μέτρα και με μεγάλη δύναμη στις φάσεις.
    Από εδώ.

  2. Ροντρίγκο, ο πράσινος φουνταριστός έρχεται! Ένας παγκόσμιος πρωταθλητής έκλεισε στον ΠΑΟ!
    Από εδώ.

  3. Μπα, τι βλέπω αγορίνα μου, βγάλαμε και μπάτσο να μας φυλάει; Ακόμα δε βγήκες απ' τ' αυγό σου, μας θες και καουμποϊλίκια; Εμένα που με βλέπεις έχω κάνει στη θάλασσα, και κάτι τέτοιους βατσιμάνηδες τους τρώω για πρωινό...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified