Όταν κάποιος βραχυκυκλώνει κι αδυνατεί να λειτουργήσει.

Ο όρος προέρχεται από τα φλιπεράκια τα οποία όταν τα κλωτσάς ή τα μετακινείς απότομα τίθενται εκτός λειτουργίας αναγράφοντας στην οθόνη «τιλτ».

- Καλά μιλάμε το άτομο δεν έγραψε τίποτα στο διαγώνισμα! Με το που είδε τα θέματα βάρεσε τιλτ!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κόντρα στην κόντρα, ανέβασμα στο ανέβασμα.

Όρος της πόκας, που πέρασε και ως σλανγκ στην καθημερινότητα. Προέρχεται από το γαλλικό «relancer», με τη σημασία του ξεκινάω εκ νέου (λανσάρω ξανά).

Στην πόκα είναι ουσιαστικά το δικαίωμα για ανέβασμα του ποσού εκ νέου, μετά το ανέβασμα του πονταρίσματος από προηγούμενο παίχτη. Για παράδειγμα, γίνεται μια γύρα, ο πρώτος παίχτης ποντάρει 20 ευρώ, ο δεύτερος πάσο, ο τρίτος ακολουθεί. Τώρα, αν ο τέταρτος παίκτης τα δει και εκείνος ή πάει πάσο το παιχνίδι συνεχίζεται, δλδ σκάει φύλλο. Σε περίπτωση που ο τέταρτος, ως έχει δικαίωμα αποφασίσει να ανεβάσει το ποσό, π.χ. στα 30 ευρώ, όλοι οι παίκτες «μιλάνε» ξανά. Τώρα αν ο πρώτος που είχε αρχικά ανεβάσει το ποσό το ξαναανεβάσει από 30 σε 50 ευρώ, τότε λέμε για ρελάνς.

Ένας κανόνας, στα «μεγάλα» τραπέζια και στην σωστή πόκα είναι ότι το «ντούκου» χάνει το δικαίωμα για ρελάνς. Π.χ. κάποιος παίκτης που πάει ντούκου, δηλαδή περνάει η σειρά του χωρίς να ποντάρει έστω το ελάχιστο, δεν έχει δικαίωμα να αυξήσει το ποσό πονταρίσματος που θα βάλει ένας από τους επόμενους παίκτες. Μπορεί μόνο να «δει» το συγκεκριμένο ποσό, δλδ να βάλει το ποσό, και να συνεχίσει να συμμετέχει (ή να πάει πάσο). Σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αυξήσει αυτό το ποσό, δηλαδή να κάνει ρελάνς.

Τώρα στην καθημερινότητα, η φράση εννοεί ότι κάποιος πάει κόντρα στην κόντρα, και ιδίως σε καβγάδες. Δηλαδή κανείς δεν υποχωρεί και ανά καιρούς ρελανσάρει, χοντραίνοντας ή διατηρώντας την πολεμική ατμόσφαιρα.

- Γιατί δεν απάνταγες χθες στο τηλέφωνο όλη μέρα;
- Ήμουν εκνευρισμένη!
- Για ποιο πράγμα;
- Θυμήθηκα που είδαμε την πρώην σου, και ήσουν όλο χαρά!
- Δεν τα είπαμε κούκλα μου; Περασμένα ξεχασμένα.
- Ναι, αλλά όλο πάνω της πέφτουμε. Τυχαίο είναι;
- Τι ρελάνς είναι αυτή που μου κάνεις! Στην υπόλοιπη ζωή μας αυτό θα είναι το θέμα μας; Κλείσ' το να πάει στο διάολο!
- Έτσι εύκολα νομίζεις ότι θα γλυτώσεις....

Τηλεφώνησες πάλι
όπως έβλεπα Γκάλη
να μου κάνεις ρελάνς
με κουράζεις ρε Λίζα
θα μου κάψεις τη μίζα
και θα πάρω ρεβάνς....
(από το γνωστό άσμα)

(από Khan, 25/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποχρεωτικά το πολύ δύο από το χέρι.
Από το γαλλικό obligé, που σημαίνει υποχρεωτικός.
Αναφέρεται στην πόκα και στα παιχνίδια στα οποία, παρότι μοιράζονται παραπάνω από δύο φύλλα, ο παίχτης μπορεί να χρησιμοποιήσει οποιαδήποτε δύο που έχει πάνω του και όχι περισσότερα, για να σχηματίσει την πεντάδα και να κάνει φύλλο.

- Τι παιχνίδι κάνεις Λάκη;
- Μουνί θα κάνω, κέντα χρώμα, δύο μπλιζέ το παίγνιον.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

To γιο-γιο (αγγλ. yo-yo) είναι ένα παλιό σαν τις λάσπες παιχνίδι που απεικονίζεται ακόμη και σε Αθηναϊκούς κύλικες του 4ου π.χ. αιώνα, και περιλαμβάνει δύο πήλινες, ξύλινες ή πλαστικές δισκοειδείς επιφάνειες που ενώνονται με ένα άξονα, γύρω από τον οποίο είναι τυλιγμένο ένα σχοινί. Ρίχνοντας το σώμα του γιο-γιο προς τα κάτω, όταν το σχοινί ξετυλιχτεί εντελώς, αρχίζει και τυλίγεται ξανά σ' αυτό με αποτέλεσμα να επιστρέφει στο χέρι του παίχτη.

Μεταφορικά, λέμε ότι κάνουμε κάποιον γιο-γιο όταν τον τρέχουμε όσο θέλουμε, τον κάνουμε ό,τι θέλουμε, σήκω-σήκω, κάτσε-κάτσε, σύρφερ και τράβα πάλι πίσω να δεις αν έρχομαι, γενικά δλδ τον έχουμε του χεριού μας και τον εξουσιάζουμε. Προκειμένου για γκόμενες που εξουσιάζουν τους γκόμενούς τους, λέμε ότι τους έχουν βάλει στο βρακί τους.

Τώρα γιατί ο εξουσιαζόμενος δέχεται να γίνει γιο-γιο, πολλά μπορεί να παίζουν: από φορέας γονιδίων του Φώντα Μαζώχ, γιαλομικά σύνδρομα, μαλακοκαύλης, ριτάρντεντ, ή απλά πίσω έχει η αχλάδα την ουρά.

Το λήμμα έχει και μια πιο στενή ποδοσφαιρική έννοια, όπου «κάνω γιο-γιο τον αντίπαλο» σημαίνει του μοιράζω σακούλα, τον κάνω εμετό/λώλο, του παίρνω την ταυτότητα/τα σώβρακα και γενικά τον κάνω ό,τι θέλω.

  1. - Μόλις γυρνά από τη δουλειά ο Ντίντης, η Ζηνοβία τον στέλνει στο σούπερ μάρκετ για ψώνια και στο καπάκι να πάει τα παιδιά φροντιστήριο, ενώ αυτή αράζει τα κυβικά της. Γιο-γιο τον έχει κάνει τον άνθρωπο!
    - Ε, τί τα θες, τον έχει βάλει στο βρακί της.

  2. Πού πάει ρε ο μούλος με Βίντρα από δεξιά... Γιο-γιο θα τον κάνει ο Γκαλέτι!

(από allivegp, 07/08/09)(από allivegp, 07/08/09)(από allivegp, 07/08/09)Ο μπασίστας των Queen John Deacon παίζει γιο-γιο στο 1:27 (από allivegp, 08/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην επιχειρηματική αργκό, ντηλάκιας *αποκαλείται ο *κατά συρροή επιχειρηματίας.

Ο ντηλάκιας έχει την οξυδέρκεια να εξαγοράζει υποτιμημένες μπίζνες (πάντα με κεφάλαια τρίτων) και να υλοποιεί συμφωνίες και πράξεις που θα τις «αναπτύξουν» και τους προσδώσουν «χρηματοοικονομική αξία», όπως αναδιάρθρωση και εξορθολογισμό κόστους (σ.ς.: απολύσεις), εισαγωγή ή διαγραφή από το χρηματιστήριο, συγχώνευση με άλλες εταιρίες, απόσχιση δραστηριοτήτων σε νέες spinoff εταιρίες, αλλαγή φορολογικής έδρας, κλπ.

Ο ντηλάκιας διαφέρει από τους παλαιάς κοπής Έλληνες επιχειρηματίες:

  • Δεν ενδιαφέρεται να αναπτύσσει οργανικά και σε βάθος χρόνου βιώσιμες επιχειρήσεις: η καύλα του έγκειται στο να μοσχοπουλήσει την εταιρία σε όσο το δυνατό συντομότερο χρόνο ώστε να αδράξει την επόμενη ευκαιρία,
  • Αντίθετα με τον (ευρισκόμενο στον πάτο της διατροφικής αλυσίδας) κλασικό κομπιναδόρο, ο ντηλάκιας διαθέτει στοιχειώδη οικονομική παιδεία, κατέχει τα εργαλεία της επενδυτικής τραπεζικής, γνωρίζει καλά την εγχώρια και διεθνή νομοθεσία και δεν είναι εκ προοιμίου λαμόγιο.

Εκ το αγγλικού deal («συμφωνία») < Ο.Ε. dælan («να μοιράζεις» πχ. την τράπουλα). Ειρήσθω εν παρόδω, η πρώτη επιχειρηματική εφαρμογή του όρου καταγράφεται το 1837 ως σλάνγκ.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα εγχώριου ντηλάκια είναι ο Δημήτρης Κοντομηνάς, ο οποίος «ανέπτυξε» και μοσχοπούλησε πλειάδα εταιριών, όπως:

  • τις Ιντεραμέρικαν και Ευρωκλινική Αθηνών στην Eureko,
  • την Interbank στην Eurobank,
  • την NovaBank στην Πορτογαλική BCP,
  • το κανάλι Alpha TV στην Γερμανική RTL,

    και πάει λέγοντας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη αυτή προέρχεται από το αγγλικό «gambling», που σημαίνει χαρτοπαίζω και χρησιμοποιείται όταν κάποιος, κατά τη διάρκεια του πόκερ ποντάρει συνέχεια χωρίς να έχει φύλλο.

- Ρε μαλάκες, έχασα 50€ σήμερα!
- Τι να σου κάνουμε, αφού γκαμπλάρεις συνέχεια… πριν είχες 2,8 στο χέρι και μπήκες all-in.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το γαλλικό «poulain», δηλαδή «πουλάρι», είναι ο/η φέρελπις προστατευόμενος/η. Οπότε και το πιπίνι, που το έχουμε μη στάξει και μη βρέξει, ή κάτι σαν το «σκυλάκι» μας.

Κάπως πιο κυριολεκτικά είναι και το άλογο στο οποίο ποντάρουμε στον ιππόδρομο.

Ερευνάται ακόμη αν η έκφραση έχει λάβει και παρετυμολογία από τον πούλο, στο στυλ «πήρα το πουλέν» κ.ο.κ. (βλ. και αμελί πουλέν).

.

- Η Ευλαμπία είναι το νέο πουλέν του διευθυντή. Την βλέπω να παίρνει προαγωγή σύντομα.
- Το πουλέν θα πάρει κι αυτή!

Αντίστοιχο: μανάρι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φυλακή. Ειδικότερα, το βαθύ και ανήλιαγο κελί. Είναι παραφθορά της τούρκικης λέξης zindan που ακριβώς σημαίνει μπουντρούμι.

Χρησιμοποιείται και κυριολεκτικά (βλ. παράδειγμα 1) αλλά είναι μάλλον σπάνιο. Πιο συνηθισμένη είναι η έκφραση για το γκιζντάνι (βλ. παράδειγμα 2) που σημαίνει ότι κάτι είναι Γ.Τ.Π. (γου-του-πού), φορ δε πουτς ον δε ράιντ και τελείως για φτύσιμο.

Μια ειδική χρήση της λέξης (βλ. παράδειγμα 3) συναντάμε στο τραπέζι της πόκας. Στο γκιζντάνι λέμε ότι βρίσκεται/πάει κάποιος που χάνει πολλά και συνεχώς αγοράζει κάβες ή βγάζει λεφτά απ' την τσέπη.

  1. (Από το www.mpakouros.com)
    Άιντε να σε δούμε παλικάρι, που είσαι εσύ. Αν δεν ήταν ο Κολοκοτρώνης σήμερα θα μιλούσες σερβοκροάτικα, και θα σε λέγαν Αμπντούλ. Θα ήσουν δε σε κάνα τουρκικό γκιζντάνι...

  2. - Άσε με ρε, με τον πάλτουρα... Αυτός ο παίκτης δεν κάνει ούτε για την Αναγέννηση Επανομής... Για το γκιζντάνι είναι...

  3. - Τι έγινε, Γιαννάκη; Καλό κόλπο πήρες... Ρέφαρες; - Είσαι καλά, κόρη μου; Στο γκιζντάνι είμαι, κανονικά... Χίλια γιούρια χωμένος είμαι...

Ένα πολύ γλυκό τούρκικο τραγουδάκι για το Μπόντουμ. Αφιερωμένο εξαιρετικά στους απανταχού ανεξίτουρκους... (από HODJAS, 21/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι στοιχηματοπώλες. Τα γραφεία στοιχημάτων. Από το αγγλικό bookmakers που συχνά συντομεύεται σε bookies.

Οι μπουκις δίνουν 10/1 στη Λιβερπουλ 2-1 (Από blog)

Οι μπουκις παντως δειχνουν να το ψιλοφοβουνται το ματσακι.... Θεωρουν μεν τη Βερντερ φαβορι, αλλα οχι αυτο που λεμε ακλονητο φαβορι.... (Από forum)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τεχνικός χαρτοπαικτικός όρος στο Μπουρλότο (το επονομαζόμενο και Μπούρλο), το οποίο είναι ιδιαίτερα δημοφιλές στη Β. Ελλάδα και δη στη Θεσσαλονίκη. Η φράση είναι γαλλική και σημαίνει χωρίς ατού. Εκφέρεται όταν περάσει και το όγδοο (τελευταίο) ατού, κυρίως στα εκτός καφενείου καρέ (διότι εκεί δέρνουν άμα μιλάς πολύ), έχοντας προηγηθεί η φράση τα ατού είναι εφτά και φωνάζουν δυνατά. Ενίοτε και ως ένδειξη μαγκιάς και χαρτοπαικτικής δεινότητας εκφέρεται και ως σάνζα, έτσι νά 'χαμε να λέγαμε.

Σημειώνεται ότι ο πλούτος εκφράσεων στο μπουρλότο και γενικά στα χαρτιά είναι μοναδικός και ικανός να αποτελέσει αντικείμενο ιδιαίτερου σάιτ. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι το πασόκ, άσσος καρώ, σπίτι καθαρό, έχω κάτι μεγάλο, πού την έχεις; Άστο, η δικιά μου είναι μεγαλύτερη, Ιερά σύνοδος κλπ.

- Ρήγας. (εφτά τ' ατού)
- Ν' ανέβω: Δεκάρι. - Μάλιστα. Σανζ ατού δηλαδή.
- Έλα, πολύ μιλάτε, λίγο παίζετε.
- Τσου ρε Λάκη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified