Further tags

Ο μεγαλύτερος σε μέγεθος βόλος. Κάτι μεταξύ μπίλιας και ογκόλιθου. Δεν είναι τυχαίο ότι στην Αμερική λεγόταν boulder που σημαίνει ογκόλιθος, κροκάλα.

τζιτζιλόνι > μπίλια > γκαζά --> γαλατάς

Οι βόλοι αυτού του μεγέθους ήταν κυρίως πήλινοι και άσπροι - εξ ου και η ονομασία. Συχνά, μέσα στο άσπρο υπήρχαν και νερά, φλέβες σε άλλο χρώμα.

Οι γαλατάδες ήταν εντυπωσιακοί αλλά στο παιχνίδι είχαν περιορισμένη χρησιμότητα. Ήταν πολύ ογκώδεις να τους έχεις για αμάδες και δεν είχε νόημα να τους έχεις στόχο γιατί δύσκολα μπορούσες να τους κουνήσεις χτυπώντας τους με άλλες μπίλιες. Τους βάζαμε όμως για σημάδια - μάνα στο μπαζ-παραμπάζ και μπάστακα στο δελτάκι. Είχαν και μια ειδική αποστολή: όταν η γκαζά σου σχεδόν ακουμπούσε σ' ένα βόλο-στόχο είχες, κατόπιν συμφωνίας, το δικαίωμα την επόμενη φορά να σταθείς όρθιος και να ρίξεις τη μπίλια σου κατακόρυφα -το λεγόμενο ματάκι- και γι' αυτή τη δουλειά ο γαλατάς ήταν τέλειος και μπορούσες να τον χρησιμοποιήσεις αντί της γκαζάς, επίσης κατόπι συμφωνίας.

Ο μικρός ήρωας μπορούσε να ανταλλαγεί. Ως σκληρό νόμισμα! Με γκαζές, βόλους γαλατάδες, κλασσικά εικονογραφημένα, Καραγκιόζηδες, παραμύθια, Πηνελόπη Δέλτα, Ιούλιο Βερν και -στις καθώς πρέπει συνοικίες- ακόμη και με τη Διάπλαση των Παίδων. (Από blog)

(από poniroskylo, 16/04/08)(από poniroskylo, 16/04/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πράκτορας στοιχημάτων. Ο μπουκμέικερ, εκ του Αγγλικού bookmaker ή bookie.

Το γραφείο στοιχημάτων είναι, βέβαια, το στοιχηματοπωλείο - μαζί με τον Ιππόδρομο, αποτελεί το φυσικό περιβάλλον του αλογομούρη.

- Ο Χρηστάρας τα χώνει χοντρά στο στοίχημα ... και όχι μπασκλασαρίες πράματα, στο Ίντερνετ και τέτοια ... έχει τον προσωπικό του στοιχηματοπώλη στο Λονδίνο ... τον παίρνει τηλέφωνο και επενδύει ... κι απ' ό,τι μούλεγε παίρνει και άλλες αποδόσεις ... πολύ καλύτερες ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι στοιχηματοπώλες. Τα γραφεία στοιχημάτων. Από το αγγλικό bookmakers που συχνά συντομεύεται σε bookies.

Οι μπουκις δίνουν 10/1 στη Λιβερπουλ 2-1 (Από blog)

Οι μπουκις παντως δειχνουν να το ψιλοφοβουνται το ματσακι.... Θεωρουν μεν τη Βερντερ φαβορι, αλλα οχι αυτο που λεμε ακλονητο φαβορι.... (Από forum)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το παίξιμο μίας χεριάς, ενός (αριθμητικά) παιχνιδιού στο πόκερ ή στην πόκα.

Στο προηγούμενο κόλπο έγινε σφαγή! Μπήκανε τρεις με φουλ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψεύτικο πράμα. Άδικο. Αβαβά. Απάτη. Κοροϊδία. Αμαρτία να γίνει τέτοιο πράμα και απόδειξη ότι κοιμήθηκε ο Θεός.

Χρησιμοποιείται στο ποδόσφαιρο, κυρίως για να χαρακτηρίσει αποφάσεις του διαιτητή. Επίσης στα χαρτιά, όταν η έκβαση της παρτίδας φαίνεται να 'χει πάει κόντρα στους νόμους των πιθανοτήτων.

Το πετσί μας το φοράνε ή μας το περνάνε.

  1. - Καλά, με πέτσινο πέναλτι κερδίσατε πάλι ... Τον δικό σου, φου να τον κάνεις και πέφτει με τη μία ...
    - Ρε συ, είσαι σοβαρός; Δηλαδή, πρέπει να κάτσει να τον γαμήσουν για να πάρει πέναλτι ... πεναλτάρα ήτανε, μαρς ...

  2. Ρε απίστευτε, πότε θα μάθεις μπουρλότο; Είναι ποτέ δυνατόν να έχουμε εμείς τα πιο πολλά ατού και να μας βγάζουν την αγορά; Μας το φορέσανε πάλι το πετσί, συγχαρητήρια ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην πόκα, τρεις παπάδες σκέτοι - φύλλο καλό αλλά όχι τεράστιο - που, ωστόσο, κερδίζουν το κόλπο.

Πολλές φορές λέγεται όταν ο αντίπαλος υποθέτει ότι έχουμε φουλ του παπά (= τρεις παπάδες κι ένα άλλο ζευγάρι, για όσους δεν έχουν ασχοληθεί με το σπορ) και πάει πάσο ενώ έχει φύλλο που κερδίζει τους τρεις σκέτους παπάδες.

Γιατί με μαγιό, ουδείς γνωρίζει.

- Διακόσια.
- Πάσο. Πες μου, ρε πστ, τι έχεις; Θα σκάσω...
- Τρεις παπάδες.
- Τρεις παπάδες με τι άλλο;
- Τρεις παπάδες με μαγιό. Τίποτ' άλλο δεν έχω.
- Δεν έχεις φουλ, ρε πστ; Τους τρεις παπάδες τους βλέπω ότι παίζουν αλλά νομίζω ότι έχεις και κάτι από πίσω... σίγουρα σ' έχω για φουλ του παπά... φουλ του εννιά έχω και πάω πάσο...
- Ε, συμβαίνουν αυτά... (ας πρόσεχες...)

(από poniroskylo, 22/05/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αγνόηση κάποιας συνηθισμένης κατάστασης. Λέξη που προέρχεται από τον γνωστό όρο του πόκερ.

- Τί έγινε ρε φίλε; Κάθε χρόνο στα γενέθλιά σου έκανες πάρτυ. Φέτος τίποτα; Στο ντούκου θα τη βγάλεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση η οποία χαρκτηρίζει ανθρώπους με ψυχολογία looser, γκαντέμηδες, άτυχους και άσχετους σε σοβαρά αθλήματα όπως το τάβλι.

- Πάλι άσσο δύο έριξα ....
- Τι κατσίκι είσαι βρε αδελφάκι μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τριπλασιασμός του αρχικού ποσού που έβαλε η μάνα σαν μπάνκα στην εικοσιμία.

Άμα τη συμπληρώσει του τριπλάσιου ποσού επιτρέπεται το χτύπημα του συνόλου.

Π.χ. η μπάνκα ανοίγει με ν ευρώ, άρα ο παίκτης επιτρέπεται να ποντάρει ν-1.

Στα Σ=>3ν, αφού δηλαδή άφησαν κάποιοι τον οβολό τους, ο επόμενος παίκτης δύναται να ποντάρει το ισόποσο.

- Έγινε στούκι;
- Ναι, βαράτε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φυλακή. Ειδικότερα, το βαθύ και ανήλιαγο κελί. Είναι παραφθορά της τούρκικης λέξης zindan που ακριβώς σημαίνει μπουντρούμι.

Χρησιμοποιείται και κυριολεκτικά (βλ. παράδειγμα 1) αλλά είναι μάλλον σπάνιο. Πιο συνηθισμένη είναι η έκφραση για το γκιζντάνι (βλ. παράδειγμα 2) που σημαίνει ότι κάτι είναι Γ.Τ.Π. (γου-του-πού), φορ δε πουτς ον δε ράιντ και τελείως για φτύσιμο.

Μια ειδική χρήση της λέξης (βλ. παράδειγμα 3) συναντάμε στο τραπέζι της πόκας. Στο γκιζντάνι λέμε ότι βρίσκεται/πάει κάποιος που χάνει πολλά και συνεχώς αγοράζει κάβες ή βγάζει λεφτά απ' την τσέπη.

  1. (Από το www.mpakouros.com)
    Άιντε να σε δούμε παλικάρι, που είσαι εσύ. Αν δεν ήταν ο Κολοκοτρώνης σήμερα θα μιλούσες σερβοκροάτικα, και θα σε λέγαν Αμπντούλ. Θα ήσουν δε σε κάνα τουρκικό γκιζντάνι...

  2. - Άσε με ρε, με τον πάλτουρα... Αυτός ο παίκτης δεν κάνει ούτε για την Αναγέννηση Επανομής... Για το γκιζντάνι είναι...

  3. - Τι έγινε, Γιαννάκη; Καλό κόλπο πήρες... Ρέφαρες; - Είσαι καλά, κόρη μου; Στο γκιζντάνι είμαι, κανονικά... Χίλια γιούρια χωμένος είμαι...

Ένα πολύ γλυκό τούρκικο τραγουδάκι για το Μπόντουμ. Αφιερωμένο εξαιρετικά στους απανταχού ανεξίτουρκους... (από HODJAS, 21/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified