Further tags

Στην πόκα, τρεις παπάδες σκέτοι - φύλλο καλό αλλά όχι τεράστιο - που, ωστόσο, κερδίζουν το κόλπο.

Πολλές φορές λέγεται όταν ο αντίπαλος υποθέτει ότι έχουμε φουλ του παπά (= τρεις παπάδες κι ένα άλλο ζευγάρι, για όσους δεν έχουν ασχοληθεί με το σπορ) και πάει πάσο ενώ έχει φύλλο που κερδίζει τους τρεις σκέτους παπάδες.

Γιατί με μαγιό, ουδείς γνωρίζει.

- Διακόσια.
- Πάσο. Πες μου, ρε πστ, τι έχεις; Θα σκάσω...
- Τρεις παπάδες.
- Τρεις παπάδες με τι άλλο;
- Τρεις παπάδες με μαγιό. Τίποτ' άλλο δεν έχω.
- Δεν έχεις φουλ, ρε πστ; Τους τρεις παπάδες τους βλέπω ότι παίζουν αλλά νομίζω ότι έχεις και κάτι από πίσω... σίγουρα σ' έχω για φουλ του παπά... φουλ του εννιά έχω και πάω πάσο...
- Ε, συμβαίνουν αυτά... (ας πρόσεχες...)

(από poniroskylo, 22/05/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψεύτικο πράμα. Άδικο. Αβαβά. Απάτη. Κοροϊδία. Αμαρτία να γίνει τέτοιο πράμα και απόδειξη ότι κοιμήθηκε ο Θεός.

Χρησιμοποιείται στο ποδόσφαιρο, κυρίως για να χαρακτηρίσει αποφάσεις του διαιτητή. Επίσης στα χαρτιά, όταν η έκβαση της παρτίδας φαίνεται να 'χει πάει κόντρα στους νόμους των πιθανοτήτων.

Το πετσί μας το φοράνε ή μας το περνάνε.

  1. - Καλά, με πέτσινο πέναλτι κερδίσατε πάλι ... Τον δικό σου, φου να τον κάνεις και πέφτει με τη μία ...
    - Ρε συ, είσαι σοβαρός; Δηλαδή, πρέπει να κάτσει να τον γαμήσουν για να πάρει πέναλτι ... πεναλτάρα ήτανε, μαρς ...

  2. Ρε απίστευτε, πότε θα μάθεις μπουρλότο; Είναι ποτέ δυνατόν να έχουμε εμείς τα πιο πολλά ατού και να μας βγάζουν την αγορά; Μας το φορέσανε πάλι το πετσί, συγχαρητήρια ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το παίξιμο μίας χεριάς, ενός (αριθμητικά) παιχνιδιού στο πόκερ ή στην πόκα.

Στο προηγούμενο κόλπο έγινε σφαγή! Μπήκανε τρεις με φουλ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι στοιχηματοπώλες. Τα γραφεία στοιχημάτων. Από το αγγλικό bookmakers που συχνά συντομεύεται σε bookies.

Οι μπουκις δίνουν 10/1 στη Λιβερπουλ 2-1 (Από blog)

Οι μπουκις παντως δειχνουν να το ψιλοφοβουνται το ματσακι.... Θεωρουν μεν τη Βερντερ φαβορι, αλλα οχι αυτο που λεμε ακλονητο φαβορι.... (Από forum)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πράκτορας στοιχημάτων. Ο μπουκμέικερ, εκ του Αγγλικού bookmaker ή bookie.

Το γραφείο στοιχημάτων είναι, βέβαια, το στοιχηματοπωλείο - μαζί με τον Ιππόδρομο, αποτελεί το φυσικό περιβάλλον του αλογομούρη.

- Ο Χρηστάρας τα χώνει χοντρά στο στοίχημα ... και όχι μπασκλασαρίες πράματα, στο Ίντερνετ και τέτοια ... έχει τον προσωπικό του στοιχηματοπώλη στο Λονδίνο ... τον παίρνει τηλέφωνο και επενδύει ... κι απ' ό,τι μούλεγε παίρνει και άλλες αποδόσεις ... πολύ καλύτερες ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μεγαλύτερος σε μέγεθος βόλος. Κάτι μεταξύ μπίλιας και ογκόλιθου. Δεν είναι τυχαίο ότι στην Αμερική λεγόταν boulder που σημαίνει ογκόλιθος, κροκάλα.

τζιτζιλόνι > μπίλια > γκαζά --> γαλατάς

Οι βόλοι αυτού του μεγέθους ήταν κυρίως πήλινοι και άσπροι - εξ ου και η ονομασία. Συχνά, μέσα στο άσπρο υπήρχαν και νερά, φλέβες σε άλλο χρώμα.

Οι γαλατάδες ήταν εντυπωσιακοί αλλά στο παιχνίδι είχαν περιορισμένη χρησιμότητα. Ήταν πολύ ογκώδεις να τους έχεις για αμάδες και δεν είχε νόημα να τους έχεις στόχο γιατί δύσκολα μπορούσες να τους κουνήσεις χτυπώντας τους με άλλες μπίλιες. Τους βάζαμε όμως για σημάδια - μάνα στο μπαζ-παραμπάζ και μπάστακα στο δελτάκι. Είχαν και μια ειδική αποστολή: όταν η γκαζά σου σχεδόν ακουμπούσε σ' ένα βόλο-στόχο είχες, κατόπιν συμφωνίας, το δικαίωμα την επόμενη φορά να σταθείς όρθιος και να ρίξεις τη μπίλια σου κατακόρυφα -το λεγόμενο ματάκι- και γι' αυτή τη δουλειά ο γαλατάς ήταν τέλειος και μπορούσες να τον χρησιμοποιήσεις αντί της γκαζάς, επίσης κατόπι συμφωνίας.

Ο μικρός ήρωας μπορούσε να ανταλλαγεί. Ως σκληρό νόμισμα! Με γκαζές, βόλους γαλατάδες, κλασσικά εικονογραφημένα, Καραγκιόζηδες, παραμύθια, Πηνελόπη Δέλτα, Ιούλιο Βερν και -στις καθώς πρέπει συνοικίες- ακόμη και με τη Διάπλαση των Παίδων. (Από blog)

(από poniroskylo, 16/04/08)(από poniroskylo, 16/04/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μικρότερος σε μέγεθος βόλος.

τζιτζιλόνι > μπίλια > γκαζά --> γαλατάς

Τα τζιτζιλόνια -άλλως και τζιτιζιλονάκια- ήταν πολύ μικρά για νά' χουν πρακτική αξία στο παιχνίδι - τι βάρος είχαν και τι να χτυπήσεις μ' αυτά και να πάει έστω και μια πιθαμή παραπέρα; Αλλά ήταν πολύ όμορφα, συχνά με φωτεινά νερά μονόχρωμα μέσα στο γυαλί. Είχαν και συναισθηματική αξία και γιατί συνήθως είχαμε λιγότερα από δαύτα και διότι η άγραφη σύμβαση ήταν ότι τα τζιτζιλόνια τα έδινες τελευταία σ' αυτόν που κέρδιζε - έπρεπε, δηλαδή, νά' χεις χάσει σχεδόν όλους τους άλλους βόλους σου για να σου πάρουν και τα τζιτζιλονάκια.

Απαντάται και ως η τζιτζιλόνα και σημαίνει γενικώς την αγοραστή γυάλινη μπίλια.

- Το κίτρινο το τζιτζιλονάκι, το αλλάζεις; Πέντε μπίλιες θα σου δώσω.
- Το πουλάω. Πενήντα λεπτά. Κι άμα θες.

(από poniroskylo, 16/04/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο βόλος-όπλο. Η μπίλια-εργαλείο.

τζιτζιλόνι > μπίλια > γκαζά --> γαλατάς

Τη γκαζά την ακουμπούσες στο λυγισμένο δείκτη ή μεταξύ δείκτη και μέσου, την εκφενδόνιζες με το τίναγμα του αντίχειρα και χτυπούσες τις στημένες μπίλιες - και ενίοτε και τη γκαζά του αντιπάλου, αν είχε ξεμείνει εκεί που δεν έπρεπε. Το χτύπημα, η κρούση του βόλου-στόχου λεγόταν τσάφκο(ς) ή κάφκο(ς). Ορισμένοι έλεγαν τη γκαζά τους και αμάδα, που παραπέμπει, βέβαια, σε άλλο, αρχαίο παιχνίδι και φωτίζει και την καταγωγή των βόλων.

Οι γκαζές ήταν κατά τι μεγαλύτερες από τις στάνταρ μπίλιες και πιο βαριές. Ήταν δε πιθανότερο να είναι από πηλό - οι μπίλιες, γενικά, ήταν γυάλινες. Παλιά, οι γκαζές ήταν οι μπίλιες που βούλωναν τα μπουκάλια της γκαζόζας - και επειδή αυτή είναι η ετυμολογία είναι, νομίζω, πιο σωστό να λέμε γκαζά παρά γκαζ-ι που λένε ορισμένοι.

Η λέξη χρησιμοποιείται πολλές φορές για να δηλώσει τους βόλους, τις μπίλιες γενικά.

Υπήρχαν και οι κοινές γκαζές που τις βγάζαμε από τα πώματα της γκαζόζας. Από αυτές είχαμε πολλές, γιατί στο Κορδελιό υπήρχε εργοστάσιο γκαζόζας. (Από το διαδίκτυο).

(από poniroskylo, 16/04/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο στάνταρ βόλος, ο βόλος αναφοράς.

τζιτζιλόνι > μπίλια > γκαζά --> γαλατάς

Οι νορμάλ μεγέθους μπίλιες ήταν αυτές που έστηνες, κυνηγούσες, χτυπούσες. Έμπαιναν, π.χ. στις κορυφές και μέσα στο τρίγωνο στο παιχνίδι το γνωστό ως δελτάκι ή τριγωνάκι ή στήνονταν στη γραμμή στο μπαζ-παραμπάζ. Τις έβαζες στόχο, τις χτυπούσες, τις έπαιρνες, τις έβαζες στην τσέπη. Ήταν, με αυτή την έννοια, και το βασικό νόμισμα του παιχνιδιού.

Η λέξη, βέβαια, χρησιμοποιείται και για τους βόλους γενικά.

Τα παιδιά τοποθετούσαν τις μπίλιες σε σχήμα Δέλτα. Ο κάθε παίκτης έπαιρνε από μια μπίλια και βαρούσε το Δέλτα, προσπαθώντας να βγάλει έξω όσο το δυνατόν περισσότερες μπίλιες. Όταν κάποιος έσπαγε το Δέλτα κέρδιζε. Αν όμως δεν το έσπαγε και η μπίλια του έμενε μέσα, την άφηνε εκεί και βαρούσε ο επόμενος. Αυτός που θα χτυπούσε τη μπίλια του προηγούμενου, έπαιρνε όλες τις μπίλιες. (Από το διαδίκτυο)

(από poniroskylo, 16/04/08)(από poniroskylo, 16/04/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρχή των απανταχού της επικρατείας χρηματιστών και επενδυτών/τζογαδόρων/αλογομούρηδων. Παρά την σαφή αναφορά σε ισπανόφωνο άνδρα, η έκφραση ΔΕΝ έχει καμιά απολύτως σχέση με την Ιβηρική ή τη Λατινική/Νότια Αμερική. Προέρχεται από το ελληνικό ρήμα χώνω (προστακτική χώσε) το οποίο παραπέμπει στην πώληση μετοχών, το κοινώς λεγόμενο χώσιμο στην αγορά. Το γιατί η μάνα του Χοσέ δεν έκλαψε ποτέ είναι προφανές: αν προλάβεις να ρευστοποιήσεις μέρος ή το σύνολο του χαρτοφυλακίου μετοχών πριν από την πτώση της αγοράς, δεν έχεις λόγο να κλαις ούτε εσύ (ο Χοσέ) ούτε βέβαια και η μάνα σου, αφού έχεις παντελονιάσει τα κέρδη. Το είδος αυτό του επενδυτή-τζογαδόρου-αλογομούρη ΔΕΝ υπήρχε κατά την περίοδο του 1999-2000, οπότε πολλές μάνες έκλαψαν με μαύρο δάκρυ.

- Ντίνο, σκέφτομαι να δώσω εκείνα τα Χαλυβδόφυλλα και τα Κλωνάρια (σ.σ. εξαιρετικές μετοχές αμφότερες), πώς το βλέπεις;
- Τι να σου πω αγόρι μου; Ξέρεις τι λένε: η μάνα του Χοσέ δεν έκλαψε ποτέ. Να τα χώσω;
- Χώστα να παν στο διάολο να γλιτώσω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified