Further tags

Η ανάκρουση της μπάλας στο επιτραπέζιο ξύλινο ποδοσφαιράκι από το βάθος της εστίας όταν το σουτ είναι πολύ δυνατό.

Πιο απλά μπαίνει γκολ, αλλά γυρίζει πίσω η μπάλα με ορμή αντί να ακολουθήσει την προσχεδιασμένη διαδρομή του κατασκευαστή.

Μη λες βλακείες, μετρά το γκολάκι, ξέρα ήταν...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ουσιαστικό, θηλυκό.

1) Οφθαλμός (μάτι) και απάτη. Ορισμένες εικόνες έχουν το xρώμα και σxήμα, το οποίο κοροϊδεύει τον εγκέφαλο και τον κάνει να νομίζει οτι η εικόνα κουνιέται ή αλλάζει σxήμα.

2) Όταν μια γυναίκα είναι πολύ όμορφη, τόσο που ένα αγόρι δεν το πιστεύει.

1) Πω ρε φίλε! Αυτή η εικόνα κουνιέται ή είναι η ιδέα μου;

2) Κοίτα αυτό το γκομενάκι! Είναι οφθαλμαπάτη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κίνηση στο ξύλινο ποδοσφαιράκι με την οποία περιστρέφεις σειρές αμυντικών παικτών με δύναμη και τις αφήνεις να γυρίζουν ενώ είσαι επίθεση με απώτερο σκοπό να αποκρούσουν αυτόματα αν αποτύχεις στο σουτ.

Ρε Μήτσο σταμάτα τα φουρφούρια.

γκειμ (από northwind, 08/03/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν αναφερόμεθα στο ομώνυμο μηχανικό πιάνο, αλλά στην ποδοσφαιρική σλανγκιά για όσους λεβέντες (παιχταράδες, διαιτητές, κ.ά.) χρηματίζονται. Επίσης, η πράξη της δωροδοκίας.

Εκ του τα πιάνω όλα, βεβαίως βεβαίως.

1. Η πιανόλα Θέμος βρίζει κόσμο και παίκτες του ΠΑΟΚ

2 δωστε και κανα χαρτζιλικι στο σάντος την πιανόλα.

3. Ο πρόεδρος της Ραπίντ και η «πιανόλα» με την Βοιβοντίνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ποδαράτη ή νυχτερινή ποδαράτη λέγεται στην Πάτρα η παρέλαση των πληρωμάτων το τελευταίο Σαββατόβραδο της Αποκριάς. Στην παρέλαση αυτή τα πληρώματα παρελαύνουν χωρίς τα άρματά τους, γι' αυτό και λέγεται ποδαράτη, σε αντιδιαστολή προς τη Μεγάλη Παρέλαση της Κυριακής.

Στη βραδινή ποδαράτη παρέλαση τα πληρώματα του Πατρινού Καρναβαλιού εφαρμόζουν αυτοσχέδιους τρόπους φωτισμού για να εκπληρώσουν την εντολή «Αυτοφωτιστείτε!».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απροσδιόριστο μεταφορικό αντικείμενο το οποίο το «τρώει» κάποιος όταν χάνει σε: κόντρα με αυτοκίνητο / μηχανάκι, video game, αθλητικό παιχνίδι κλπ.

Εν γένει συνώνυμο εκφράσεων του στυλ τρώω πούτσα, τον πίνω, «τη ρούφηξα», αν και κανείς δε γνωρίζει την ουσιαστική σημασία της ίδιας της κλαπάνας.

Τα βάλαμε με ένα Starlet κι εκεί που είχα ετοιμαστεί να τον πατήσω, μου 'ριξε μια κλαπάνα που ήταν όλη δικιά μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να ονοματίσει τα creeps (τις μονάδες που δεν ελέγχονται από παίκτες) στην ντότα και άλλα παρεμφερή παιχνίδια (League of Legends κλπ).

Οι μονάδες αυτές παρουσιάζουν χαρακτηριστικά κοινά με αυτά των συμπαθών κατά τα άλλα ΜΑΤ, όπως:

  1. κίνηση προς μία κατεύθυνση, ανεξαρτήτως εξωτερικών ερεθισμάτων,

  2. συμπλοκή με οποιαδήποτε εχθρό (unit, διαδηλωτή κλπ) βρεθεί στην πορεία αυτή,

  3. δράση μονάχα σε ομάδες,

  4. μοιράζουν αλλά και δέχονται μεγάλες ποσότητες damage, από ξόρκια, καφέδες, πέτρες, σπαθιά, γκλομπς, τόξα (και στις δύο περιπτώσεις), δράκους, μολότωφ και καδρόνια,

  5. αδυναμία λήψης πρωτοβουλιών, περιορισμένες δυνατότητες Α.Ι. και I.Q. αντίστοιχα.

Παλαιότερα ακουγόταν συχνότερα, σήμερα έχει ατονήσει.

  1. Κοίτα ρε μαλάκα το φιντέρι, έφαγε death και από τους ματατζήδες.

  2. Ένας defend κάτω, μη μπούνε και σπάσουνε οι ματατζήδες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πάω να κινονίσω, λέει κάποιος όταν βρίσκεται καθ' οδόν με προορισμό το πλησιέστερο προπατζίδικο για να τα ακουμπήσει στο Κίνο.

- Μάγκες, πάω μία να κινονίσω στα μπαμ και επιστρέφω...
- Καλά, πλήρωσε τον καφέ πρώτα, γιατί πάλι για πιστολιά σε βλέπω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε για τον εχθρό που εμφανίζεται ξαφνικά σε ένα ηλεκτρονικό παιγνίδι και δυσκολεύει η κατάσταση ή χάνουμε σχεδόν αμέσως. Συνήθως λέγεται για το γνωστό λευκό φαντασματάκι στο Bubble Bobble που βγαίνει και μετά πρέπει να βιαστούμε αλλιώς την την πουτσίσαμε.

Παίκτης που παίζει Bubble Bobble σε φίλο του:

- Φτου σου! Βγήκε ο μπούρμπουλης και έχασα κανονάκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν τουλάστιχον δυο καρακλασικές έννοιες:

  • Κόβω (δηλ. τυπώνω) χρήμα, ασκώ πληθωριστική νομισματική πολιτική με κυρίως λαϊκιστικά ελατήρια τ. «το αφεντικό τρελάθηκε», «Τσοβόλα δώσ' τα όλα», κ.ταλ.
  • Όταν ένα κοφτήριο χέζεται στο παραδάκι, βγάζει τρελά κέρδη (αλλά όχι πάντα με το σταυρό στο χέρι).

Εκ του Λατινικού moneta, το νομισματοκοπείο.

Εκφέρεται κυρίως από άτομα παλαιάς κοπής. Βλ. επίσης το κλασικό τρίπτυχο τση επιτυχίας: μέσο, μονέδα, μουνί.

  1. - Είχαμε το Χολαργό που έκοβε μονέδα, δραχμή συνεχώς, γι’ αυτό και έφθασε ο πληθωρισμός στο 25%...

- Να επιβεβαιωθεί, δηλαδή, επίσημα η ανεξαρτησία της Κεντρικής Τράπεζας ώστε να μην κόβει μονέδα κατά το δοκούν και συνεχιστεί ο αδυσώπητος πληθωρισμός.

  1. - ένα φρικωδώς κακόγουστο πλαστικωμένο εικονοστάσι, που κόβει μονέδα μέσω ενός κηροστασίου, που διαθέτει και τεχνολογία αιχμής για να μην καπνίζονται πολύ οι ασβεστωμένοι τοίχο

- Κόβουν μονέδα οι... παραλίες

"Τσοβόλα δώσ\' τα όλα!" (από Khan, 22/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified